Το ρήμα ψωνίζω, όπως λέγεται στην Κρήτη. Από το /πσ/ αντί του -ψ-. Αν, πχ, γραφόταν με πσ- και προφέραμε ένα ένα τα γράμματα, νάτο. Όταν το πρωτάκουσα πέθανα στα γέλια, το θεώρησα απλώς καταπληκτικό (τελείως παιδιάστικο δε) κι έκτοτε το χρησιμοποιώ σταθερά, κυρίως όταν πρόκειται για πουσούνισμα ρούχων κλπ (θέλω να πω όχι τόσο για είδη πρώτης ανάγκης).

- Πού έχει πάει η Στέλλα ρε πούστη μου και όλη μέρα λείπει; Την χρειάζομαι επειγόντως.
- Α, καλά. Έχει πάει να πουσουνίσει. Δεν την βλέπω να επιστρέφει πριν από τις 9:30...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέπλυμα, η πολύ άχαρη γκόμενα, η χλωρίνη, η ξενέρωτη.

Λέγεται για γυναίκες οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν υπόσταση, τόσο άχρωμες και άοσμες είναι, σαν το ρούχο που έχει ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα χωρίς όμως να έχει την γοητεία του «used». Η ξεπλένω συνήθως μοιάζει με ανολοκλήρωτο έμβρυο, δηλαδή κάτι λείπει από τα χαρακτηριστικά της -δεν διαθέτει, πχ, ούτε καν την παιδική και ανώριμη εμφάνιση της λολίτας. Είναι φυσική ξανθιά, ξερακιανή, πουλόμορφη, με ίσιο συνήθως λιγδιασμένο μαλλί που έχει σκοτεινιάσει κάπως με την πάροδο των χρόνων, άβαφη, με καλό δέρμα (που λάμπει κάπως, όπως το έχουν οι καλόγριες), άτριχη, μυρίζει αγνότητα γιατί καμία κατάχρηση δεν έχει περάσει από πάνω της ή από μέσα της.

Δεν είναι όμως μόνο θέμα εμφάνισης αλλά και προσωπικότητας. Η ξεπλένω είναι αυτή που δεν θα σου σφίξει ποτέ το χέρι αλλά θα το αφήσει να πέσει ιδρωμένο μέσα στο δικό σου όταν χαιρετηθείτε, η φωνή της περνά απαρατήρητη, το βλέμμα της είναι άδειο, η ζωή της αδιάφορη στους πάντες. Απλώς υπάρχει και όλοι απορούν γιατί, καθώς και τί μπορεί να νιώθει αυτή από τη ζωή.

Βέβαια, επειδή πολύ συχνά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, η ξεπλένω μπορεί να αποδειχθεί μέγα βίτσιο στο γαμήσι, να είναι, πχ ουρολάγνα (για να μη μιλήσουμε πάλι για σκατά), να θέλει πολύ ξύλο, να προκαλεί, τέλος πάντων με αναπάντεχο τρόπο τον παρτενέρ της, αν ποτέ βρεθεί κανας τέτοιος στο κρεβάτι της. Αλλά μπα, δε νομίζω ούτε κι αυτό να ισχύει.

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος ταιριάζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο σε γυναίκες άνω των σαράντα, στην ηλικία δηλαδή κατά την οποία έχει πια φανεί για τα καλά η προσωπικότητα στο πρόσωπο. Αν λοιπόν τότε δεν διακρίνουμε τίποτα μα τίποτα στη φάτσα μιας γυναίκας, έχουμε να κάνουμε με ξεπλένω χίλια τα εκατό.

Συχνά απαντώνται κάτι τέτοιες στα ΒΠ ή σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, αλλά και στην ΚΝΕ βεβαίως βεβαίως, στην βουλή (δεν θα τις πω, δεν θα τις πω), στο διπλωματικό σώμα, ανάμεσα στις αεροσυνοδούς, στα ταμεία των σουπερμάρκετ, άμα ψάξετε καλά θα βρείτε και αλλού.

Η λέξη, μέχρι τα τώρα, δεν έχει πληθυντικό.

Την πουτσίσαμε, μεγάλε... Ψηφίσανε για πλάκα οι μαλάκες την Αλίκη για πρόεδρο της τάξης και τώρα αυτή την ξεπλένω θα την έχουμε στην καμπούρα μας για μια ολόκληρη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν προτροπής του αγαπητού συναδέλφου Βράσταμαν (βλ. σχόλια στο Μπεν Χουρ), αποφάσισα να καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο καθίσταται με αυτόν τον τρόπο σύμβολο των ταλαιπωρημένων ξένων ονομάτων που ηχούν «πρόστυχα» στο ούτως ή άλλως πρόστυχο ελληνικό αυτί / μυαλό και, ωσεκτουτού, παραποιήθηκαν ώστε να αποφευχθεί κάθε είδους παρεξήγηση.

Τα ονόματα αυτά αν καταγράφονταν με την «κανονική» τους προφορά θα παρέπεμπαν σε σκατά, γαμήσια και σε χίλια δυο άλλα τέτοια προσφιλή μεν, αλλά μη κορέκτ, θεματάκια. Έτσι λοιπόν οι μεταφραστές (και αυτό είναι πολύ παλιά ιστορία) σκέφτηκαν το εξής σοφό: αφού έτσι κι αλλιώς η προφορά δεν πρόκειται να είναι ποτέ 100% ακριβής στην απόδοσή της (πχ το γερμανικό ή το αγγλικό -h- δεν προφέρονται ποτέ σωστά γιατί στη γλώσσα μας δεν έχουμε τέτοιον ήχο), τι χάνουμε να την παραλλάξουμε λίγο ακόμα ώστε ο κακομοίρης ο Χέστον, πχ, να αποκαλείται στην ελληνική με κάπως αξιοπρεπέστερο όνομα και δη ιδιαιτέρως αμερικάνικοπρεπές, όπως το Ίστον (Ήστον);

Έτσι λοιπόν έγινε και τον χέσαμε τον Χέστον και τον καθωσπρεπίσαμε μετατρέποντάς τον σε Ήστον. Ακολούθως, όπως πολύ σωστά είπε πάλι ο Βράσταμαν, «στη σειρά Lucy ο προϊστάμενός της λεγόταν Mr Moonie, αλλά οι υπότιτλοι της ΥΕΝΕΔ το απέδιδαν ως κύριος Μόνεϋ» και βεβαίως να μην ξεχνάμε και τον συγγραφέα Herman Hesse ο οποίος, εννοείται, κουτσουρεύτηκε και έγινε Χέρμαν μεν, Έσσε δε. Δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Οι λύσεις αυτές εν μέρει δικαιολογούνται, αλλά τι να κάνουμε που το αποτέλεσμα είναι γελοίο και τελικά δεν σώθηκε το πράμα γιατί, ακόμα κι αυτός που δεν ξέρει, θα θελήσει κάποια στιγμή να κάνει πλάκα και να παραποιήσει με τη σειρά του τα ονόματα αυτά, οπότε θα πεί Χέστον και Χέσε και Μούνεϊ, λέγοντας καταλάθος το σωστό.

Θα θυμηθώ κι άλλα, όμως παρακαλώ σας να συμπληρώσετε τη λίστα (στα σχόλια) αν σας έρθουν στο μυαλό!

- Τι διαβάζεις τώρα;
- Τον «Λύκο της στέπας».
- Ποιανού είναι αυτό;
- Του Χέσε.
- Έλα λέγε.
- Του Χέσε, σου είπα.
- Άντε γαμήσου μωρή μαλακισμένη, αν με ξαναρωτήσεις εμένα κάτι, χέσε με.

Jacques Poustis (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή η μία σημασία της λέξης συγκαταλέγεται στις ρατσιστικότερες του παγκοσμίου λεξιλογίου, δεν νομίζω να βρει εύκολα κανείς το θάρρος να την καταθέσει σε λεξικό έβερ -αν και, αντικειμενικά θά 'πρεπε, αλλά δεν θα το κάνω εγώ. Παρακάμπτω λοιπόν αυτήν την έτσι κι αλλιώς πλάγια κατάθεσή της, για να πω ότι:

Σαπούνι είναι μια επί δεκαετίες δοκιμασμένη μέθοδος ψυχικής κάθαρσης και λύτρωσης από τα ανομήματα, στην οποία καταφεύγει καθημερινά κάθε οικοκυρά ή / και παραπουλεύτρα ή ξεσκατώστρα που σέβεται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια μιλάμε για την σαπουνόπερα, αποπαίδι της ευτελούς λογοτεχνίας και του εύπεπτου θεάματος, τα οποία ανέκαθεν ηδονίζανε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου, και όχι μόνο! πληθυσμού. Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό soap opera που σημαίνει το ίδιο πράγμα και λέγεται έτσι γιατί, τι άλλο παρά τα απορρυπαντικά χαρακτηρίζει πληρέστερα την φασίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες έχουν την τηλεόραση (παλιότερα το ραδιόφωνο) αναμμένη ώστε να κάνουν τη δουλειά τους πιο ευχάριστη, κλαίγοντας με αδιέξοδες συναισθηματικές καταστάσεις;

Η σαπουνόπερα διατηρεί άσβεστη τη φλόγα της αυτοκαταστροφικής διάθεσης του ανθρωπίνου γένους σύμφωνα με την οποία καμία προφητεία δεν είναι δυνατό να είναι θετική ή χαρούμενη, καμία πρακτική ή εσωτερική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ενάντια στον θάνατο, αλλά να που, με αυτό το κακό στο κεφάλι μας, παράγουμε όχι μόνο σαπούνια κάθε τύπου αλλά, ευτυχώς, υψηλή τέχνη και παρηγορήτρα επιστήμη. αατα για σήμερα.

- Πάμε να τσιμπήσουμε κάπου μετά τη δουλειά;
- Α, δε μπορώ, αρχίζει το σαπούνι στις πέντε και ίσα που προλαβαίνω!

μια μάλλον ορθότερη εκδοχή για την προέλευση του όρου αναφέρεται από το πονηρόσκυλο, βλ. σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία νέας κοπής. Αποδεικνύει περίτρανα στον νεοελληνικό πατρογονόπληκτο πληθυσμό πως τα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο αυτόν δεν αποκλειόταν να είναι πούστηδοι. Όταν λοιπόν κάποιος μας αμφισβητεί επειδή είμαστε αδερφάρα, οφείλουμε να του απαντήσουμε χρησιμοποιώντας τη ρήση αυτή κι έτσι είναι εγγυημένο ότι θα τον αποστομώσουμε.

Επίσης το λέμε για παρηγοριά όταν, με μεγάλη μας πικρία, διαπιστώνουμε ότι κάποιο είδωλό μας είναι τελικά κι αυτός μεγάλη πούστρα.

  1. - Ρε φίλε, νά' σαι καλά... μπορεί να είσαι μεγάλη αδερφάρα, αλλά αυτό που σκέφτηκες μας έλυσε τα χέρια...
    - Εμ να, για να μη λες. Εξάλλου, μην ξεχνάμε πως κι ο Σωκράτης ο σοφός, πούστης ήτανε κι αυτός.

  2. (πιπίνι σε άλλο πιπίνι)
    - Ρε να πάρει, το ήξερες εσύ ότι ο Σεργιανόπουλος ήταν πούστης;
    - Ε ναι ρε φιλενάδα, τα είπαμε, την έκαιγε τη βάτα ο τύπος, ξεκόλλα!
    - Μα δεν του φαινότανε ρε συ...
    - Μη χαλιέσαι μωρέ, δεν πειράζει, κι ο Σωκράτης ο σοφός πούστης ήτανε κι αυτός!
    - Στο μουνί μου ο Σωκράτης, εμένα ο Σεργιανόπουλος μου άρεσε.

Ο Σωκράτης αποθαρρύνει τον Αλκιβιάδη από τον στρέιτ έρωτα (από Khan, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση που πηγάζει από ανέκδοτο γεννημένο μέσα στα σκυλάδικα (βλ. παράδειγμα 1). Λέγεται όταν, ως κομπλεξάρες, ευχαριστούμε πικρόχολα κάποιον για την κακιούλα που -καταλάθος ή ξεπίτηδες- μόλις μας ξεστόμισε (βλ. παράδειγμα 2). Η ατάκα έχει πλάκα και έχει μείνει στην ιστορία μάλλον επειδή έχει να κάνει με τον περίφημο τραγουδιάρη Λάμπη Λιβιεράτο για τον οποίον προφανώς ό,τι και να ειπωθεί σηκώνει γέλιο.

  1. Ο Λάμπης Λιβιεράτος τραγουδάει σε ένα κέντρο. Στο πρώτο τραπέζι πίστα κάθεται φανατικός θαυμαστής του, εντελώς τελείως λιώμα, και του φωνάζει:
    - Γεια σου ρε Μπάμπη!
    Ο Λιβιεράτος κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Ο λιώμας ξαναφωνάζει μετά από λίγο:
    - Είσαι μεγάλος, ρε Μπάμπη!
    Γίνεται αυτό καναδυό φορές ακόμα ώσπου ο Λιβιεράτος τα παίρνει και, διακριτικά, σκύβει στο τραπέζι και του λέει, με τα δόντια σφιγμένα:
    - ΛΑμπης...
    Και απαντά ο τύφλας, όλος χαρά:
    - Και συ λάμπεις, Μπάμπη!!!

  2. - Τι έγινε ρε Στέλιο; Παχύναμε, παχύναμε; Βλέπω πατσοκοιλίτσα ή μου φαίνεται;
    - ...και συ λάμπεις, Μπάμπη!

(από ironick, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάλι από παλιά διαφήμιση, αλλά δεν θυμάμαι πια το προϊόν. Λάδι ήντουνα, ή απορρυπαντικό πιάτων; Ή μήπως κάτι σε μινέρβα, φυτίνη ή βιτάμ; Πάντως η γιαγιά Ευτυχία (θα σας εξηγήσω άλλην ώρα τον συμβολισμό του ονόματος αυτού, είναι τόσο δύσκολο που δεν θα μπορέσω εδώ, θα πάρει πολύ), η γιαγιά Ευτυχία λοιπόν έδωσε για άλλη μια φορά τα φώτα της γνώσης της και της πολύχρονης εμπειρίας της σε όλη την οικογένεια. Αυτό είναι το ρεζουμέ και έτσι χρησιμοποιούμε την έκφραση όταν θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον οποιονδήποτε συνομιλητή μας για το σοφόν και το σαφές της ρήσης του. Το λέμε δε και λίγο τραγουδιστά και γυναικεία: «α!-κριβώως,γιαγιαευτυχίααα...»

- Ε, και μη μου πεις, άμα βάλεις και λίγο δενδρολίβανο στο ψάρι, του πάει πολύ αλλά και του διώχνει την ψαρίλα.
- Ακριβώς, γιαγιά Ευτυχία...
- Κόφ' το δούλεμα και πιάσε το τσικάλι να δούμε αν έμαθες τίποτα.

βλ. και διαφημιστικά μιμίδια / μιμήδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των αθάνατων έιτιζ, βεβαίως βεβαίως. Διαφημιστικό σλόγκαν του πρακτορείου ταξιδίων Μάνος (πάει, έκλεισε να πάρει!). Το βαθύ νόημα της έκφρασης είναι το εξής: προτιμάτε να ταξιδεύετε μόνος ή με το πρακτορείο Μάνος; Φοβερό το δίλημμα. Να σε φάει η μαύρη μονάξια στα εξωτερικά, να ξοδέψεις μια περιουσία και να κινδυνεύεις να πάθεις κάτι κακό (ή έστω να γίνεις / νιώθεις ρεντίκολο), ή μήπως να το ξανασκεφτείς και να χωθείς σε κάποια από τα απεχθή αυτά μπουλούκια που ταξιδεύουν φτηνιάρικα και κοπαδηδόν και δεν βλέπουν τίποτα από τα μέρη όπου τους πηγαίνουν;

Η έκφραση χρησιμοποιούνταν μεταφορικά και πάντως τώρα πια πρέπει να έχει ξεχαστεί. Ανέκαθεν ήταν λίγο ώς πολύ ξενέρωτη.

Συνάντηση δύο φίλων που έχουν καιρό να τα πουν.
- Επ, τι έγινε ρε μεγάλε;
- Βρε βρε βρεεεεε!
- Τι κάνεις; Πώς είσαι;
- Μια χαρά, εσύ;
- Νταξει, καλά. Τι άλλα; Μόνος ή Μάνος;
- Μόνος, μόνος! Ζω το εργένικο όνειρο.

Και μόνος (πολιτικά) και Μάνος (από GATZMAN, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βγήκε από παλιό ανέκδοτο (βλ. παράδειγμα 1) και η οποία τονίζει την απλή έκφραση «αρχίδια». Είναι διπλής σημασίας. Αφενός δηλώνει ένδειξη υποτίμησης προς τον συνομιλητή μας, αφετέρου σημαίνει ότι γνωρίζουμε το ανέκδοτο άρα και το πόσο μαλακία είναι να ειρωνευόμαστε τον συνομιλητή μας αυτόν αφού κατά βάθος συνειδητοποιούμε ότι μας λέει κάτι το σωστό.

  1. Μια κυρία ψάχνει να βρει ένα σκυλάκι για το σπίτι το οποίο να έχει κάτι το ξεχωριστό. Της δείχνουν από δω κι από κει πολλά. Το ένα ξέρει να διαβάζει, το άλλο να κάνει ζαπ στα κανάλια, το τρίτο να κάνει τούμπες στον αέρα, κανένα δεν της κάνει. Τελικά της φέρνουν ένα πολύ μικρούλι.
    - Και τι να το κάνω αυτό εδώ;
    - Α, κυρία μου, της λέει ο μαγαζάτορας, όλα κι όλα. Το σκυλάκι αυτό ξέρει πολεμικές τέχνες. Δεν έχετε παρά να του πείτε τη λέξη «καράτε» μαζί με το αντικείμενο που θέλετε να σπάσει. Να: «Τραπεζάκι καράτε!» -και το σκυλάκι σπάει στα δύο ένα τραπεζάκι... «Κρεβάτι καράτε!» και κόβει στα δύο ένα ολόκληρο κρεβάτι...
    Η κυρία ενθουσιάστηκε.
    - Προσέξτε μόνο πότε θα λέτε αυτή τη λέξη! της λέει ο τύπος.
    Πήρε λοιπόν το σκυλάκι η κυρία και το έφερε σπίτι. Μόλις το είδε ο σύζυγός της, έβαλε τα γέλια.
    - Τι περίληψη σκύλου είναι αυτή που έφερες!
    - Ναι, αλλά ξέρει πολεμικές τέχνες.
    - Μπα;
    - Ναι, ξέρει καράτε.
    - Καράτε;! Κααλά! Αρχίδια καράτε...

  2. - Μαλάκα, μην μπεις πιωμένος στα κύματα, θα σε μαζεύουμε όπως τους τουρίστες, κανόνισε!
    - Αρχίδια καράτε ρε μεγάλε, σιγά τι ήπια και σιγά και το κύμα...
    (η συνέχεια στα επείγοντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified