Διάρροια.
- Έφαγα ένα βρώμικο και με πήγε πρωκτοζούμι.
Διάρροια.
- Έφαγα ένα βρώμικο και με πήγε πρωκτοζούμι.
Βλ. και τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι, αίμα, σαντορούμι.
Got a better definition? Add it!
Αμερικανική έκφραση, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των φοιτητών, οι οποίοι φημίζονται για τα ιδιαίτερα «άγρια» πάρτυ τους στα διάφορα κολλέγεια και αδελφότητες.
Η φράση περιγράφει εν συντομία την επίδραση της γενναίας κατανάλωσης μπύρας (αν μπορεί να χαρακτηρισθεί μπύρα ο Αμερικάνικος νερουλιασμένος ζύθος), στην υφή του προϊόντος κενώσεων της επόμενης ημέρας.
Κοινώς, η μορφή των σκατών του υπερ-καταναλωτή μπύρας η οποία μοιάζει με λάσπη. Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στην μπύρα Budweiser (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο και σαφώς ανώτερο Τσέχικο προϊόν), η οποία είναι γνωστή ως Bud.
Προφανώς, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με οποιονδήποτε ζύθο, πλην όμως η έκφρασις θα έχανε το ομοικατάληκτον και την κωμική της ιδιότητα εάν φερ' ειπείν κυκλοφορούσε ως «Heineken Mud».
Χωρίς να θέλει να προδικάσει, ο καταχωριστής είναι σχεδόν βέβαιος ότι οι άρρενες που διαβάζουν το παρόν, χαμογελούν ενθυμούμενοι ηρωϊκές ημέρες Bud Mud στη ζωή τους...
- Τι έγινε ρε Μήτσο; Κομμένο σε βλέπω...
- Άσ 'τα, χθες είχε beach party και κατέβασα καμιά 20αρια λίτρα μπύρα.
- Τι λες ρε συ! και δε σε τρέχανε στα επείγοντα;
- Όχι, αλλά σήμερα όλη μέρα είχα ενσωματωθεί στη λεκάνη... Το απόλυτο Bud Mud σου λέω...
Βλ. και μπεκροχέσα.
Got a better definition? Add it!
Η τροφή που σπάει την δυσκοιλιότητα και φέρνει το καλό, το ωραίο, το πολυπόθητο χέσιμο.
- Τι έπαθε πάλι η μικρή;
- Τα ίδια. Πέντε μέρες έχει να πάει και έχει πρηστεί, δε βλέπεις;
- Δώσ' της σύκα να φάει, είναι χεστικά. Και κανα κολοκύθι...
- Της έδωσα λίγο ρύζι, δεν κάνει; Φυτό είναι κι αυτό.
Got a better definition? Add it!
Το ανδρικό πέος, κατόπιν παρά φύσιν συνουσίας, συμπαρασύρον κατά την έξοδο αδρανή υλικά.
Αηδιαστικό μεν, ευρηματικό δε!
Τον βγάζω και τον βλέπω καφετζόπουλο, αλλά αφού πληρώσαμε μπροστά, λέω δε γαμεί!
Got a better definition? Add it!
Τα υγρά απόβλητα του πρωκτού μετά από οθωμανικό, που περιλαμβάνουν συνήθως σπέρμα, κόπρανα, σάλιο, ιδρώτα, αίμα, καθώς και ό,τι άλλο υγρό ή υγροποιήσιμο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της πράξης.
Συνώνυμα: σαντορούμι. Δες ακόμη: μεζές, όποιος τον κώλο αναζητεί, λάσπες και σκατά θα βρει
Ο Πίπης και ο Φίφης κατεβάζουνε παρέα τσόντες στα λαπτόπια:
Φίφης: Μπλιάχ! Γιάααακχχχ! Γκχκχχκχκχ!
Πίπης: Τι έπαθες ρε μαλάκα και κθουλιάζεις έτσι;
Φίφης: Αηδία μαλάκα, εμετός! Λιάκατα!...
Πίπης: Για να δώ - για να δώ...
Φίφης: Άσ' το, ξέχνα το, έχω σβήσει και χίστορι ήδη μην ξαναπέσω πάνω του μιλάμε.
Πίπης: Πού έπεσες ρε θα μου πεις;
Φίφης: Ρε μαλάκα, της έχει ξεσκίσει την κωλάρα ο τύπος, την έχει χύσει κιόλας, και τι κάνει;
Πίπης: Τι κάνει;
Φίφης: Αδειάζει μέσα και μια κοακόλα, την ταρακουνάει και λίγο πέρα-δώθε, και τη βάζει να του τα κλάσει όλα στη μάπα ρε μαλάκα!... Εμετός!... Γέμισ' ο τόπος πρωκτοζούμια... Τού 'μειναν και κάτι κομματάκια στο μάγουλο... λιάκ...
Πίπης: Σιγά μωρή κυρία, πώς κάνεις έτσι... Το «τού γκέρλς ουάν κάπ» σ' τό 'χω δείξει;
Got a better definition? Add it!
Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.
Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.
Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.
Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.
Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.
Got a better definition? Add it!
Δημώδης έκφραση, την οποία άκουσα στην Ήπειρο, αν και νομίζω ότι πολλές πόλεις θα ερίσουσι... Η σημασία καταφανής, στο πνεύμα των όσων έγραψε κι ο Μαθιός (7:1-3):
«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;
... και γενικότερα ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο.
Η εθελοτυφλία έναντι της ιδίας αμαρτίας στο μεν προσωπικό επίπεδο είναι υποκρισία, στο δε κοινωνικό είναι ιδεολογία, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον φορέα της (όχι και πολλά σε τούτο τον κόσμο, σ΄αυτήν την κοινωνία).
Η φράση, η οποία είναι γιαγιαδίστικη αλλά πολύ ντούρη, δε σημαίνει κάτι παραπάνω από το «δεν κοιτάς τα μούτρα σου», είναι όμως τιραμισουρεαλιστική μιας και τον κώλο σου που χέζει υπό Κ.Σ. δεν τον βλέπεις. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς θέλει να πει: πόση λιγότερη ματαιοδοξία θα υπήρχε στον κόσμο αν βλέπαμε τον κώλο μας όταν χέζαμε, Νίκο Τσιαμτσίκα;
- Πήγε ο μαλάκας κι έγλειψε και πήρε ειδικότητα που ήθελε, ουρολογία...
- Γιατρέ μου τους άλλους τους βλέπεις, τον κώλο σου που χέζει δεν τον βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.
Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!
Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.
Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!
- Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
- Καλή όρεξη...
- Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
- Καλή όρεξη!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).
Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified