Selected tags

Further tags

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.

Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.

Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.

1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.

Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.

2. Ρήματα:

2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.

Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).

Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)

Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.

Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.

2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.

Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.

3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:

3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω

Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!

Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.

3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.

[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.

4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες

Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.

5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.

Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.

6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.

Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.

7. Ανένταχτα ουσιαστικά:

κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.

δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.

καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.

Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)

Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:

  1. Την πρώτη σού τη χάρισα. Τη δεύτερη, κυρά μου,
    θα σε τρελάνω στις κλωτσιές κι ας εύρω τον μπελά μου.

Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.

(Μ. Βαμβακάρης)

  1. Μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές,
    μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές, γιατί,
    εγώ είμαι άγιος, εγώ είμαι άγιος, μα όμως άμα με τσαντίσουν γίνομαι άγριος.

(Ν. Καρβέλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κατανόησης για κάποιον άμπαλο, ιδίως μετά από αλλεπάλληλες τσόλες και αμπαλίες, σαν το «σε λα βι».

Θ: Πάσα, εδώ. Που το στέλνεις ρε Μανώλη!
Λ: Η αμπαλία είναι ανίατη αρρώστια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θολώνω / θόλωμα: Ουδεμία σχέση με το «θόλωσε το μυαλό μου κύριε δικαστά, ναι τη σκότωσα αλλά δεν ήξερα τι έκανα» και παρόμοιες πίπες.

Πρόκειται για όρους πολύ διαδεδομένους στο χώρο του bodybuilding και των gym freaks. Θόλωμα είναι η απώλεια γράμμωσης, δλδ η απώλεια σαφούς μυϊκού διαχωρισμού. Είναι το αντίθετο του αγριέματος. Προκαλείται κατά κανόνα από την επικάθιση λίπους στο διάστημα ανάμεσα στο μυϊκό ιστό και την δορά (δέρμα). Το υποδόριο αυτό λίπος «εξομαλύνει» τις γωνιώδεις και σμιλεμένες επιφάνειες, επιπεδοποιεί τα πρηξίματα και τα εξογκώματα της γράμμωσης, προσδίδοντας στο σώμα μια λιγότερο εντυπωσιακή, πιο μπούλικη και πιο μπουχέσικη εμφάνιση.

Σε επαγγελματικό επίπεδο τώρα, όπου η λεπτομέρεια παίζει τεράστιο ρόλο και όπου οι τίτλοι και οι διακρίσεις κρίνονται στα σημεία, θόλωμα μπορεί να επιφέρει ακόμη και η πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών. Γι' αυτό οι επαγγελματίες, κάνα δυό μέρες πριν τους αγώνες, δεν πίνουν ούτε νερό, κι αν πιουν θα πιουν με το κουτάλι της σούπας (κυριολεκτικά), όπως οι άρρωστοι. Μερικοί δεν κάνουν ούτε ντους, για να μην εισχωρήσει υγρασία από τους πόρους του δέρματος...

Μερικές περαιτέρω διευκρινίσεις.

  • Θολωμένος είναι συνήθως αυτός που είχε κάποια άλφα γράμμωση αλλά με τη σαβούρα που χλαπάκιαζε, θόλωσε.
  • Θολός λέγεται αυτός που ούτως ή άλλως ποτέ του δεν είχε καμιά αξιόλογη γράμμωση, παρά τις προσπάθειες και την ιδρωτίλα που έχει ρίξει.
  • Το πρώτο σημείο του σώματος που χτυπιέται απ' το θόλωμα είναι βέβαια οι κοιλιακοί, το περίφημο εξαπάκετο (six-pack). O κοιλιακός είναι μια πονεμένη ιστορία: με βάση την ύπαρξη αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εξαπάκετο, διαχωρίζεται η ήρα απ' το στάρι, οι αγριεμένοι απ' τις πλαδαρούς και τις κοιλιές-σαμπρέλες.
  • Επίσης, το θόλωμα προκαλεί την απώλεια της πολυπόθητης φλεβικότητας. Κι είναι μια τραγωδία να βλέπεις φλέβες χοντρές σα μακαρόνια και στριφτερές σαν τις σκουληκαντέρες, να «σβήνουν» και να σαλαμοποιούνται μέσα σ' έναν κυκεώνα άχρηστου λίπους...

Ρε μαλάκα, πάμε σε καμιά ταβέρνα την Κυριακή το μεσημέρι; – Έχεις τρελαθεί εντελώς; Επικοινωνείς με τον αφαλό σου; Να φάμε σαβούρες και να χαλάσουμε τη διατροφή; Δε ξέρω για σένα, αλλά εγώ βλέπω μακριά, θέλω να κατέβω σε αγώνες το άλλο καλοκαίρι.
Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου, με μια μπριζολίτσα δε θα πάθουμε τίποτα.. Κι εγώ έχω φορτσάρει τελευταία, με πρωτεΐνες και αμινοξέα και της Παναγιάς τα ράμματα, αλλά κι η σαβούρα επιβάλλεται μια φορά τη βδομάδα.
– Δίκιο έχεις, το 'χα ξεχάσει, τραβιέται μια στο τόσο η σαβούρα, έτσι για να ενεργοποιείται κι ο μεταβολισμός. – Λοιπόν;
– Οκ, πάμε, αλλά για την μπριζόλα που είπες, μόνο μοσχαράκι θα παίξει. Τη χοιρινή την ξεχνάς από τώρα, αν δε θες να θολώσεις στο πιτς φιτίλι. – Ε είσαι άρρωστος τελικά..

(από Khan, 20/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος ασχέτης, ο άμπαλος που βαράει στο γάμο του Καραγκιόζη, ο άνθρωπος της τσόλας, που παίζει στην παιδική χαρά και το χάνει σε ελεύθερο τέρμα.

- Είδες τον Μιχάλη που έπαιζε χθες με τη Βέροια;
- Τι τσόλερμαν, ρε! Σε ελεύθερο και βάρεσε οριζόντιο δοκάρι. Προτιμώ τον Αμοκάτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτ που εκτελείται με τη σόλα και, λογικά, καταλήγει στα 100 χιλιόμετρα από το τέρμα.

Παρουσιαστής: - Αντωνιάδης, αδειάζει το Μιχαηλίδη, αλλά το σουτ καταλήγει μακριά από το τέρμα του Κώλοβιτς.

Οπαδοί: -Τι τσόλα ρε πουστρόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολυμπιακάκιας - Παθηναικός - Αεκιτζής είναι εκφράσεις του απλού λαού που χρησιμοποιούνται στο παραδοσιακό καφενείο από άτομα μεγάλης ηλικίας που όμως μοιράζονται το φίλαθλο πνεύμα και μια αγνή αγάπη για την εκάστοτε ομάδα. Έτσι, η παραφθορά του Ολυμπιακός , Παναθηναικός και Α.Ε.Κ. δείχνει ότι απέχουν από φανατισμό και οπαδισμούς αλλά η επιθυμία για ευγενές κάζο παραμένει .

- Α ρε Πανάγο, πότε θα το καταλάβεις ότι δεν είναι ο ομάδα ο Παναθηναϊκός ; Παίκτης σαν τον Γιώργο Δεληκάρη δεν έχει έρθει στον Παναθηναϊκό.
- Μίλησε ο Ολυμπιακάκιας! Εμείς είχαμε και έναν Μίμη Δομάζο όπου πήγαμε και σε έναν τελικό στην Ευρώπη, αλλά πού να τον ξέρετε αφού είστε μονο εγχώριοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ντρίπλες στο ποδόσφαιρο που σαν σκοπό έχουν περισσότερο την τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού, παρά την ουσία.

Εξοργισμένος οπαδός προς παίκτη της ομάδας του :
- Βγάλε την φανέλα ρε παλτό! Αν θες ποικιλίες να πας σε ουζάδικο!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αλεφάντειο διάλεκτο, μαντουμαδόρος καλείται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής που διακρίνεται για την ικανότητά του στο μαν-του-μαν παιχνίδι, δηλαδή στο στενό μαρκάρισμα του αντιπάλου παίχτη σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.

- Και του λέω του προέδρου: Έχεις τις χαφάρες σου, τα μπακ σου φοβερά ν΄ανεβαίνουν, πάρε και δυο μαντουμαδόρους παιχταράδες στο κέντρο της άμυνας να καταπίνουν τους αντιπάλους. Με θεριά πας να παίξεις στη Ευρώπη, όχι με τ΄Άσπρα Χώματα! Δηλαδή ο Χάπελ που έπαιζε με Μάγκατ και Κάρστενμάγιερ και πήρε το Κύπελο το '84 και παραμιλάγανε όλοι, άσχετο θα τον βγάλουμε;

Νίκος Αλέφαντος (από allivegp, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της ομάδας του Άρη Θεσ/κης. Είναι πολύ χαρακτηριστική λέξη στην Θεσ/κη, κυρίως από τους οπαδούς των άλλων ομάδων της πόλης που, όταν κάνουν αναφορά στην ομάδα του Άρη, συνήθως χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη.

Άρης - Αρούλης - Ρούλης...

Την άλλη Κυριακή παίζουμε με τον Ρούλη στο Χαριλάου.

(από polemarxos90, 11/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified