Ρεμαλιάζω, ραχατεύω, λουφάρω, φυγοπονώ (αλλά όχι έτσι), ξύνω τα αρχίδια μου συνεχώς και χωρίς ενοχές· γιατί μπορώ.

Αυτός είναι καφές!

- Δεν κοπροσκυλιάζω. ΑΠΕΡΓΩ! | ΤΡΟΛΕΑΤΖΗΣ ΗΛΠΑΠ®
(εδώ)

- Οι μόνοι που είναι στην κοσμάρα τους είναι οι αντιεξουσιαστές,που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα πανεπιστήμια και όταν βαρεθούν πετάγονται έξω,βαράνε 2-3 αστυνομικούς [...] και όταν έρθει η αστυνομία για να δει τι έγινε,ξαναγυρνάνε μέσα στο άσυλο και συνεχίζουν απερίσπαστοι την φραπεδιά και το σέρφινγκ στο διαδίκτυο
(εκεί)

- Ποιοί τραπεζίτες και ποιοί βουλευτάδες, ωρέ αμόρφωτοι! Αυτοί σας φταίνε; Τους φαρμακοτρίφτες δεν τους βλέπετε; Τα γερόντια που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα ΚΑΠΗ, ξεκοκκαλίζοντας συντάξεις και επιδόματα δεν τα βλέπετε; (παραπέρα - βλ. και πρώτο μύδι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περνάω το χρόνο μου αντιπαραγωγικά, με την έννοια ότι δεν κάνω απολύτως τίποτα. Ή, ακόμη καλύτερα, δεν κάνω τίποτα χρήσιμο σύμφωνα με τις διδαχές και τα κυρίαρχα δόγματα της προτεσταντοκρατούμενης Δυτικής κοινωνίας αλλά καταναλώνω τον χρόνο μου νωχελικά, αξιοποιώντας την ευκαιρία να μην κάνω τίποτα κουραστικό ή επίπονο, είτε πρόκειται για σωματική, είτε για πνευματική δραστηριότητα.

  2. Αφήνομαι σε ξέφρενη διασκέδαση, ασωτίες, ξενύχτια, αλητείες κλπ συναφή, εξίσου αντιπαραγωγικά όπως στην αποπάνω περίπτωση (για οποιονδήποτε άλλο πλην εμού πάντα). Τα κάνω όλα πουτάνα, κάνω τα χειρότερα, όλα είναι εδώ κι όλα είναι τώρα. Υπό αυτή την έννοια, προσεγγίζω το ρεμάλι με την κλασική και καθιερωμένη έννοια της λέξης.

Άμεσο παράγωγο του ρήματος είναι το ρεμάλιασμα, το οποίο μπορεί να είναι ατομική ή συλλογική δραστηριότητα, ή, ανάλογα με τις δύο περιπτώσεις του ορισμού, μη-δραστηριότητα.

Η λέξη χρησιμοποιείται με σκωπτική -ως επί το πλείστον- διάθεση, μακριά από τις αρνητικές συνδηλώσεις που έχει το ρεμάλι ως τύπος ανθρώπινου χαρακτήρα.

  1. Μου αρεσει που τα ξαναεφτιαξα με την πρωην....δεν μου αρεσει που δεν μπορω να ρεμαλιαζω με τους καφρους τους φιλους μου οπως πριν! (Από εδώ)

  2. ρεμαλι με κανει το οτι ρεμαλιαζω κανονικα μεχρι τα ξημερωματα, ντιρλιαζω, καπνιζω, χορευω, φωναζω, κλαιω, γελαω, αλλα πααααντα θυμαμαι τι εχω κανει!(αλλιως θα ημουν μια κλασσικη γκομενιτσα που χρειαζεται δικαιολογια το ποτο για να κανει οτι κανει και μετα θα ντρεπομουν κιολας.. ναι σιγα!) (Από εκεί)

  3. Λοιπον απο τοτε που γνωρισα τον blog-world καθε φορα που ρεμαλιαζω στον real-world αναρωριεμαι ποσοι απο οσους περνουν διπλα μου στο δρομο ή πινουν καφε στο απεναντι τραπεζι ή περνουν με το αμαξι απο μπροστα μου,μπορει να εχουν ενα δικο τους χωρο-οπως κι εγω-οπου εκφραζουν καποιες απ τις σκεψεις τους(;) (Από πιο ' κει)

  4. Καλημέρα με φιλιά! Δεν έχω πάει δουλειά σήμερα και έτσι θα σας βλέπω όλη μέρα. Ρεμάλιασμα στο full δηλαδή σήμερα, μια χαρά σε βρίσκω! Μετά από τη βραδινή έξοδο που έπαιξε ρεμάλιασμα σε ένα καφέ με την παρέα και το πολύωρο κάψιμο εδώ, στο fb, το ikariam και άλλα (όχι τα άλλα δεν είναι redtube και τα συναφή), θα χαιρετήσω για να απλώσω την κορμάρα στο κρεβάτι και να ταβλιαστώ! (Από παραπέρα)

(από Vrastaman, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε λούφα, τεμπελιάζω εν ώρα εργασίας φροντίζοντας να μη δίνω στόχο, εξαφανίζομαι την κατάλληλη στιγμή και αφήνω τους συναδέλφους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Αρμόζει ιδιαίτερα στις στρατιωτικές και στις δημόσιες υπηρεσίες.

  2. (μτβ.) Κλέβω, με ιδιαίτερη έμφαση στο λαθραίο της ενέργειας, υφαρπάσσω.

  3. Αποφεύγω την πληρωμή μιας οφειλής ή την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης.

  4. Περνάω, μεταφέρω, διεκπεραιώνω λαθραία.

  1. Εχω το προβλημα μου και εχω τους αναλγητους απο την υπηρεσια να με τρεχουν λες παω να λουφαρω με ψευτικο προβλημα
    εδώ

  2. μπήκα άοπλος
    στα πράσινα ντυμένος
    στο να λουφάρω άριστα εκπαιδευμένος
    πρωί πρωί
    και αγουροξυπνημένος
    να με τρέχει ένας καριόλης
    μόνιμα πορωμένος
    ένα-δύο
    ένα-δύο
    ένα-δυο.
    εδώ

  3. Ωραίο τασάκι, από το σταθμό το λούφαρες;

  4. ...free pass και σημερα στην Εγνατια....αν και η εταιρια ανακοινωσε για σημερα 18/10, γκραντ οπενινγκ με διφραγκο το περασμα,δεν υπηρχε θεμα...ανοιχτα....
    ..οσο ειναι ανοιχτα εγω, λουφαρω 8 ευρω την εβδομαδα,426 ευρω τον χρονο...παντα για προορισμο Κομοτηνη - Θεσ/νικη,ελα - πανε.....δεν θα πω μην σωσουνε να τα ανοιξουνε,γιατι θελουμε τον αυτοκινητοδρομο παντα ανοιχτο και καλυτερο.........και βεβαια να τα σκανε και ολοι οι διπλανοι μας,που στηριζουνε το εμποριο τους και στην Εγνατια....................
    εδώ

  5. Στο στρατοπεδο που με στειλανε (εβρο) δυστυχως δεν μπορεσα να γλιτωσω τον πρωτο μηνα στην εκπαιδευση του οπλιτη με τιποτα, απλως κοιτουσα να λουφαρω το κρανος. Μετα απο αυτο εκανα μια σκηνη οτι εχουν παθει τα νευρα μου επειδη χανω μαλλια και ζητησα να δω δερματολογο που ηξερα πως δεν ειχε η μοναδα. Με εστειλαν σε κεντρικο νοσοκομειο οπου μοστραρα παλι ολα τα χαρτια και ο τυπος (ταγματαρχης νομιζω, ιατρος φυσικα) μου δινει ελευθερο για 1 μηνα.
    εδώ

  6. Οι τράπεζες της Ευρώπης… λουφάρουν αποταμιεύοντας
    εδώ

  7. Έλεγα να λουφάρω κι εγώ την περιουσία μου στο εξωτερικό, αλλά οι ελβετικές τράπεζες δε δέχονται καταθέσεις σε μεγαλοφυΐα και ψυχικό πλούτο.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωφελούμενοι μάλλον από την παραπάνω παράφραση, οι οπαδοί της εν λόγω ομάδας υποστηρίζουν ενίοτε ότι ΜΠΑΟΚ= Μέγας Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.

- Γιατί λες ότι είσαι ΜΠΑΟΚ και όχι ΠΑΟΚ;
- Γιατί είμαστε ΜΕΓΑΣ Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών!!!

Ζμπαουγκτζής (από allivegp, 03/02/12)(από Khan, 12/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τεμπέλης.

- Ρε μαλάκα, τι έγινε με τον Μήτσο; Βρήκε δουλειά;
- Τι λε ρε, να βρει αυτός δουλειά τέτοιος ρούχλας που είναι...

Ρούχλας (από GATZMAN, 02/02/12)Ο Ρούχλας είναι Λα. (από Khan, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδός με εξαιρετικές ικανότητες στην εκτέλεση ασμάτων (< φωνή).

Οι εύκωλες φώνισσες φτάνουν στον κωλοφώνα (< κώλος + φωνή) της δόξας τους με απίστευτη ευκωλία. Βλ. και λήμμα από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

Ο φωνιάς ή η φώνισσα που πέφτει στην αφάνεια μετά από σύντομο μεσουράνημα ονομάζεται ψοφήμηετυμό είναι προφανής, μη με βάζετε να τα εξηγώ όλα).

Ε ωρέ μοντουλαίοι: Ως αναλφάβητος, για να κάνω τα πρώτα μου λίνκια έκαψα κύτταρα, οπότε και ράκος έγινα, και το λήμμα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο.
Εκ μέρους σας ελπίζω σε:
1. Kατανόηση
2. Μύδι (και όχι τίποτα άλλο, ομοιοκατάληκτο)
3. Γούτσου-γούτσου

- Πω ρε πούστη μου, τι αγριόμουνο είναι αυτή η καινούργια του μαγαζιού;
- Ναι, αλλά από φωνή γάμα τα. Το πετσόκοψε το άσμα, μιλάμε για φώνισσα.
- Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαλάκα, έτσι και την ξεμοναχιάσω πουθενά, νομίζεις οτι θα της διαβάσω Παπαδιαμάντη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαναγκάζω κάποιον υφιστάμενό μου.

- Έβαλε χέρι η τρόικα στο υπουργείο οικονομικών και μείωσε τις δόσεις εξόφλησης από 100 σε 24.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασφαλίτης. Και τα δυο δεν είναι φανερά εκ πρώτης όψεως και σκάνε εκεί που δεν το περιμένεις.

Μη πας για Νόβα στις καφετέριες γύρω από τον Ευκλείδη, είναι γεμάτες νάρκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι τα οικονομικά μας δεν πάνε καθόλου καλά.

Σλανγκ σύνθημα της παιδικής, προσχολικής ακόμη ηλικίας, που όμως παραμένει κοινός παρονομαστής και στην ενήλικη ζωή, ως τα βαθιά γεράματα και που έχει γίνει εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες που διανύουμε.

- Ήρθε η καινούρια ΔΕΗ με το χαράτσι φτού κι΄απ' την αρχή...
- Ακόμη δεν πληρώσαμε το προηγούμενο! Το ταμείον είναι μείον.

Στην αρχή (από Khan, 02/02/12)Παλιός καλός Μηλιώκας! Κάπου στην αρχή. (από Khan, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που ανδροφέρνει, η πολύ νταρντάνα, ενώ συγχρόνως προσπαθεί να διατηρεί την θηλυκότητα της.

Η Κέλλυ Κελεκίδου.

%

Διαχωρίζουμε την θέση μας, μια χαρά κοπέλα η Κέλλυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified