Further tags

Ο οπαδός του Α. Σ. Άρη υβριστικά.

Όσο για τα σκουλήκια, πού είναι το πρόβλημα. Όλη η Ελλάδα σκουλήκια τους λέει. Τους είπα σκουλήκια, γιατί όλη η Ελλάδα τους αποκαλεί έτσι. (Γιάννης Γούναρης, προπονητής Νίκης Βόλου επί 2004 μετά από αγώνα με τον Άρη, από εδώ)

Δες και τα σκουλήκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκοι ονομάζονται οι οπαδοί του ΠΑΟΚ από τους αρειανούς. Το όνομα αυτό οφείλεται στην καταγωγή αυτής της ομάδας: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.

Σύνθημα:

Μόναχο Γάνδη και Ισπανία
οι οπαδοί σου γράφαν ιστορία,
και στο Τορίνο πάντα μαζί σου,
όλοι εμείς οι χιλιάδες οπαδοί σου,
μαστουρωμένοι να τραγουδάμε,
και οι τουρκαλάδες να παραμιλάνε...

... (από vikar, 05/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πηγή έμπνευσης το λήμμα ξυλοκόπος, θυμήθηκα την παραπάνω κορυφαία λέξη - επάγγελμα που χρησιμοποιείται στην ποδοσφαιρική αργκό.

Ψαράδες λοιπόν (η χρήση περιορίζεται στον πληθυντικό, αφορά δηλαδή ομάδες και όχι μεμονωμένους παίκτες) είναι το σύνολο των άτεχνων, άτσαλων και άμπαλων παικτών μίας ομάδας, που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους άμπαλους και ξυλοκόπους, έχουν συγκεκριμένη πατρίδα και συγκεκριμένα την Σκανδιναβία και συνήθως τη Νορβηγία.

Όσον αφορά το λόγο χρήσης του εν λόγω επαγγέλματος: θυμίζω ότι, η Νορβηγία είναι μία χώρα, που η οικονομία της βασίζεται κατά πολυ στην αλιεία (νομίζω πρώτη σε εξαγωγές μπακαλιάρων), οπότε, επειδή οι άνθρωποι το τόπι δεν το κατέχουν, συμπεραίνουμε ότι στο ψάρεμα θα τα καταφέρνουν καλύτερα...

Διάσημοι ψαράδες - αντίπαλοι ελληνικών ομάδων τα τελευταία χρόνια είναι οι:

1) Ψαράδες της Νόρτσελαντ (με Ολυμπιακό)
2) Ψαράδες της Λιν (οι πλέον διάσημοι, γιατί είχαν κανει διπλό στην τούμπα, σε ένα ματς που οργίασαν οι φήμες για αβαβά, ενώ στη ρέβανς έφαγαν τρία γκολ και αποκλείστηκαν).

Στη θεωρητικά εύκολη κλήρωση του Ουέφα αναφέρομαι. Που έβγαλε τον ΠΑΟΚ αντιμέτωπο με κάποια Λιν από τη Νορβηγία, τον Αρη με τη Νιάου Νιάου Ζίμπρου Τσιτσινάου και τον Πανιώνιο με κάτι δανούς ψαράδες, ονόματι Νοβοσέλατς ή κάπως έτσι. **(http://archive.sport.gr/cafe/duplicate/2003/08/030829.asp)**

ΜΑΛΛΟΝ ΑΥΤΟ ΤΟ 5-0 ΜΗΔΕΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΕΚ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ .ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΕΚ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΟΙ(από το sport24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άτεχνος ποδοσφαιριστής, ο αδέξιος, ο άμπαλος. Πολύ συχνός χαρακτηρισμός της κερκίδας για παίκτες που στερούνται κάθε φινέτσας και στηρίζονται αποκλειστικά στη δύναμη.

Συνήθως αναφέρεται σε αμυντικό κριάρι, αλλά ξυλοκόπος μπορεί να είναι και κάποιος ανασταλτικός μέσος ή το βαρύ σέντερ φορ με το κλασικό Βρετανικό στυλ. Συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, ο ξυλοκόπος είναι και αντιαθλητικά σκληρός, το γνωστό δρεπανηφόρο άρμα.

Ως ξυλοκόποι, στον πληθυντικό, μπορεί να χαρακτηρισθεί και μια ολόκληρη ομάδα που έχει μεν πάθος και δύναμη αλλά που συλλογικά και από παράδοση ταλαιπωρεί το τόπι - σε επίπεδο εθνικών ομάδων π.χ. Σκανδιναβοί, Βρετανοί κ.ο.κ.

Και γιατί ξυλοκόποι; Ασαφές, αλλά ίσως διότι οι παίκτες αυτού του στυλ μεταχειρίζονται τη μπάλα με την ίδια χάρη που ο γνήσιος ξυλοκόπος πελεκάει το κούτσουρο ...

  1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλος ο κόσμος θέλει να βλέπει Μέσι και Ρονάλντο στα γήπεδα, αλλά αφ'ενός είναι λίγοι αυτής της ποιότητας οι ποδοσφαιριστές και αφ'ετέρου τους τίτλους τους δίνουν οι νίκες και όχι οι περίτεχνες ενέργειες. Και δυστυχώς το σύγχρονο ποδόσφαιρο, με το πολύ πρέσιγκ, την δύναμη και την ταχύτητα ευνοεί τους ξυλοκόπους παρά τους τεχνίτες. (από το http://www.bluefans.info/)

  2. Δεν μπορώ να παραδεχθώ ότι η Σουηδία είναι κλάσεις ανώτερη από εμάς. Τρεις παικταράδες έχει και τίποτα παραπάνω. Οι υπόλοιποι είναι ξυλοκόποι που χρειάζονται πέντε κοντρόλ για να κατεβάσουν την μπάλα. (από το http://blogs.contra.gr, πίκρα μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής από τη Σουηδία στο Euro 08)

  3. O Irwin έπαιζε τόσα χρόνια μπάλα και δε θυμάμαι να έχει χτυπήσει άλλον παίκτη... μια άτυχη στιγμή δε νομίζω να στιγματίζει ως ξυλοκόπο τον φιλότιμο Ιρλανδό μπακ... (από το http://www.fmgreece.gr)

  4. Οι ηρωϊκοί πλην ξυλοκόποι σκωτσέζοι το πάλεψαν όσο μπορούσαν αλλά είναι πολύ μονοδιάστατοι ... ((από το http://www.bluefans.info/, σχόλιο για τον τελικό του κυπέλου ΟΥΕΦΑ Ζενίτ-Ρέιντζερς)

  5. - Κάτσε ρε, πού να τρέχουμε ... έχει και ματς στη δορυφορική ... Φινλανδία - Ελβετία ...
    - Ωραίο ματς ... Ξυλοκόποι εναντίον αγελαδοτρόφων ... ψηφίζω μπυρίτσουαλς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σερραίος. Στον πληθυντικό, ειδικότερα, η ομάδα και οι οπαδοί του Πανσερραϊκού.

Από το γλυκό ακανές, ένα είδος λουκουμιού που παράγεται μόνο στις Σέρρες (γιατί άραγε;). Εκτός από νισεστέ, ζάχαρη, νερό και αμύγδαλα που περιέχουν τα συνηθισμένα λουκούμια, οι ακανέδες έχουν και βούτυρο - είναι, δηλαδή, ακόμη πιο λιγωτικοί και κάθονται κουρσούμια στο στομάχι.

Σαλονικιοί, Δραμινοί και Καβαλιώτες αποκαλούν τους Σερραίους - και τον Πανσερραϊκό - ακανέδες με διάθεση προφανώς μειωτική (Παρ.1). Οι ίδιοι οι Σερραίοι το 'χουν, βασικά, πάρει στην πλάκα (Παρ.2), αν και οι fans του Πανσερραϊκού προτιμούν να αυτο-αποκαλούνται σαψάληδες.

Η ετυμολογία της λέξης ακανές δεν είναι ξεκαθαρισμένη. Μια λογική εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το τούρκικο hakan'e helva, όπου hakan=ο Χάνος, ο πρίγκηπας (όχι αυτός) και helva=ο χαλβάς και ευρύτερα το γλυκό. Και είναι γεγονός ότι οι ακανέδες είναι κληροδότημα των Οθωμανών.

  1. Με αυτήν την ομάδα παίζω στοίχημα χωρίς συναίσθημα και την ποντάρω να κερδίζει συνέχεια. Κανονίστε να αναστήσουμε τους ακανέδες την επόμενη αγωνιστική … (από το www.paokmania.gr, οπαδός του ΠΑΟΚ εξηγεί την στρατηγική του στο στοίχημα - εννοείται ότι στο επόμενο ματς ο ΠΑΟΚ κανόνισε και έφερε ισοπαλία στις Σέρρες και τα γιούρια του τύπου προφανώς πήγαν στον κουβά).

  2. Σύνθημα των οπαδών του Πανσερραϊκού:

Η κόσμια εκδοχή - Άι βε κι άι βε, ούζο κι ακανέ!

Η real εκδοχή - Άι βε κι άι βε, πούτσο κι ακανέ!

Όπου άι=άντε και βε=το εμβληματικό Σερρέικο μόριο, ισοδύναμο με το βρε ή το μπρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελλάθηκα, τα 'παιξα. Χαρκόρ Σερραϊκό ιδίωμα.

Όλη η Ελλάδα έψαχνε πέρσι να βρει τι σημαίνει η λέξη όταν έκανε την εμφάνιση της στα γήπεδα σε πανώ με το σύνθημα «Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό» - σημαίνει ακριβώς τρελλάθηκα, χάζεψα, πωρώθηκα με την ομάδα. Με την σωστή Σερρέικη προφορά ακούγεται ως σσσαψαλλώθκα.

Από το σαψάλης, με την έννοια που έχει στα Σερρέικα - του παλαβού, του τρελλαμένου. Σαψάληδες, ειδικότερα, αυτο-αποκαλούνται οι φανατικοί οπαδοί του Πανσερραϊκού. Ένα από τα fan clubs του Πανσερραϊκού έχει την επωνυμία Che Guevara και ο πολύ χάλια σαψάλης λέγεται σαψαλίστας, έτσι σ' ένα πιο Αργεντίνικο.

Δες και το λήμμα ακανέδες.

1, Το πανό που λες έχει κάνει το γύρο της Ελλάδας. Πέρσι οι τυπάδες της Αθλητικής Κυριακής ρωτούσαν να μάθουν τι σημαίνει σαψαλώθηκα ... (από το http://totalfans.gr/)

  1. O Πανσερραικος ειμαστε κυριως εμεις οι σαψαληδες στην κερκιδα ... (από το φορουμ οπαδών του Πανσερραϊκού Che Guevara)

  2. (Σχόλιο οπαδού του Πανσερραϊκού σε τοπικό ραδιόφωνο, από το blogmanos.blogspot.com)

«Τρώγοντας πατλάκια, παίρνοντας ο ένας σαψάλης τον άλλο σερσέμη τζίνανα, θα ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κιρπίτσ' που θα βρούμε μπροστά μας..»

(Τρώγοντας ποπ κορν, παίρνοντας ο ένας τρελός τον άλλο τρελό στην πλάτη θ' ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κακομοίρη που θα βρούμε μπροστά μας)

Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό - ΤΟ πανώ (από poniroskylo, 27/02/09)Συμμαχία σαψαλίστας- τρακτερίστας (από poniroskylo, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της κερκίδας. Κριάρι είναι ο δυνατός και άτεχνος παίκτης. Γεροδεμένος και καλός στις κουτουλιές - συγνώμη, κεφαλιές - αλλά δυσκίνητος και απελπισία όταν η μπάλα είναι κάτω. Μηδέν τρίπλα, μηδεν πάσα, μηδέν αντίληψη - αλλά παληκάρι και συχνά σκληρός. Συνήθως σέντερ μπακ. Μια-δυο φορές σε κάθε ματς επιχειρεί κατεβασιά με τη μπάλα στα πόδια - πολύ γέλιο. Μπορεί να είναι και σέντερ φορ με ανάλογα χαρακτηριστικά - το λεγόμενο «φουνταριστό» σέντερ φορ που ρίχνει άγκυρα στη μικρή περιοχή των αντιπάλων και προσπαθεί να πάρει τις κεφαλιές.

Κριάρια, από το Rams, είναι και το παρατσούκλι της Αγγλικής Derby County. Δεν υπάρχει - απαραίτητα - σχέση.

ُΣχετικά λήμματα: άμπαλος, Ampalinho (Αμπαλίνιο), δεν τη βρίσκει με τίποτα, δεντηβρίσκοβιτς, δεν κόβει ούτε με βαλέ, δρεπανηφόρο άρμα

  1. O Aβραάμ μέχρι πρότινως ήταν ένα κριάρι. Ένα άμπαλο κριάρι, του οποίου το καλό όνομα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης (σχόλιο για τον κεντρικό αμυντικό του Ολυμπιακου Αβράαμ Παπαδόπουλο στο φόρουμ ΑΕΚΑΡΑ, www.rocking.gr)

  2. Οτι είναι άτεχνος και ατσούμπαλος συμφωνώ,αλλά δεν αμφισβητώ πως είναι δυνατός και γρήγορος..Εξάλλου ο ¨Αντζας ξέρει πολλή μπάλα για σέντερ μπακ,αλληλοσυμπληρώνονται..Όλες οι ομάδες έχουν έναν κουμανταδόρο και ένα κριάρι στην άμυνα για να κάνει τη βρώμικη δουλειά... (από το www.fmgreece.gr, πάλι για τον Αβράαμ)

Ο Αβράαμ - αν η μπάλα ήταν τόσο μεγάλη θα την είχε βρει (από poniroskylo, 24/02/09)Το σήμα των "Κριαριών" (από poniroskylo, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τις ιδιότητες της δαντέλας. Μυγιάγγιχτος, μη μου άπτου, ευαίσθητος.

Αναφέρεται υποτιμητικά και είναι πολύ αγαπητή στους ποδοσφαιρόφιλους.

Φίλαθλος παρακολουθεί αγώνα της ομάδας του και ο τερματοφύλακας δεν είναι σε φόρμα:

- Ρεεεε! Kουνήσου ρούφα! Τι να σε κάνουμε ρεεεεε! Άμα είσαι δαντελένιος να πας σπίτι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified