Το πλατύ ψάρι, κομμένο εγκάρσια, λιαστό, ψημένο στα κάρβουνα και σερβιρισμένο σαν μεζές. Το ψάρι μπορεί να είναι κολιός, σκουμπρί, παλαμίδα, ασπροσάφριδα. Υπέροχο.

Δεν είμαι σίγουρος αν σχετίζεται με τη γνωστή γούνα, αλλά είναι πολύ πιθανό. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας εδώ και το etymonline.com εδώ ενδέχεται η λέξη «γούνα» για το ψάρι να σχετίζεται με τα δέρματα - ίσως τα κρεμασμένα ψάρια που λιάζονται παραπέμπουν στα κρεμασμένα δέρματα σε βυρσοδεψείο (βέβαια τα δέρματα στο βυρσοδεψείο έμεναν τον περισσότερο καιρό τεντωμένα και όχι απλώς κρεμασμένα).

  1. Από εδώ:

Εφαγα και γούνα με αλάτι χοντρό ( η σπεσιαλιτέ ψάρι εκεί) πεντανόστιμο...

  1. Από εδώ:

Προσοχή! Μη φύγετε από την Πάρο, αν δεν έχετε: - Φάει γούνα. Είναι κολιός ανοιγμένος στη μέση, λιαστός και ψημένος στη σχάρα. [...]

(από patsis, 03/06/12)(από patsis, 03/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η άσχημη γυναίκα, η σαύρα, το μπάζο. Ακουσμένο στη κεντροδυτική Μακεδονία.

Δεν μπόρεσα να βρω κανένα ίχνος ετυμολογίας, ούτε καν αναφοράς στο διαδίκτυο. Ακούγεται σλαβικό αλλά πέραν τούτου ουδέν.

- Το παρτάκι τι έλεγε;
- Νταξ αρχίδια, μετά τις δώδεκα είχανε μείνει μόνο ψωλαρέοι και κάτι μπαρντέσκες μισοσουρωμένες.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που ψωλάρει, που τον παίζει, που μαλακίζεται. Που τεμπελιάζει, που αποφεύγει τις δουλειές που του έχουν ανατεθεί, που κόβει χαλβά. Και που το κάνει με μαεστρία, αφοσίωση και συνέπεια, με τέχνη και τεχνική, σαν ένας πραγματικός σολίστας.

Χαρακτηριστικά φανταρίστικη λέξη. Δεν συγχέεται με την ψολίστ. Γράφεται με -ω-.

  1. Από εδώ:

- Αν εννοεις να δουλευω εσενα, πολυ ευχαριστως!!! Αντρα θελω, οχι μια χαρωπη νοικοκυρα!!!!
- αμα θες αντρα κουβαλητη χτυπησες λαθος πορτα...ειμαι επαγγελματιας ψωλιστας ηδονιστης...

  1. Από εδώ:

Δεν υπάρχει μεγαλυτερη παπατζα απο το να σε αναγκάζουν να αναλάβεις διαχειριστής σε μια πολυκατοικία. Φανταστείτε μια πολυκατοικία 25 διαμερισμάτων εκ των οποίων στα 15 να ζουν ψωλιστες και μόλις έρχεται η δυσκολη στιγμη να υποχρεωνουν κάποιον με δεκάδες υποχρεωσεις να αναλάβει επειδή και καλά ηρθε η σειρά του...

  1. Από εδώ:

Λοιπον,ψωλιστες και λοιπες αδελφες του ελεους,απο οτι ειδα οντως ο καιρος μαλλον θα ειναι καλος οποτε κανονιστε να ειστε στην ωρα σας την Κυριακη.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση επιτατική της σημασίας της σεξουαλικής ορμής ή της οργής αυτού που μιλάει, κάτι σαν μονάδα μέτρησης του τιμωρητικού ή του επιμορφωτικού σεξ που αρμόζει στην περίσταση, λέμε τώρα. Ότι και καλά παίρνεις ανάποδες και σού 'ρχεται να γαμήσεις κάποιον για να τον τιμωρήσεις ή «για να μάθει», π.χ., για γκόμενα, να στρώσει και να μην κυκλοφορεί τόσο γκάβλα έξω και σε κολάζει ή, για άντρα, να συμπεριφέρεται καλύτερα γιατί γάμησες εσύ τέτοια τσογλάνια και θα του κόψεις τ' αρχίδια και θα του τα δώσεις να τα φάει. Σκληρός.

Γίνεται ευδιάκριτη, κύριε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατε, σύντροφε Κομισάριε και αχαρτογράφητοι φίλοι μας, η φαλλοκρατική εσάνς του λήμματος, διότι, άλλωστε, η φαλλοκρατία είναι ο νέος ρατσισμός στο μέτρο και το βαθμό που το ροζ είναι το νέο μπλε. Δώσε πόνο.

Με επήρεια από το «ένα χέρι ξύλο» ή δανεισμένο από το λεξιλόγιο της μαστοράντζας, συνήθως το ρίχνουμε ή το περνάμε, όπως περνάμε ένα-δυο χέρια μπογιά.

Δεν το έχω ακούσει να λέγεται «μπούτσο», αλλά «πούτσο», ακόμα και στη Βόρεια Ελλάδα, ακόμα και στην περίπτωση που τονίζεται το αρχικό σύμφωνο.

Η τυχόν κυριολεκτική εφαρμογή του χεριού θέλει προσοχή διότι τα εργατικά ατυχήματα καραδοκούν.

  1. Από εδώ:

Κάθε μπαλκόνι και μια αποσύνθεση του γούστου της οικοδέσποινας.Η ταμπέλα στην είσοδο της πολυκατοικίας λείπει «Ο Ρ Ε Ν» να αναβοσβήνει παρακαλώ, να έρθει ο νταλικέρης, ο μετανάστης, ο εργάτης να την περάσουν ένα χέρι πούτσο.

  1. Από εδώ:

ena xeri ... poutso tha exoun faei apo ton efraim gia na pigenoun kai na zhtokravgazoun ekei

  1. Από εδώ:

ama se paroume oloi 8a psifisoume alla tora pou se perasane oi arapides 2 xeria poutso asto kalitera

  1. Από εδώ:

Φαίνεται οτι δεν φάγατε το βρωμόξυλό σας τις προάλλες στην Ομόνοια και είστε καβλωμένες για κάνα χέρι ξύλο και δέκα χέρια πούτσο...χαχαχαχα

  1. Από εδώ:

an me ksipnouse emena etsi tha tin travousa k ena xeri poutso !!kommataraa

Got a better definition? Add it!

Published

Ως προέκταση του εδώ ορισμού, να δώσουμε και μία τυποποιημένη αντίδραση περιλαμβάνουσα αυτήν την λέξη, με παρόμοια σημασία.

Απαντάμε «είσαι μερακλής», λοιπόν, σε τύπο ο οποίος εκφράζει γούστα τα οποία μας φαίνονται τουλάστιχον περίεργα, αποκρουστικά, έως και αποδοκιμαστέα, αλλά υπεκφεύγουμε ευθείας απάντησης και υπονοούμε κάτι στην γκάμα μεταξύ του «περί ορέξεως» και του «πρέπει να σε δέσουν».

Βλέπε και γειώσεις.

  1. - Ωπ! κοίτα ρε συ τη γκόμενα. Ινδή και ωραία, πώς κι έτσι.
    - Εμένα οι Ινδές μ' αρέσουν, φίλε.
    - Είσαι μερακλής.

  2. - Πήγα Ταϊλάνδη για διακοπές, πολύ γαμάτα ρε φίλε. Και γαμώ τις χώρες. Πολιτισμός, κουζίνα, φύση, τα πάντα.
    - Ασ' τ' αυτά. Κάνα αγοράκι γάμησες; Δεν αξίζει να πας Ταϊλάνδη και να μην ρίξεις και έναν.
    - Ε, είσαι μερακλής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηδονοβλεψίας που κάθεται και μαλακίζεται μπροστά στην κάμερα. Η λέξη βγήκε από το κεντρικό σάιτ για ηδονοβλεψίες www.shufuni.com.

Οι σουφουνιστές κάθονται με της ώρες και μαλακίζονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και μπορεί να χαλάσουνε μια περιουσία όταν μπαίνουν στο Πριβέ στα Πίπ σόου (οι τιμές είναι από 5-10$ το λεπτό). Πολλές φορές γλείφουνε και την κάμερα όταν η γκόμενα φέρνει το μουνάκι της κοντά στην κάμερα.

Ο Βασίλης είναι μεγάλος Σουφουνιστής, ούτε χτες ούτε σήμερα βγήκε έξω και σήμερα όλη τη μέρα μαλακίζεται με το Σουφούνι. Χτες είχε στραβολαιμιάσει, έγλυφε την κάμερα πάνω από 10' λεπτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία στα Σουηδικά. Χρησιμοποιείται πολύ από Έλληνες της Σουηδίας.

Σχετικά:
ρουνκουργώ: τραβάω μαλακία
ρουνκουργός: αυτός που κανει ρούνκα

  1. Βασίλη, είχες καλή ρούνκα σήμερα;

  2. (αντί για αντίο όταν αποχαιρετάμε κάποιον):
    - Καλή ρούνκα να 'χεις.

  3. Σας αφήνω τώρα παιδιά, έχω κάβλες και πάω να ρουνκουργήσω.

  4. Έλα ρουνκουργέ, τι κάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπασκετικό ιδίωμα, λέγεται όταν ένας παίκτης υποπίπτει σε βήματα. Επίσης: κάνω περίπατο, πηγαίνω σπίτι μου.

Και ναι, ο Σμιθ χόρεψε λίγο τσάμικο εκεί, σωστή η απόφαση του διαιτητή να σφυρίξει βήματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μαλάκας Της Υπόθεσης. Απλά και ξεκάθαρα.

Σε κάθε κωλοκατάσταση κάποιος είναι ο φταίχτης και κάποιος την πληρώνει... Αν τα παραπάνω δεν συμπίπτουν στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, τότε ο δεύτερος μπορεί να χαρακτηριστεί ως: ΟΜΤΥ.

- Άσε μαν, τι έπαθε ο Γιάννης...
- Τι ρε;
- Ε... ήθελε να κάνει δώρο στη γκόμενά του ένα ταξίδι στο Παρίσι και όχι μόνο πήρε εισιτήρια και έκλεισε και 5άστερο hotel, αλλά η κάργια τον χώρισε δυό μέρες μετά και πήγε με αυτόν που τον κεράτωνε για κανα μήνα...
- Ωωω ρε φίιιιλεεε.. πόσο ΟΜΤΥ πρέπει να νιώθει τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified