Further tags

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μυρωδιάς. Χρησιμοποιείται συχνά στο ποδόσφαιρο.

  1. Πως θα παίξεις άμυνα στον αγώνα ρε; Αφού είσαι υγρασίας, δεν ξέρεις να μαρκάρεις. Σαν σταματημένο σε περνάνε.

  2. Καλά είσαι τελείως υγρασίας από μπάλα; Δεν έχεις ιδέα ποιος ήταν ο Μίμης Δομάζος;

  3. Σιγά μη διαλέξεις πάλι την ταινία που θα δούμε. Αφού είσαι τελείως υγρασίας. Μπες στο imdb.com και διάβασε την βαθμολογία της πρώτα. Μην πάμε πάλι στο cinema και δούμε καμία σούπα, όπως τις προάλλες.

(από Kotsolis, 29/08/11)(από Kotsolis, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόφτης στο ποδόσφαιρο, είναι ο αμυντικός που ο ρόλος του είναι να κόβει τις πάσες των αντίπαλων επιθετικών. Κάτι είπες τώρα μεγάλε, θα μου πείτε. Το θέμα είναι ότι μόνο στην Ελλάδα με το υψηλό επίπεδο υπάρχει αυτό το είδος του αμυντικού. Διότι από το '80 και μετά ακόμα και οι αμυντικοί ξέρουν μπάλα. Δλδ, εκτός του να κόβουν και να ρίχνουν την μπάλα στα ουράνια, ώστε να ανασαίνει η ομάδα που αμύνεται, οι αμυντικοί στο σύγχρονο ποδόσφαιρο κάνουν και πολλά άλλα, όπως π.χ. κάνουν παιχνίδι, κινούνται χωρίς την μπάλα, πασάρουν, σεντράρουν και βγαίνουν ως κρυφοί επιθετικοί. Βλέπε, Γεωργάτος, Σείιαρίδης, Ρουμπέρτου Κάρλους, και γενικά όλους τους αμυντικούς στα πρωταθλήματα της Ευρώπης πλην ξυλοκόπων Σκανδιναβών και Ελλάδας.

Ο τρισμέγιστος Αλέφαντος, μέχρι και πρόσφατα, ακόμα και τώρα φαντάζομαι, φτιάχνει συστήματα, με αμυντικούς - κόφτες (βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο καθένας φτιάχνει ομάδες με ό,τι έχει!), οι οποίοι είναι συνήθως μεγαλόσωμοι, και ψιλοάσχετοι παίκτες, που το μόνο τους προσόν είναι να διώχνουν μακρυά την μπάλλα. Ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε...

Ο όρος «κόφτης» έφτασε να είναι συνώνυμος με τον άσχετο αμυντικό που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κόβει... Και αυτό το χρωστάμε κατά βάση στον Αλέφαντο (παραδ. #3).

... Έπαιζε 4-4-2 με ρόμβο, 2 επιθετικούς και πίσω τους τον Ντέκο, πίσω είχε 3 κόφτες φισέκια! ... Μην ψάχνεις να βρεις, Αλέφαντος μιλάει. ..

... Ο Αλέφαντος που διδάχτηκε την προπονητική τέχνη στη Γερμανία δίπλα στον μεγάλο Χάπελ ... «Πρέπει να βάλει τρεις πίσω, δύο κόφτες στο κέντρο, ...

... Είναι κόφτης; Όχι, είναι μπαλαδόρος. Πετάει τόσα γκολ στο Βέλγιο ...

ονομαστή χώρα παραγωγός κοφτών (από electron, 09/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το αρχαίο βραχίων αλλά μας προέκυψε από το μπράτσο σαν αντιδάνειο απ’ το ιταλικό braccio ή το βενετσιάνικο brazzo.

  1. Το μπράτσο. Στην έκφραση κάνω/χτίζω μπρατσόνι σημαίνει γυμνάζω τα μπράτσα.

  2. Σημαίνει τον μπρατσαρά/μπρατσωμένο/χεροδύναμο άντρα που του φαίνεται (χωρίς τα συμπλέγματα, τις ουσίες, και τις ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο του 3).

  3. Περιγράφει τον σφίχτερμαν, τον μποντιμπιλντερά, το γορίλα, το μπιλντέρι, το ντούκι, τον φουσκωτό, το χτιστό/χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο body building για λόγους ωραιοπάθειας, επιδειξιμανίας ή κολλήματος. Ειρωνικά, υπονοεί μειωμένη ευφυΐα και πνευματικότητα μια και αυτός ο σωματότυπος έχει καταντήσει στερεότυπο για τους άντρες (παρόμοιο με το ξανθιά για τις γυναίκες).

  4. Αφορά και γυμνασμένες γυναίκες τύπου θάντερκατ.

  1. «Μασάω τσιχλίτσα, φοράω ξεβαμμένο τζινάκι με σταυρούς με στρας, μπλουζάκι μιλιτέρ με τρεις αστέρες στο αριστερό μου μπρατσόνι και το σήμα των πεζοναυτών αλεξιπτωτιστών κατάστηθα…» (αγορασμένο)

  2. - Ρε λεβέντη, μου κόλλησε το ΤΙΡ στις λακκούβες εδώ παρακάτω. - Μάγκα μου, κάτσε να σφυρίξω τα μπρατσόνια τα ξαδέρφια μου να μας δώσουν ένα χεράκι κι έννοια σου. Φραπεδιά;

  3. Ακούστε πώς τον περιγράφουν οι στίχοι στο «Τζόνυ το Μπρατσόνι» από τους «Το πλοκάμι του καρχαρία» (μήδι 2)

  4. - Ρε μαλάκα; Σίγουρα η Ζίνα δεν ήταν κάποτε τσουτσουνοφόρος; Πολύ μπρατσόνι ρε παιδάκι μου!!
    - Ε! δεν παίρνω κι όρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eτσι αποκαλείται εντελώς τελείως υποτιμητικότερα του «βούλγαρος», ο φίλαθλος, οπαδός, παίκτης η αθλητής, κυρίως του Πανθεσσαλονίκειου αθλητικού ομίλου Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Πόλη της Βορείου Ελλάδος απέχουσας περί τα 120 Km απο της Ελληνικής μεθορίου μετά της γείτονος Βουλγαρίας, συμπαθεστάτης και φίλιας χώρας της ΕΟΚ, απ' όπου έλκει την ονομασία του, παραφραστικά, ο εν λόγω χαρακτηρισμός).

Οι ποδοσφαιρόφιλοι (διάβαζε καυγαδόφιλοι) και μη, της Νοτίου Ελλάδος δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να επιδαψιλεύουν συλλήβδην με τον παραπάνω εθνοπροσδιοριστικό τίτλο και τους υπολοίπους κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, με ιδιαίτερη προτίμηση, σ εκείνους της Κεντρικής Μακεδονίας.

Η προσφώνηση, ελλείψει προστατευτικού κιγκλιδώματος, αποτελεί θρυαλλίδα για την έναρξη τρανής κλωτσοπατινάδας.

Παράγωγα-τύποι: βουργάρα, βούργαροι, βουργαρία.

Όρα και βούλγαρος, βούλγαρος είσαι;

Υποδοχή σε ΠΑΟΚτσήδες στο λεωφορείο λίγο έξω απ την Αθήνα.
- Κατεβείτε κάτω ρε παλιοβούργαροι, με τα διαβατήρια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μάχιμος. Το ουδέτερο γένος δίνει μια αύρα μεγαλύτερης αλητείας και σλανγκιάς, ίσως και κάποια τρυφερότητα. Για πλήρη ορισμό δες το λήμμα μάχιμος. Να επαναλάβω ότι οι κατηγορίες που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι α) στρατοσλάνγκ- μπατσοσλάνγκ, ο μάχιμος στρατιώτης ή μπάτσος, β) σεξοσλάνγκ, μαχίμι στο κρεβάτι, γ) άουτο-μότοσλανγκ, μαχίμι στον δρόμο, δ) μαχίμι-διαδηλωτής, ε) μαχίμι φίλαθλος. Συχνά λέγεται τρελό μαχίμι κατά το τρελό παρεάκι, κι επίσης συχνά λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν είναι καθόλου μαχίμι, μα καθόλου όμως.

  1. α. Δεν είμαι καθόλου ρατσιστής και γιαυτό δεν ασχολούμαι με το θέμα,απλά θέλω να σου πω οτι η εκπαίδευση που κάνουν οι Έλληνες Ο.Υ.Κάδες θεωρείται απο τις κορυφαίες στον κόσμο και παθαίνουν πλάκα όλοι με τις επιδόσεις στους στις ΝΑΤΟικές ασκήσεις...Μπορεί να είναι κωλοφασίστες του κερατά αλλά είναι τρελά μαχίμια... (εδώ)

β. Όπως λέει και το μαχίμι ο Τσαλίκης: Θέλει δύναμη και νεύρο να φυλάς σκοπιά στον Έβρο. Βέβαια αυτός φυλάει το Πεντάγωνο... συγγνώμη το σπίτι του αλλά τι να κάνουμε. Έτσι είναι η ζωή μάγκες. Κι ο ένας δε βρίσκει να γαμήσει, ενώ ο άλλος κυκλοφορεί τη δίμετρη ξανθιά μουνάρα. (εδώ)

  1. σαν τζεντλεμαν και εγω την περιποιηθηκα με χαδια και φιλια στο κορμί της...ανταπέδωσε και επαιξε τρελλο τσιμπουκακι αισθησιακότατο. Στο σεξ ήταν κομπλε όχι απλα διεκπαιρεωτικη, ηταν μαχίμι. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφτω για πιο φουλ πρόγραμα...
    (ευμενής μπουρδελοκριτική εδώ).

  2. Απο την αλλη, με το φειζερ θα μπορεσεις να νιωσεις πιο μαχιμι στην εθνικη οδο, αφου εκει ξεδιπλωνει καλυτερα τον Yamaha κινητηρα του. (εδώ)

  3. Γιατί ρε πούστη μου δεν έχει βρεθεί ένα μαχίμι του Παμε ή των ΕΑΑΚ να συλλάβει απ'αυτοφώρω εναν προβοκάτορα με μολότωφ; (εδώ)

  4. me ti koinwniko ypovathro na xei maximia opadous reee (εδώ)

Αυτό έβγαλε το συσιφόνι στην αναζήτηση μαχίμι. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από την υδατοσφαίριση. Όταν κάποιος αμυντικός κάνει κάποιο αντικανονικό ή σκληρό φάουλ, μία από τις πιθανές ποινές είναι και η αποβολή του από το γήπεδο για συγκεκριμένο χρόνο. Ο χρόνος αυτός ορίζεται όσο η διάρκεια μιας επίθεσης για την αντίπαλη ομάδα. Η επιτιθέμενη ομάδα παίζει με έναν παίκτη παραπάνω μέχρι να εξαντληθεί ο χρόνος επίθεσης (ο οποίος μηδενίζεται με την αποβολή). Με το πέρας της επίθεσης (αλλαγή στην κατοχή μπάλας, γκολ, άουτ), ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος, ο τιμωρημένος παίκτης επανέρχεται στον αγωνιστικό χώρο.

Η πιο πάνω κατάσταση αναφέρεται σαν επίθεση με παίχτη παραπάνω. Ακόμα και στα στατιστικά, αναφέρεται π.χ. «στον παίχτη παραπάνω» είχαμε τραγικό ποσοστό, εννοώντας ότι στις επιθέσεις με αριθμητικό πλεονέκτημα δεν καταφέραμε να έχουμε καλό ποσοστό επίτευξης γκολ.

Αυτή είναι η ορολογία (λίγο βαρετή). Ο όρος σλανγκίζεται όμως και πέραν της κάπως «στραβής» χρήσης, όπως η πιο πάνω (εμφανές στα παραδείγματα), και στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) «(παίχτης) παραπάνω» αποκαλείται και ο παίκτης ο οποίος μένει χωρίς αντίπαλο. Ο οποίος δεν είναι ο ίδιος πάντα. Αν ακριβολογούσαμε, θα έπρεπε να αναφερόμασταν στον «ελεύθερο» παίκτη, όπως γίνεται και στα άλλα ομαδικά αθλήματα. Αλλά στην υδατοσφαίριση, ο ελεύθερος λέγεται και «ο παραπάνω».

β) σε όλες τις περιπτώσεις που το ουσιαστικό απαλείφεται ή, ως ευκόλως εννοούμενο, παραλείπεται. Δλδ. σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείται η έκφραση «παίχτης παραπάνω», αλλά μόνο το «παραπάνω», κλινόμενο σαν το ουσιαστικό που παραλείφθηκε.

  1. ... και τα 6 γκολ επιτεύχθησαν στον παίχτη παραπάνω με ένα πολύ καλό ποσοστό 6/7 ...

  2. Trikala Gate 7 .:: ΠΟΛΟ - Ολυμπιακός - Πανιώνιος 7-6
    Ο Δημήτρης Μάζης ισοφάρισε για τον Πανιώνιο στον παίκτη παραπάνω, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή αθλητής της ομάδας του Ηρακλή, λόγω της κυανόλευκης εμφάνισης (και δη συχνά μπλε μπλούζα- άσπρο σορτσάκι) που η ομάδα μοιράζεται με τα στρουμφάκια.

Πάσα: allivegp.

  1. - ρουλη ασε τον πρόλογο και ετοιμαζε τα 500.000 για τον Σκορτσιανιτη.. μετα να σε δουμε - τι λέει το στρουμφάκι 500χιλ;
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
    500χιλ φάπες θέλεις να πεις
    - Σατανοερπετό, εσύ έχεις μόνο 1 τίτλο, οι άλλοι είναι του μεγάλου Γκάλη ο οποίος σας έχει πάρει χαμπάρι γι αυτό και σας έχει συνδέσει κανονικά. Αλήθεια θυμάστε που τον παρακαλούσατε να μην έρθει στο μεγάλο ΗΡΑΚΛΗ; Ακόμα και το Γκάλη βρε αχάριστοι δεν το σεβαστήκατε. Ερπετά όνομα και πράμα. Ουστ γλιστεροί τύποι.
    (Στρουμφάκι vs ερπετό εδώ)

  2. Ανύπαρκτα γαλάζια στρουμφάκια την πέσανε στον μπορμπόκη εδώ

Στρουμφάκι επελαύνει (από Khan, 04/10/10)

Βλέπε και γριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές μη κυριολεκτικές σημασίες του εμπριμέ κουνούπ:

  1. Όργανο (και συναφής άσκηση) γυμναστικής που γυμνάζει το στήθος. Μάλλον γιατί όταν το χρησιμοποιείς έχεις μια πεταλουδόσχημη μορφή (με λίγη φαντασία).

  2. Αξεσουάρ γυμναστικής για τους προσαγωγούς και όχι μόνο, καθώς και συναφής άσκηση / στάση (Δες).

  3. Στυλ κολύμβησης όπου «τα χέρια βγαίνουν από το νερό και με την βοήθεια των ώμων ξαναμπαίνουν με δύναμη μέσα κατεβαίνοντας προς τα κάτω και τεντώνουν κοντά στα πλευρά, ενώ η λεκάνη βγαίνει στην επιφάνεια, καθώς τα πόδια κλωτσάνε λυγισμένα». Είναι απαιτητικό και θερμιδοβόρο. (Δες).

Ακόμη είναι:

  1. Η επί χρήμασι εκδιδόμενη γυνή ή πους τις, η (γουτσιστί) πεταλουδίτσα ή πεταλούδα της νύχτας.

  2. Στο πιο τριχωτό η αρκουδοπεταλούδα. Γενικότερα ο όρος πεταλούδα / πεταλουδίτσα εκφέρεται για γκέι.

  3. Είδος μαχαιριού με διπλή λαβή μέσα στις οποίες μπορεί να κρυφτεί η λεπίδα και να ανοίξει πάλι όποτε θέλεις. Λέγεται και Balisong. (Βλ. μήδι του notheitis). Για τους γκατζετάκηδες κυκλοφορεί και ως USB πεταλούδα.

  4. Είδος κλωστών, δες. Αγγλιστί butterfly threads. (Πάσα: Perkins).

  5. Είδος δονητή, αγγλιστί butterfly teaser (δες μήδι της Mes - χωρίς Νιντέντο). Επίσης η πεταλούδα είναι εσώρουχο με ενσωματωμένο δονητή (δες παράδειγμα).

  1. Πολλαπλές ρυθμίσεις των μπράτσων πεταλούδας και πίεσης στήθους, για την εύρεση της καλύτερης θέσης έναρξης και εκτέλεσης. (Δες).

  2. Ενώστε τις πατούσες (στάση πεταλούδα) για τους προσαγωγούς. (Δες)

  3. Διπλή ελληνική συμμετοχή στον τελικό των 200μ. πεταλούδα ανδρών (Δες)

  4. Ήθελα να την χύσω στα βυζιά της, αλλά δεν πρόλαβα κι έχυσα μέσα της. Κι αφού έχυσα, ενώ ήθελα να βγω, δεν πρόλαβα, κι εκείνη με σταμάτησε με τα πόδια της και για κανα λεπτό ακόμη ήμουν μέσα της. Απίστευτο για πεταλουδίτσα αυτό. Κάτσαμε λίγο (δεν έφυγε αμέσως) και μιλήσαμε.
    (Γκουφουέ η δύναμή σου, στο Πουτάνες, Ελληνίδες και αλλοδαπές).

  5. Υιοθετούμε εκφράσεις όπως «αδερφή», «πούστρα», «πεταλουδίτσα». (Gay Army).

  6. Η ηθοποιός της σειράς «Gossip Girl» Taylor Momsen χαλαρώνει παίζοντας με ένα μαχαίρι, που το κουβαλάει πάντα μαζί της. Όπως παραδέχτηκε και η ίδια: «Κάνω συλλογή μαχαιριών. Το αγαπημένο μου μαύρο μαχαίρι το παίρνω μαζί μου παντού. Είναι πεταλούδα και με χαλαρώνει«.
    (εδώ)

  7. Διαθέτουμε όλους τους τύπους κλωστών και κουμπιών.
    Κλωστές »πεταλούδα«, μονόχρωμε, πολύχρωμες και φωσφωρίζουσες για όλες τις χρήσεις. (εδώ).

  8. Οι πεταλούδες είναι ένα είδος γυναικείου εσώρουχου στο οποίο είναι ενσωματομένος ο δονητής, φοριέται κανονικά και είναι πολύ διακριτικό! Κανείς λοιπόν δεν θα ξέρει πότε και πώς εσείς αυτοικανοποιήστε, στο γραφείο στη δουλειά στο αυτοκίνητο και όπου αλλου σας παέι η φαντασία σάς! (εδώ).

8β. Μπεστ σέλλερ δονητή: [...] Νοείται η πεταλούδα είναι ένα σχετικά μικρό δονητή, που δεν μπορώ να μειωθεί αν συντάσσεται εσώρουχα. Κανονικά χρησιμοποιούνται για τα ταξίδια και την καθημερινή χρήση στο κοινό. [...] Φανταστείτε ένα κορίτσι με το τραμ, τρένο, αεροπλάνο, βαγόνι, καφενείο, με πεταλούδες από μόνη της συνεδρίασης, την οδήγηση στο Θεό ξέρει από πού, να πιείτε τον καφέ, και δεν έχετε ιδέα πώς μια χαρά, και ποιες εργασίες στα μάτια από ένα πλήθος ανθρώπων που δεν το γνωρίζουν .
(Ανύπαρκτο κείμενο εδώ. σ.ς. Η συντάκτρια του κειμένου ήδη υποφέρει από τις παρενέργειες της πεταλούδας).

Αιμοδιψης πεταλούδα (από perkins, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified