Ένα από τα ψευδοαγγλικά ψευδογερούνδια του στρατού, που δηλώνουν αγγαρείες ή άλλες δραστηριότητες, όπως τα αντιγόπινγκ κοντρόλ, γόπινγκ, έρπινγκ, κάλινγκ, λούφινγκ, πευκοβελόνινγκ, πύλινγκ, τσάπινγκ, φύλλινγκ κ.ά. Εν προκειμένω αναφέρεται στο να κάνεις ατέλειωτες σκοπιές και σκοπέτα ως σκοπάνθρωπος.

  1. Η ποιότητα της εκπαίδευσης είναι σκόπινγκ, γόπινγκ, τσάπινγκ και άλλα γερούνδια αγγαρείας, αλλά όχι βολές, που χρειάζονται. (Εδώ).
  2. Το βύσμα είναι αυτό που συντηρεί ακόμα το θεσμό της υποχρεωτικής θητείας στην Ελλάδα. Αν δεν υπήρχε αυτό, τότε οι προνομιούχοι θα έβρισκαν άλλους τρόπους να μην υπηρετούν, τρόπους πιο εμφανείς απ' την ψευτο-θητεία και άρα πιο εξοργιστικούς για όσους αναγκάζονται να λιώνουν στο σκόπινγκ, το γόπινγκ και το πευκοβελόνινγκ επί 12μηνο. Οι αντιδράσεις που τώρα ναρκώνονται με ενέσεις ρουσφετιών, θα εξανάγκαζαν τους πολιτικούς να καταργήσουν την υποχρεωτική θητεία για πάντα. Το αποτέλεσμα της επαγγελματοποίησης? Είναι γνωστό στους στρατιωτικούς και οικονομικούς κύκλους ότι οι επαγγελματικοί στρατοί έχουν πολύ μεγαλύτερο λόγο απόδοσης/κόστους απ' τους στρατούς κληρωτών. Με άλλα λόγια η πλήρης επαγγελματοποίηση του ελληνικού στρατού και πιο ισχυρό θα τον έκανε και θα μείωνε το βάρος στην οικονομία. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδίωμα του στρατού είναι λολοπαίγνιο με τη σκοπιά και το shopping therapy. Σημαίνει έναν σκοπάνθρωπο που κάνει ατέλειωτες ώρες σκοπιά, μάλλον επειδή βαράει σκοπέτο και στη θέση κάποιων βυσματωμένων.

Αυτές όμως οι ατέλειωτες ώρες σκοπιά έχουν δίκην παράπλευρης συνέπειας ως αποτέλεσμα και ένα είδος θεραπείας που ομοιάζει, θα λέγαμε, στην ταβανοθεραπεία ή ταβανοσκόπηση. Εννοούμε ότι καθ' όλον αυτόν τον ατέλειωτο χρόνο, το κωλοφάνταρο θα βρει την ευκαιρία να μείνει μόνος με τον εαυτό του, χωρίς περισπασμούς, χωρίς πειρασμούς, οπότε θα μπορέσει να κάνει ενδοσκόπηση, να σκεφτεί τη ζωή του, να σκεφτεί τις προηγούμενες επιλογές του, καθώς και τι θέλει από το μέλλον του, να κάνει ένα γενικότερο αυτοψυχοψάξιμο βρε αδερφέ. Για πολλούς φαντάρους εξάλλου η θητεία τίθεται σε ένα διάλειμμα μεταξύ προγενέστερων σπουδών και μιας μελλοντικής σταδιοδρομίας στον χώρο της εργασίας, οπότε στο κρίσιμο αυτό σημείο της ζωής τους, οι πολλές ώρες σκόπινγκ θέραπι τους βοηθούν να σκεφτούν σε έναν διάλογο με τον εαυτό τους τι πραγματικά θέλουν. Οι ώρες που περνάει ο φαντάρος αποκομμένος από το περιβάλλον στη σκοπιά του, έχουν σχεδόν έναν μυστικιστικό χαρακτήρα, θυμίζουν τη φυγή των ασκητών στην έρημο, ώστε να βρεθούν μόνοι τους με τον εαυτό τους και τα πάθη τους. Ή η σκοπιά και η μιτζίθρα που αποτελούν τα μόνα αντικείμενα με τα οποία μπορεί να "διαλεχθεί" ο απομονωμένος φαντάρος μπορούν να λειτουργήσουν όπως το ντιβάνι της ψυχανάλυσης: ένα ουδέτερο αντικείμενο, όπου ο αυτοψυχοψαχνόμενος θα μεταβιβάσει τα προβλήματά του, καθώς τα αντικείμενα αυτά δεν αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής του οπλίτη και της σχετικής παθολογίας της, αλλά ένα ειδικό σκηνικό στο οποίο θα βρεθεί για μια ορισμένη περίοδο της ζωής του, γεγονός που τον βοηθά να αποκτήσει μια αποστασιοποίηση από τον υπόλοιπο βίο του, κατά την οποία θα μπορέσει να τον στοχαστεί. Για παρόμοιους, λοιπόν, λόγους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ατέλειωτα σκοπέτα στον στρατό μπορεί να έχουν και έναν θεραπευτικό χαρακτήρα, σε φάση ταβανοθεραπείας.

Πάσα: Ιστολόι Νίκου Σαραντάκου, βλ. παράδειγμα.

Αν πας χωρίς βύσμα σε πόλη, κινδυνεύεις να κάνεις σκόπινγκ θέραπι για τα βύσματα που είναι σπίτια τους. (Παράδειγμα από Νίκο Σαραντάκο εδώ).

Σκοπιά στον Άι-Στράτη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και συχνά στον πληθυντικό: σκυλόσκατα. Ναι, είναι αυτό που νομίζεις: Τα σκατά του σκύλου.

  1. Ο εχθρός Number#1 δεν είναι αυτοί που δεν θέλουν σκύλους. Είναι οι σκυλάδες με τα σκυλόσκατα, γιατί τελικά αυτοί ευθύνονται για: - Το σκυλορατσισμό. - Τις φόλες. Είναι εξίσου υπαίτιοι όσο και οι φολορίχτες. (Dogforum).
  2. Λοιπόν προτείνω να ιδρυθεί Δημοτική Αστυνομία Σκύλων. Θα είναι ράμπο που θα κυκλοφορούν στους δρόμους με γκλομπς και μπλοκάκια για να κόβουν κλήσεις και θα παρακολουθούν αυτούς που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους. Το πρόστιμο θα κόβεται στο όνομα του ιδιοκτήτη του σκύλου....και όχι βέβαια της φιλιππινέζας που το βγάζει βόλτα...... [...] Τα γκλομπς θα χρησιμεύουν για τους ζόρικους ιδιοκτήτες του τύπου: "Δεν ειναι σκυλόσκατα του δικού μου ...το δικό μου τρώει κροκέτες κοτόπουλου και έχουν άλλο χρώμα ή το δικό μου ειναι μικρόσωμο και τα σκυλόσκατα αυτά δεν αντιστοιχουν στο μέγεθός του"... και άλλες τέτοιες μαλακίες του Αθηναίου. (Διά την πάταξιν των σκυλόσκατων).

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάντως, έχει η χρήση του όρου για να χαρακτηρίσει μια πολύ άσχημη κατάσταση, μια σκατάσταση.

Σκυλόσκατα η κατάσταση, εν γένει... (Εδώ).

Ή έναν άνθρωπο που είναι μηδαμινής αξίας, ουτιδανός, ξευτίλας, σκατιάρης. Έχω την εντύπωση ότι στις μεταφορικές αυτές χρήσεις λανθάνει επίδραση από το αγγλικάνικο dogshit.

Στο πέρασμα χτες απο το ELYSIUM είχε τρείς Αλβανίδες της κακιάς συμφοράς και μια Ρουμάνα προμίλφ με καστανόξανθα μαλλιά και με μαύρο κολάν που επιδείκνυε τον κώλο της στους περαστικούς. Λίγο πιο πάνω Σωκράτους και Σατωβριάνδου ήταν δύο Βούλγαροι τραβεστί της κακιάς ώρας που κυριολεκτικά κάποιος πρέπει να είναι πολύ σάπιος να πληρώσει αυτά τα σκυλόσκατα να έχει σεξουαλικές περιπτύξεις μαζί τους. (Από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο

Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.

  1. "Η Λωξάντρα φοβότανε τα γιατροσόφια της κόνα-Αννίκας, της πλάτρας. Τα σιχαίνουνταν. Πράματα ήτανε εκείνα να μήν τα σιχαθείς; Από κατρουλιό αρσενικού παιδιού έκανε η κόνα-Αννίκα γιατρικό για τις χιονίστρες και για τα σκασίματα των χεριών. Από σκυλοκούραδο έκανε σκονάκια για το βήχα, και τα φυσούσε μέσα στο λάρυγγα με καλαμάκι. Από ψόφια ποντίκια και λάδι έκανε ποντικαλοιφή. Μέσα στο καύκαλο του μυδιού έκανε τρεμπεντιναλοιφή, καλλυντικό για το πρόσωπο. Έκοβε το σιριλίκι, γήτευε την ιλαρά, σήκωνε τον αφαλό...και τί δεν έκανε η αδικιωρισμένη, αλλά η Λωξάντρα τη σιχαίνουνταν." (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Αθήνα: 1962).
  2. Εχθές όπως γυρνούσα σπίτι, πάτησα πάνω σε κάτι περιττώματα σκύλου και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν. [...] Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου. [...] Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι. «Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα. (Η συνέχεια του διανοητικού θρίλερ εδώ).
  3. Οι ευρωπαίοι νεοέλληνες που βγάζουν το κατοικίδιό τους βόλτα, θεωρούν εικαστική παρέμβαση υψίστης πολιτιστικής αξίας τις σκυλοκουράδες. (Εδώ).

Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.

  1. "Είσαι ο επόμενος! Είσαι ο επόμενος σκυλοκούραδο!" Ύστερα ο Παξ μουγκρίζει το όνομά μου. Κι έπειτα το επαναλαμβάνει η φωνή του Τάκτου, μετά η Νάιλα από τον Ψηλό Πύργο. Και γρήγορα εκατό φωνές το τραγουδούν σε όλο το κατακτημένο κάστρο, από την αυλή μέχρι τα ψηλά προκαλύμματα και τους πύργους. (Πιρς Μπράουν, Κόκκινη Ανατολή, εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη).
  2. ΓΙΑΥΤΟ ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΗΛΙΘΙΟ ΣΚΥΛΟΚΟΥΡΑΔΟ ΟΥΣΤ ΚΟΠΡΙΤΗ. (Άλλος ένας φωνακλάς που μας ξυπνάει με φωνακλάδικες βρισιές στο Ξυπνήστε Ρε!).
  3. Τράβα γαμήσου ρε σκυλοκούραδο ρουφιάνε βρωμότουρκε. Αυτοί οι μογγόλοι γαμάνε την μάνα σου. (Από βρις-οφ στο συσιφόνι).
  4. Εναλλακτικός τίπλος: "Με χρησιμοποίησαν σαν σκεύος και αφού ικανοποίησαν τις ορμές τους, με πέταξαν σα σκυλοκούραδο". (Εναλλακτικός τίτλος διαδικτυακού αρρωστουργήματος εδώ).

Αρρωστούργημα του Ολλανδού καλλιτέχνη Schippers, απεικονίζει ένα σκυλοκούραδο μνημειωδών διαστάσεων, τοποθετημένο στους περίφημους ολλανδέζικους κήπους Keukenhof, κοντά στην πόλη Lisse της Ολλανδίας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η δίψα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει ως πιθανόν ηχομιμητικό. (Διερωτώμαι αν υπάρχει σχέση με ρομανί). Στο καλιαρντοσκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει" του Χάρρυ Κλυνν βρίσκουμε το ουσιαστικό μπλούκρω που μάλλον σημαίνει τη διψασμένη.

  1. -Δεν έχεις μωρή κουρκουλεζού νάκα να χαλέψουμε με το λατσο-μολ; Καμιά σιτεμένη φούσκα; -Έχω κουρνταβά μωρή μπλούκρου. (Παράδειγμα Παπάρα εδώ).
  2. Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι γιατί άφρισα η μπλούκρω! Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Βλ. τέλος μηδιού).

Μετά το 1.24

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατσατζίδικο, όπου μπορεί να φάει κανείς πατσά, λέγεται κι έτσι ως ειρωνικό ψευδογαλλικό, κατά τα σουβλακερί, ουκρανιζερί κ.τ.ό.

  1. Ζήλεψε και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την ίδια γυναίκα ο μονόφρυδος γόητας συμφοιτητής. Ρε εδώ άλλοι παντρεύονται μία φορά και φτύνονται, εσύ πόσο μαζόχας είσαι; Και εκεί καλά περάσαμε πάντως, με γκεστ σταρ την σαβούρδα του estarian στο πεζοδρομιο (!) την οποία δυστυχώς έχασα καθώς έψαχνα για πατσαδερί. (Εδώ).
  2. Άκου πατσαδερί !!!! Μαλλον ηταν απο κανενα ξενυχτι...& θα πειναγε.... αλλα πατσα???? Δεν υπάρχει λέμε!!!!! (Από Φέισμπουκ).
  3. Τό χαλαρό αυτό πρόγραμμα έκλεισε στην πατσαδερί ''Τσαρούχας'' όπου και καταναλώθησαν γύρω στις 15 σούπες πάσης φύσεως (πατσάδες). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο νέας κοπής του παράγοντας Εδεσσαϊκού, σημαίνει δηλαδή αυτόν που μιλάει ακατανόητα, μπερδεμένα, χωρίς καλή σύνταξη και ειρμό στα λόγια του. Πιθανοί λόγοι: Είναι λιάρδα από ουσίες, και ομιλεί υπό την επήρεια της έκστασης από τη μέθη ή τη ντάγκλα. Δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και δεν έχει ευχέρεια στη χρήση της (όπως λ.χ. ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για τον οποίο χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν η έκφραση στο Διαδίκτυο). Έχει εκ φύσεως μια ροπή προς το ντιριντάχτα, την εκφραστική εν γένει των Γάλλων φιλοσόφων, τη δημιουργική ασάφεια, το αποφατικό ζενεσεκουά, εν ολίγοις είναι ο τύπος που καταλήγει την ομιλία του με αατα, ενώ πριν έχει μιλήσει ως παράγοντας Εδεσσαϊκού, δηλαδή είναι κάποιος που εκ χαρακτήρος δυσκολεύεται να είναι σαφής.

Προφ η αναφορά είναι στο Google Translate, το οποίο αποτελεί μια μπανεύκολη λύση για να μεταφράσεις στα γρήγορα ένα ξενόγλωσσο κείμενο ή έστω να καταλάβεις μέσες άκρες τι εννοεί, πλην η μετάφραση γίνεται αυτοματικά και κατά λέξη με αποτέλεσμα να έχει συχνά πολύ κακή σύνταξη και να θυμίζει μάλλον ασυνάρτητους χρησμούς της Πυθίας που χρήζουν κατόπιν ερμηνείας λόγω της ασάφειάς τους. Σχετική αναφορά έχει γίνει και στο λήμμα γουγλομεταφραστής, όπου παραπέμπω για τα περαιτέρω.

Ινσέψιο: Να πω για τον γερμανό μεταφραστή ότι η έκφραση δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά νομίζω ότι είναι εκφραστική. Εξάλλου, στο σινάφι των μεταφραστών χρησιμοποιείται το μεταφράζει σαν Google Translate για να καυτηριάσει τον κακό μεταφραστή που μεταφράζει κατά λέξη χωρίς να προσέχει τη σύνταξη, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις του να μην βγάζουν ευρύτερο νόημα.

  1. Ήπια λίγο παραπάνω και τώρα μιλάω σαν την google translate.... (Εδώ).
  2. Ο Τσακαλωτος μιλαει σαν translate from Google. (Εδώ).
  3. Εγώ πάντως, γουστάρω Ευκλείδη με χίλια. Τι κι αν μιλάει σαν…google μετάφραση; Τι κι αν πηγαίνει στις συναντήσεις με τους συναδέλφους του φορώντας τσαλακωμένα σακάκια και πουκάμισα από τη βιοτεχνία «Βασταρούχας και υιοί, Άνω Λιόσια»; Τι κι αν τα παντελόνια του είναι γαριασμένα; Είδαμε και τον άλλο με το ένα νι, που τα έκανε…χωνί. Λες και πήγαινε εκδρομή για σκι στον Παρνασσό. Γελάκια, σακίδια, φιγούρα, παραμύθι και κόκκινες γραμμέςκόκκινες γραμμές μόνο στους… γιακάδες του πουκαμίσου. Τουλάχιστον, ο Ευκλείδης δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, ούτε βεβαίως δείχνει το… μεσαίο στους Γερμανούς. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ειλικρινής, ενώ φαίνεται ότι έχει κερδίσει και τη συμπάθεια των Ευρωπαίων. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified