To eπιφώνημα αυτό, δηλωτικό στοιχειώδους νοητικής διεργασίες την οποία διέρχεται ο εγκέφαλος του ομιλητή, εσχηματίσθη κατά το μούμπλε μούμπλε, το οποίο και αντικατέστησε στις αρχές του 21ου αίωνα.
Σημαίνει είτε «ψάχνω στο google», είτε «ψάξε στο google» όταν αναφέρεται σε δραστηριότητα, ενώ όταν αναφέρεται σε εσωτερική διεργασία περιστρέφεται γύρω από τα ερωτήματα «πως μου το είπε μωρέ» ή «πως το λέγανε» ή ακόμα χειρότερα «τι ήθελα να ψάξω;» που είναι και οι μόνες μορφές αυτοδιερώτησης και γενικά σκέψης που έμειναν στον άνθρωπο μετά την εφεύρεση του παντοδύναμου και πανθορόντος ψαχτηρίου.

- Ρε συ, πως τον λέγανε αυτόν που πέθανε στο σταυρό, θρησκεία κι έτσι;
- Χριστέ και παναγία μου, ψάξε στο google, τι με ρωτάς...βάλε σταυρός, θάνατος....
- Mμμμ, γούγλε γούγλε....

Το γούγλε σε 20 χρόνια (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη έκφραση που απαντά κυρίως ως «μη μου λες εμένα ιστορίες για γρίους» ή « τι' ν ' αυτά που λες + [αυτά που λέει] + και ιστορίες για αγρίους...». Η φράση είναι ένας σχετικά ευπρεπής τρόπος να πεις «μη μου λες μαλακίες», «άσ' τα σάπια σάλια», δλδ. μη με δουλεύεις. Εκφέρεται μάλλον με θυμό και σε περιβάλλοντα (πχ. εργασιακά) όπου πιο ηχηρές εκφράσεις αποδοκιμάζονται.

Η φράση προφανώς προέρχεται από την εποχή όπου ναυτικοί, εξερευνητές, πειρατές και αργότερα ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι κλπ πουλούσαν στον κόσμο φανταστικές «ιστορίες για αγρίους», φαντασιοπληξίες δηλαδή για άγριες φυλές και τα φοβερά και τρομερά που τις είδαν να κάνουν*.

Αυτό το «για αγρίους» βέβαια, μπορεί κανείς να το εννοήσει -εσφαλμένα πάντως- όχι μόνο ως «σχετικά με αγρίους», αλλά και ως «προορισμένες για αγρίους», παιδαριώδεις δικαιολογίες που μόνο αγρίους θα μπορούσαν να πείσουν, που η αξία τους μετριέται σε χάντρες και καθρεφτάκια, προσβλητικές για τη νοημοσύνη του χρήστη της φράσης.

Και τα δυο νοήματα φυσικά αλληλεπιδρούν πολλαπλασιαστικά αυξάνοντας δύναμη της φράσης...

Αξίζει να σημειωθεί παρεκβατικά ότι την ελληνική ανεκδοτική slang έχουν εμπλουτίσει διάφορες φυλές ιθαγενών: οι Μάο Μάο, οι Ζουλού, οι Παπούα, ενώ εντός και εκτός ανεκδότων συναντά κανείς τη μοναδική φυλή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της ελληνικής επικράτειας, τους Ούγκα Μπούγκα, από την ευχρηστότατη ρίζα ουγκ. Οι δε κουλτουριάρηδες έχουν τη δική τους αγαπημένη άγρια φυλή, τους Λιλιπούα.

*ώσπου η σύγχρονη κορέκτ ανθρωπολογία μάς είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν / είναι τελικά και πολύ διαφορετικοί από μας τους δυτικούς, με τη διαφορά ότι είναι εντελώς διαφορετικοί...

υπάρχει ένα ωραίο τραγούδι του Μαραγκόπουλου με αυτόν τον τίτλο, και ρεφρέν:

μου λες ιστορίες για αγρίους
και κακούς μακρινούς συγγενείς
μ' απ' του έρωτα τα βέλη
δεν τη γλύτωσε κανείς...

ή κάπως έτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: ερώτηση-προτροπή προς τη σεξουαλική παρτενέρ για συνέχιση της σεξουαλικής πράξης με πρωκτική διείσδυση. Η φράση προφέρεται κατά κανόνα όταν έχει επέλθει σχετικός κορεσμός της εκ της κολπικής συνουσίας προσφερόμενης ηδονής.

- Λίλιαν κάβλα μου, να συνεχίσουμε εδώ ή στη στενή;
- Όπου θέλεις άντρακλά μου...

(Slangos Δράκος είμαι, ό,τι θέλω γράφω...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από εργασιακό χώρο και είναι φυσικά αυτοαναιρετική: κάποιος σου ζητάει μια χάρη ή βοήθεια πάνω στη δουλειά (ημι-φιλικό χώσιμο). Εσύ προσποιείσαι αρχικά τον ικανότερο, συναδελφικότερο και σεμνότερο των υπαλλήλων, τον υπερανθρώπινο πόρο Γουίνστον Γουλφ, λέγοντάς του αυτό το δωρικά ανακουφιστικό και απέριττα μεγαλοπρεπές «Άσ' το!».

Μετά έρχεται η σκληρή αναίρεση-προσγείωση με το «κάν' το συ»... και τέλος! ολωνών έχει πήξελιάσει το μουνί. Άντε να 'ούμε, έχετε βρει το μαλάκα μου φαίνεται...

Περικλής: - Ρε Βαγγέλα, να σου πω ρε φίλε δυο λεπτά, πάμε στην κουζίνα...(Κουζίνα)... Λοιπόν, ρε συ, δε με φτάνανε όλα τα άλλα, μ' έβαλε να φτιάξω και το μπάτζετ για την Μποτάκης - Κορδόνη
Βαγγέλας: - Ε;
Π: - Ε, ναι ρε συ, ξέρεις ότι εγώ με τα μπάτζετ δεν το 'χω, όχι τίποτ' άλλο ρε φίλε, αλλά άμα δε φύγει το ρηπόρτ θα πάρουμε φράγκα όλοι στο αγελαδοκούρεμα... Εσύ τώρα είσαι πιο χαλαρός σ' άκουσα που τό 'λεγες ρε συ, και το 'χεις με τα οικονομικά... ξέρω γω να 'ούμε...;;;
Β: - ... Άστο...
Π: - ... Λες ρε φίλε... δηλαδή, τό' χεις;... τι άσ' το;
Β: - Άσ' το λέμε... κάν' το συ!
- ...
Π: - Έ, α γαμήσου ρε μαλάκα, εγώ φταίω που σου μιλάω, αφού όλη μέρα ρε τρόμπα στο σλάνγν τζηαρ είσαι, μαλάκα...
Β: - χμμμμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των αναρχικών. Βασικά η φράση είναι κυριολεκτική και προκύπτει από το γεγονός ότι στις συγκεντρώσεις, πορείες, συνελεύσεις κλπ, το σχετικό ξήλωμα για το μάζεμα χρημάτων (για αφίσες, δικηγόρους συλληφθέντων κλπ) γίνεται μέσα σε ένα κράνος που περνάει γύρω γύρω στους / στις παρευρισκόμενους /-ες.
Το κράνος συνήθως είναι για διάφορους λόγους ό,τι πιο πρόχειρο υπάρχει σε δοχείο στις εν λόγω συναθροίσεις, μετά τα κουτάκια μπύρας, που όμως δεν προσφέρονται. Λειτουργεί σαν κινητό παγκάρι (ευαρεστηθείτε να τσοντάρετε παρακαλώ...).

- Ποιος μαζεύει τα λεφτά ρε συ;
- Θα περάσει κράνος είπανε...
- Καλά, εγώ τηγκανά... δώσε και για μένα...
- Α ρε κουνάβι τζαπατίστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζουν οι μετανάστες (κυρίως Πακιστανοί, Αφγανοί και Άραβες) την θεσμοθετημένη κυριακάτικη συνεύρεση με τις μαύρες Αφρικανές πόρνες του κέντρου.

- Που 'σαι ρε Αμίρ, καμπαρντινούλα βλέπω, σε είδε ο Αλλάχ δικέ μου....
- Σήμερα Κυργκιακή, έκει μουνί τσοκολάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι γενικά το βρεγμένο στουπί, όπως λ.χ. αυτό με το οποίο καθαρίζουν τα παρμπρίζ στα φανάρια, ή τα παρκέ στα γήπεδα μπάσκετ... Για τους υδραυλικούς είναι κάτι άλλο. (βλ. παράδειγμα 1)

Μια ακόμα ειδική χρήση της λέξης (παράδειγμα 2) αφορά σε σβώλο από βρεγμένο χαρτί υγείας, πλασμένο στο χέρι, τέτοιο που να έχει σφιχτή, υγρή και κολλώδη υφή. Η μαλαστούπα αυτού του είδους βρίσκεται μεταξύ των πάμπολλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως βλήματα εναντίον συμμαθητών και καθηγητών στα σχολεία.

Ετυμολογία: Ενδεχομένως το μάλα- να είναι από το ιταλικο «μάνο» = χέρι. Η συμβολή άλλων απαραίτητη.

Η συγκεκριμένη σχολική χρήση της λέξης από Χανιά (χρησιμοποιείται αλλού;).

1) ...για όσους δεν ασχολούνται με υδραυλικά (κακώς) είναι η βεντούζα με τη λαβή που ξεβουλώνει νιπτήρες...
(από φόρουμ των φοιτητών ΤΕΙ Θεσσαλονίκης)

2) - Όχι ρε πούστη μου, έμεινε η μαλαστούπα στον τοίχο, θα μείνω από απουσίες ρε μαλάκα, όχι ρε γαμώτο....

Στούπα στο Νεπάλ (από poniroskylo, 27/11/08)Απαράδεκτοι - Στο 1:30 η μαλαστούπα! (από Cunning Linguist, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδεχομένως ο πλέον διαδεδομένος όρος της καθομιλουμένης για την περιγραφή ατόμων, πραγμάτων, πράξεων και καταστάσεων που είναι κακής ποιότητας, γελοία, γραφικά, αποτυχημένα, ανάξια λόγου, χωρίς συνοχή, ατυχή, άθλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται για οτιδήποτε θα ενέπιπτε και στην κατηγορία του μαλάκα και των παραγώγων του, με το συναισθηματικό τόνο ωστόσο στο «τραγικός -ή -ό» να βρίσκεται στο φάσμα της απαξίας σε βαθμό θλίψης και λύπησης που αυτός -ή -ό προκαλεί, παρά της οργής και της αποστροφής, όπως στην περίπτωση του «μαλάκα». Ενέχει φυσικά αυτό που οι Γιαλόμες θα ονόμαζαν ενσυναίσθηση, το να μπαίνεις δηλαδή στη θέση του άλλου και να αισθάνεσαι την αθλιότητα της θέσης του, κάτι που δεν ισχύει με το μαλάκα.

Φυσικά η σλανγκ είναι μετάλλαξη της συμβατικής έννοιας που η λέξης έχει και στα νεοελληνικά, όπου τραγικός είναι κυρίως αυτός που υφίσταται ή προκαλεί συμφορές.

1) - Καλά ρε μαλάκα, πάλι ρε μ' έστησες...ε, τι να σου πω τώρα, είσαι τραγικός...

2) Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης / είμαι σε μια φάση τραγικήήή!

γνωστό άσμα αγνώστων λοιπών στοιχείων....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Φιλάκι;» με ερωτηματικό/παραινετικό τόνο και με υπόδειξη του πλαϊνού της σιαγόνας, είναι μια σαχλαμαρίτσα που μπορεί κανείς -αρσενικός- να πει για χαβαλέ στο συνομιλητή του -επίσης αρσενικό-, όταν μόλις του έχει κάνει ή πει κάτι που τον έχει εκνευρίσει πολύ (π.χ. χώνεις κάποιον για δουλειά, ή την έχεις βγεις από πάνω με μεγαλείωδη τρόπο σε κάποιο θέμα, γενικά τον έχεις κάνει να φάει ήττα και να σπαστεί με αυτό, και μετά με πολύ γλυκό τρόπο του ζητάς το «φιλάκι» της συμφιλίωσης, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο). Είναι αρκετά ηδονικό να το κάνεις μπροστά στη χολωμένη μάπα του άλλου. Αυτή η γλυκούτσικη χειρονομία προέρχεται από την κουλτούρα του γουτσισμού, ενδεχομένως και του παιδαγωγικά απαράδεκτου γουτσισμού μεταξύ γονέων και τέκνων.

Φυσικά, όσοι το λέμε -μεταξύ αυτών και εγώ- πιθηκίζουμε -ακόμη...- το Vinz (Vincent Cassel), που το έλεγε στον Saïd (Saïd Taghmaoui), στο «Μίσος» του Κασοβίτς.

- Ε γάμησε με ρε μαλάκα, πουτάνα η Μαρία, ψώλα η Μαρία... μαλάκα, ε μαλάκα... στ' αρχίδια μου στο κάτω κάτω...
- Σε πειράζει φίλε μου βλέπω... η αλήθεια πονάει... στις δυο βδομάδες απάνω την έλεγες «ο άνθρωπος μου» να σου θυμήσω... εγώ στα 'λεγα...
- Ναι ρε μαλάκα, με πειράζει, τι θες τώρα να 'ούμε...
- Τίποτα τίποτα... φιλάκι;

στο μυαλό των ηρώων (από xalikoutis, 01/12/08) (από xalikoutis, 22/10/09)(από xalikoutis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published