Λολαδερός και λολοπαιγνιώδης χαρακτηρισμός εις βάρος της εγχώριας φυλής των φιλελέδων.

Ο φιλελέλλην κος Ποτάμης

Συχνά το συναντάμε κι ως μαργαριταρένια εκδοχή του φιλέλληνας.

"Ο Σόιμπλε είναι φιλελέλληνας" είπε η Ντόρα... tweet (εδώ)

Εν του φιλελέ και της εθνοφαυλιστικής γαμοσλανγκοκατάληξης -ελληνας. Βλ. επίσης: βαζέλληνας, κωλοέλληνας, τεμπέλληνας, τσιφτετέλληνας, φραπέλληνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς άστοχος καλαθοσφαιριστής τ. παπάροβιτς, με έφεση σε τούβλα, σίδερα και αερόμπαλες.

- Ο μεγαλύτερος χασοκαλάθης του Ελληνικού Μπάσκετ... Αν γυρίσει στην Εθνική πάμε πάλι 10 χρόνια πίσω... (εδώ)

- Ο Αποστολίδης είναι χασοκαλάθης πως να το κάνουμε... εμένα μ'αρέσει γενικά, έχει το σωστό κορμί, παίζει άμυνα, παρά το χαζά ψηλοκρεμαστό ... (εκεί)

Βλ. επίσης: χασογκόλης, χασοδίκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πούστηδι (αλλά όχι απαραιτήτως γκέη τοιούτωνε). Πρόκειται για τουμπανιζέ εκδοχή (δια του τουρκομερίτικου υπερθετικού "καρά-") του μπινελικίου πουσταριό.

- Χα! Θυμηθηκα τώρα δα, τον γίγαντα τον Γεωργίου, όταν σε μά εκπομπή του είχε βγεί φρικαρισμένος, σχολιάζοντας κάποια Eurovision, όπου έβγαιναν και σχολίαζαν γιά τη συμμετοχή μας όλοι οι ... ξέκωλοι! “Τι καραπουσταριό ηταν αυτό ΡΕ?” και κατέληγε: “OΞΩ πούστη και άσχημε...” (εδώ)

Επίσης καραπουσταριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Γαμώ την Παναγία σου αρχίδι, παλιομπινέ, καραπουσταριό, κλπ. κλπ. Ασφαλώς κατάλαβες ότι είμαι ο Κώστας (ρώτα τώρα μη σου γαμήσω, "ποιος Κώστας;") παλιομαλάκα αρχισυντάκτη που βρήκες την ώρα να μας κάνεις πλάκες. Λοιπόν, παλιοκαριόλη άκου και δώσε βάση.... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καράπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, φασισταριό, κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από σταλίνες.

- Τώρα τα σταλιναριά θα βγουν και θα πουν τα γνωστά: "Η ομοφυλοφιλία είναι αστική εκτροπή", "Ομοφυλόφιλοι είναι μόνο κάτι πλούσιοι αστοί" κλπ. Καταλαβαίνεις τί εννοώ. Τώρα στην κρίση δε πεινάσουν τόσο οι ΚΚέδες γραφειογράκτες, όσο εμείς οι άνεργοι και εργαζόμενοι ομοφυλόφιλοι... (εδώ)

Επίσης σταλιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Ουστ ρε Σταλιναριο. Καταλοιπο του Kim Jong Il της Βορειας Κορεας εισαι... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχα κοινωνικοπολιτικά μπινελίκια εις -αριό: ελληναριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, φασισταριό, κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ηλεκτρονικών τούβλων:

  • Οι ηλεκτρονικές συσκευές (κυρίως εξυπνόφωνα και τάμπλετ που για διαφορετικούς λόγους (πιχί πολλαπλή εισαγωγή λάθος κωδικού, βλάβη στο χάρντγουερ ή το λογισμικό, κ.ά.) μετατρέπονται σε άχρηστα αδρανή βαρίδια.

Adios i-migo!

Νεοχιψτεροβίντατζ τούβλο Αγγλιστί: brick.

Xperia X10 mini pro σε κατασταση "τούβλο" Έχω το Xperia x10 mini pro και χθές, σε μία αποτυχιμένη προσπάθεια να του περάσω άλλο android το κινητό "πέθανε". Ακομα και αν συνδέσω φορτιστή δεν ανάβει τίποτα. Κανένα σημάδι ζωής. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

  • Χαρακτηρισμός για άτομα με σύνδρομο Down.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρυφερές προθέσεις...

- Στον Άγγελο το μικρό νταουνάκι μου που γιορτάζει! (εδώ)

...ωστόσο δεν παύει να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος, έστω κι αν είναι λιγότερο απρεπής και προσβλητικός από τον απολύτως καφρικό χαρακτηρισμό "μόγγολο".

- φυσικα κ ειναι ενας ανθρωπος κ δεν πρεπει να χαρακτηριζεται ως νταουνακι, αλλα ετσι ειμαστε εμεις οι ανθρωποι περιεργοι, αδιακριτοι κ δεσκεφτόμαστε ότι θα νοίωσει ο άλλος ασχημα κ καρφώνουμε το βλέμμα μας (εκεί)

Το νταουνάκι συχνά προσάπτεται και μεταφορικά σε ανθρώπες χωρίς σύνδρομο Down προκειμένου να στηλιτευτεί η πνευματική τους βραδύνοια:

- Με το έγκλημα του Παπακωνσταντίνου να πηγαίνει εκ του ασφαλούς και προσχεδιασμένα για παραγραφή, με το πρωθυπουργικό μας νταουνάκι να δίνει διαλέξεις στο Χάρβαρντ και να συμβουλεύει την Αμερική πώς να αποφύγει τη χρεοκοπία, με συνταγματολόγους πανεπιστημιακούς να περιέρχονται τα κανάλια και να προπαγανδίζουν την ασυλία της καλής βίας... (παραπέρα)

- Φυσικά επι δύο χρόνια δεν κέρδισε ούτε ένα ματς, άλλωστε με ένα νταουνάκι κι έναν βιαστή με μόνιμη στύση είναι λίγο δύσκολο να κερδίσεις, σε κάποια φάση έχαναν και ματς με διψήφιο αριθμό γκολ (παραδίπλα)

Κατά τα μεθυσμενάκι, αρρωστάκι, κ.ά..

- Σήμερα ξύπνησα κάπως νταουνάκι. Κι εκεί που περίμενα ότι έξω θα έχει ήλιο, πάλι συνεφιά. Όταν συμβαίνει αυτό η καλύτερη άμυνα μου σε αυτή τη διάθεση είναι να δουλέψει ο φούρνος και να μυρίσει το σπίτι κάτι με βανίλια (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλυντηριάδωνε:

Πρώτη κατηγορία πλυντηριά: φυλή "επιχειρηματία" που ξεπλένει χρήματα από παράνομες ή μαύρες δραστηριότητες, όπως πορνεία, ναρκωτικά, τζόγο, λαθρεμπόριο όπλωνε, κ.ταλ., επενδύοντάς τα σε νόμιμες εταιρείες-βιτρίνες άκα πλυντήρια.

- Και μια υγιής εταιρεία προσελκύει πολύ πιο εύκολα στρατηγικούς επενδυτές και ουχί πλυντηριάδες (εδώ)

- Εχουν εντοπίσει, λέει, τις εταιρίες και τις οφ σόρ εξωτερικού που διαφέντευε ο Λαυρέντης και έχουν βάλει «λυτούς και δεμένους», για να βρούν ποιοί διεθνείς «πλυντηριάδες» βρώμικου χρήματος, βρίσκονται πίσω από τον Λαυρέντη και με όχημα τις επιχειρήσεις του, άλωσαν τον ελληνικό Τύπο και τα ΜΜΕ και όχι μόνον (εκεί)

Δεύτερη κατηγορία πλυντηριά: πιο δόκιμα, ο ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων ή άλλο βιομηχανικό πλυντήριο.

- Είτε γυαλίζεις για να φύγουν οι γρατζουνιές είτε παίρνεις κάτι να στις καλύψει όπως ακριβώς έκανε ο πλυντηριάς αλλά θα σου εμφανίζονται μετά απο λίγο καιρό (εδώ)

- Παρήγγειλα νέο σκιάδιο οδηγού γιατί κάποια βλακεία θα έκανε ο πλυντηριάς στη βάση της και έσπασε το πλαστικό στη βάση στήριξη της (εκεί)

Και κλείνουμε την αποψινή μας βραδιά με λίγο ινσέψιο: στην τηλεοπτική σειρά Breaking Bad ο "πλυντηριάς" Walter White γίνεται και πλυντηριάς αγοράζοντας ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για προσωπικό του "πλυντήριο".

Ο πλυντήριο-"πλυντήριο" του πλυντηριά-"πλυντηριά" Walter O πλυντηριάς-"πλυντηριάς" Walter κάνει "πλυντήριο" σε πλυντήριο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified