Χρησιμοποιείται ως «ρε μαζί σου, αλλά...», και συνήθως λέγεται την ώρα που μιλάει ο συνομιλητής μας, με σκοπό να τον διακόψουμε, ώστε να πούμε τη δική μας γνώμη.

Συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητική διάθεση όταν ο άλλος λέει αυτονόητα πράγματα για τα οποία κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, ή όταν προσεγγίζει μόνο τη μια πτυχή του προβλήματος. Έτσι, τον διακόπτουμε λέγοντας τη φράση αυτή, και αναπτύσσουμε τον δικό μας συλλογισμό που κρύβει την μεγάλη αλήθεια (έτσι νομίζουμε και καλά).

  1. - ...γιατί στην τελική, ρε Γιώργη, το λειτουργικό σύστημα Linux είναι πάνω από όλα ανοιχτό λογισμικό, ελεύθερη διακίνηση ιδεών και
    - Ρε μαζί σου, αλλά εγώ σαν εταιρία που είμαι θέλω να έχω υποστήριξη 24/7 από τη Microsoft, όχι να παρακαλάω τις κοινότητες να λύσουν το bug του κώδικα

  2. - Για μένα το πιο σημαντικό heavy metal συγκρότημα είναι οι Iron Maiden, οι ανθρωποι καναν γνωστο το heavy metal σε ολο το κοσμο, έχουν πουλήσει πάνω από
    - Ρε μαζί σου, αλλά αν δεν ήταν οι Black Sabbath, δε θα υπήρχε καν το heavy metal σαν μουσική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφωνώ, αγοράζω, είμαι με το μέρος σου, ναι, μέσα, γουστάρω, κττ.

- Είσαι να κάνουμε πάρτι και να γίνει της πουτάνας; Θα φωνάξουμε βιζιτούδες να την πέσουνε σε όλους τους παντρεμένους, γουστάρζ;
- Μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η γυναίκα που το παίζει γκομενάρα χωρίς όμως να είναι. Επίσης, συναντάται και στο θηλυκό: η φαινομούνα.

- Ρε μαλάκα κοίτα αυτή εκεί! Ποια νομίζει ότι είναι;
- Έλα μωρέ με το φαινόμουνο... Το παίζει γκομενάρα ενώ δε βλέπεται!

(από HardcoreGR, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος «πουστοπολίτης» είναι συγγενής και συχνά μπερδεύεται με τον όρος κοσμοπολίτης. Υπάρχει, όμως, διαφορά. Κοσμοπολίτης είναι γενικά αυτός που ταξιδεύει πολύ, ζει στην χλιδή και στην πολυτέλεια κλπ κλπ.

Πουστοπολίτης, όμως, είναι μια εξειδικευμένη κατηγορία κοσμοπολίτη. Είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα παραπάνω με κόστος... τον πάτο του. Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί πουστοπολίτης ο «κοσμοπολίτης ο τσιμπουκωτός».

- Κοσμοπολίτης ο γείτονάς σου. Με τα σέα του, τα μέα του, την αμαξάρα του και όλο καλός κόσμος σπίτι του και όλο σε ταξίδια.
- Άσε ρε, πελάτες είναι και τον έχουν τρελάνει στο τσιμπούκι. Καλύτερα εδώ ταράτσα παρά πουστοπολίτης, μακρυά απ' τον κώλο σου, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος, ηθελημένα ή μη, εξωραΐζει ή υπερεκτιμά πέρα από τις περιορισμένες δυνατότητές της, μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.

1
- Πώς πάει με την Κατερίνα ρε;
- Μια χαρά ρε είμαστε πολύ καλά τελευταία.
- Δηλαδή βλέπεις κουλούρα;
- Καλά ντάξει, μην το κάνεις σούζα.

2
- Πήρα μια ζώνη αδυνατίσματος απο αυτά τα telemarketing.
- Κάνει δουλειά;
- Έχω χάσει 2 κιλά μέχρι τώρα. Δεν ξέρω, ξυπνάω το πρωί και έχω περισσότερη ενέργεια. Άσε που πρήστηκαν και οι κοιλιακοί μου.
- Άραξε, μη κάνεις σούζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρός, λεπτός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αλλά εκνευριστικός και ανησυχητικός θόρυβος, καθότι συχνά φέρνει κακά μαντάτα.

Ναι μεν το ρήμα τσαχαλίζω θα έπρεπε να μπει ως λήμμα, αλλά δεν συναντάται πουθενά σχεδόν, οπότε προτίμησα να βάλω το τσαχάλισμα per se.

Προφ η λέξη προέρχεται από το τσάχαλο, βλ. και εδώ. Κι αυτό γιατί τα μικρά αυτά σκουπιδάκια αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους θόρυβο.

Τσαχάλισμα είναι μξ άλλων και αυτό που λέμε «φύσημα», επίσης το κοινό χράτσα-χρούτσα, τσίκι-τσίκι κλπ... Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν κάτι τεχνολογικό, αλλά γενικά σημαίνει και τον θόρυβο που προκύπτει από το ψαχούλεμα, το άνοιγμα ενός πακέτου / μιας σακούλας κλπ (βλ. παρ. 3).

Δεν ξέρω αν είναι πανελλήνια η λέξη, πάντως λέγεται αβέρτα στην Κρήτη.

  1. Αυτο δεν ειναι προβλημα των ηχειων!!! Το παθαινουν και τα δικα μου οταν αναβω τον κρυφο φωτισμο(10 λαμπες φθοριου 1.20m)...! Ο λογος που κανουν θορυβο οταν δεν δουλευουν ειναι γιατι ο φιλος σου μαλλον κλεινει την πηγη και αφηνει τα ηχεια ανοιχτα...!(ακουγετε ενα τσαχαλισμα...)

  2. Δυναμό, ήχοι, αποτελέσματα. CRDI 2000ccm. Ακουγα λοιπόν ενα μικρό τσαχάλισμα στις πλαινές τροχαλίες στο ρελαντί στην αρχή, το οποίο όταν γκάζωνες σταματούσε. Αυτο συνεχιζόταν για ~6000χλμ. Η αντιπροσωπεία στο Ηράκλειο μου έλεγε οτι μπορεί να περάσει και απο μόνο του. Μετα το τσαχάλισμα έγινε συνεχές και σιγανοτερο, αλλα ακουγόταν, δεν ενοχλήθηκα.... Σε ενα ταξιδι λοιπόν, ακουστηκε το κλάκ.

  3. Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο «Δανδάλη». Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον «αχαΐρευτο» γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο.

  4. Κατά τις 01:30, πάω στην κουζίνα να βάλω νερό και καθώς επέστρεφα στην τραπεζαρία που είναι το PC ακούω ένα περίεργο τσαχάλισμα (από το τροφοδοτικό νομίζω) και κάνει shut down το PC. Σε περίπου 2 δευτερόλεπτα το σύστημα ανοίγει από μόνο του και πριν προλάβω να συνειδοτοποιήσω τι γίνεται μύριζε καμενίλα και έβγαιναν καπνοί από την σίτα στα δεξιά του επεξεργαστή (δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες).

  5. Η μουσική υπόκρουση είναι ονειρική, αλλά υπάρχει έντονο πρόβλημα στις λούπες των μουσικών κομματιών (θα ακούσετε ένα τσαχάλισμα όποτε επαναλαμβάνεται κάποιο από τα samples).

(διχτυωτά όλα)

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχαλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω παρέλαση, παρελαύνω.

Ο τύπος πλάθεται απ' τον αόριστο παρέλασα (παρήλασα) του ναφθαλινένιου παρελαύνω, καταναλογία με ρήματα όπως κομπάζω-κόμπασα, βελάζω-βέλασα, αηδιάζω-αηδίασα και τα όμοια –άρα και στον παρατατικό δίνει παρέλαζα (αντί για το «σωστό» παρήλαυνα).

Ο σχολικός αυτός τύπος θεωρείται ακόμη λάθος και ούτε καν αναφέρεται στα λεξικά, παρότι ακούγεται ευρύτατα εδώ και δεκαετίες (τουλάχιστον απ' το Ογδόντα), ακόμη και πολύ μετά το σχολείο. Η επικράτησή του ωστόσο φαίνεται κι' απ' τ' ότι επεκτείνεται και σε μεταφορικές χρήσεις (βλέπε παραδείγματα 5 και 6).

  1. η καλυτερη πραξη για να τιμησουμε τους προγονους μας για την σημερινη μερα δεν ειναι να παρελαζουμε σαν ρομποτακια μπροστα στους δυναστες μας που μας καταστρεφουν την ζωη αλλα να αγωνιζομαστε για την ελευθερια μας με οτι αυτο συνεπαγεται κ. Παπουλια. (από φόρουμ)

  2. Το ρήμα παρελάζω, μπορεί αν το ψάξεις στα λεξικά να το βρεις λάθος. Στην καθημερινή ομιλία όμως των Ελλήνων, έχει επικρατήσει. Για την ακρίβεια δεν έχω ακούσει κάποιον ακόμη να λέει: «Αύριο παρελαύνουμε στις 10.00 με το σχολείο.» Όλοι λένε: «Αύριο παρελάζουμε στις 10.00 με το σχολείο.» (από εδώ)

  3. - αμα δεν θες μην παρελαζεις..απλο
    - Στα ελλαδιστανικά που τόσο αγαπάς η λέξη λέγεται «παρελάβεις». (εξαιρετικό πάντρεμα ημιμαθούς καθαρολόγου και αντιελληναρά, σε φόρουμ)

  4. Όαση ελπίδας τα παιδιά που παρελάζουν (άρθρο)

  5. Τα σκουπίδια παρελάζουν στο κέντρο της Καλαμάτας (είδηση)

  6. Η ΠΑΕ ΝΙΚΗ ΒΟΛΟΥ είναι δυνατή, είναι πανίσχυρη και οι εποχές που παίκτες αμφιβόλου αξίας και προελεύσεως παρέλαζαν με χαρακτηριστική ευκολία σ' αυτή, ρουφώντας της το αίμα, πέρασαν ανεπιστρεπτί! (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, η σούφρα. Κυριολεκτικά, ο μαλάκας ή ο ντίρλας.

Πρόκειται για συμπιεσμένη μορφή του λήμματος κωλοτρυπίδι.

  1. Καλο σεξ με ενναλαγες στασεων και καλη συμμετοχη απο μερους της..... Δυσκολευτηκα ... Εβλεπα και το τρυπιδι της και το τρενο τρελαινόταν.Τσαφ τσουφ τσαφ ...

  2. Έτσι ρε τρυπίδι! Να ορθώσεις το ανάστημα σου και να το παραδεχτείς. Εγώ σου μιλάω ακόμα ενώ οι άλλοι τζάσανε.

  3. Άντε να περάσει η ώρα να βγούμε να γίνουμε τρυπιδι απ'το ποτό να αρχίσουμε να στέλνουμε μηνύματα σε πρώην να πάμε να αυτοκτονήσουμε μετά.

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του ξεψώλι.

Τι να κλάσει οποιοσδήποτε νέος ορισμός μπροστά στα όσα γράφει το τιτανοτεράστιο poniroskylo στο παραπάνω λήμμα. Απλά σιωπώ και σάς παραπέμπω αυτού.

  1. Αντε να ερθει η τζίνα το ξέψωλο να το φυτιλιάσουμε στη πούτσα και στο σπέρμα γιατί μας έλειψε πολύ.

  2. Έ, λοιπόν η Seriana αυτή ακριβώς τη φαντασίωση προσφέρει, έστω και για περιορισμένο χρόνο. Δεν είναι ούτε το ξέψωλο, ούτε το θεϊκό και συνάμα πρόστυχο μωρό που μας βγάζει από μέσα μας το «κτήνος» να το ξεσκίσουμε. Είναι η φυσιολογικά (όχι δηλ. εξωπραγματικά) όμορφη, γλυκειά, χαμογελαστή, ευχάριστη, πολύ έξυπνη, επικοινωνιακή (με πολύ καλά Αγγλικά)...

(Κρας τεστ γυναικών της περιπατητικής σχολής από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των ρεμπέτηδων είμαι γκον σήμαινε ότι έχω μαστουρώσει. Αργότερα στα «φλοράδικα» έγινε είμαι γκολ με τη γνωστή μεταφορική έννοια.

Είμαι γκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified