Further tags

Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου ένας κάθεται τέρμα και οι υπόλοιποι προσπαθούν να του βάλουν γκολ μόνο αν, πριν το τελικό σουτ, έχει προηγηθεί πάσα-σέντρα στον αέρα. Αν η μπάλα βγει out -αλλά όχι πάνω από τα δοκάρια-, τότε ο τελευταίος που ακούμπησε τη μπάλα κάθεται τέρμα.

Αυτός που ορίζεται πρώτος τερματοφύλακας συνήθως ξεκινάει με 11 πόντους, ενώ οι υπόλοιποι με 9. Με κάθε γκολ που δέχεται, μειώνεται το σκορ του τερματοφύλακα κατά ένα. Βέβαια αν το γκολ επιτευχθεί με «τακουνάκι», με το στήθος, με «ανάποδο ψαλίδι» κτλ, τότε μετράει για παραπάνω γκολ.

- Λοιπόν, πάμε ένα ψηλάκι μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι να ζεσταθούμε κιόλας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως χουλιγκανισμός αναφέρεται η ανάρμοστη και βίαιη συμπεριφορά οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί στη διατάραξη της τάξης.

Εκ του «hooliganism» που χρησιμοποιείται από το 1890 για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά συμμοριών των δρόμων του Λονδίνου.

Να αρχίσει ο πόλεμος
να γίνετε χαμός πόσο μ' αρέσει ο χουλιγκανισμός
και ο μπάτσος να σε κυνηγάει σα τρελός
αυτό ρε μάγκα είναι αθλητισμός..
(Άσμα φιλάθλων)

Διεθνοποιήθηκε τον 20ο αιώνα ως σοβιετική ορολογία για τους αντιφρονούντες του καθεστώτος (khuligan).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.

Πηγή: Ιησούς.

Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεύομαι, δεν ξέρω τι μου γίνεται, είμαι σε σύγχυση, αδυνατώ να παρακολουθήσω κάτι ή κάποιον, χάνω τον λογαριασμό, χάνω την σειρά των γεγονότων, αποτυγχάνω να συγκρατήσω στο μυαλό μου πληροφορίες λόγω του πλήθους τους, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, δεν ξέρω πού παν τα τέσσερα, έχω χάσει επεισόδια. Ενίοτε και σαν γενικότερος χαρακτηρισμός ανθρώπου (βλ. είμαι οφ, είμαι αλλού, είμαι καμένος).

Αλλά και χάνομαι όμορφα, γουστάρω τόσο που η λογική μου υποχωρεί, συνεπαίρνομαι, καταπλήσσομαι από την ποιότητα μιας εμπειρίας.

Προέλευση από τον χώρο του ποδοσφαίρου: Οι επιτιθέμενοι είναι τόσο καλοί που οι αμυνόμενοι δεν προλαβαίνουν καν να παρακολουθήσουν την πορεία της μπάλας, πόσο μάλλον να προβάλουν αντίσταση ή να την κλέψουν, περιφερόμενοι κατά συνέπεια σα χαμένοι στο γήπεδο, μάταια προσπαθώντας να πιάσουν το ρυθμό που απαιτείται.

Από το ποδόσφαιρο, μέσω και μιας δημοφιλούς διαφήμισης του ΟΠΑΠ, έρχεται και ένας άλλος τρόπος να πεις ότι «χάθηκε η μπάλα»: το σύνθημα «πού 'ναι η μπάλα, οέο;» το οποίο λέγεται είτε τραγουδιστά είτε όχι.

  1. Από εδώ:

Για να μην μιλήσω για προγραμματισμό στο Linux , εκεί και αν έχασα την μπάλα. Για να φτιάξεις ενα παραθυράκι που να κάνει 2 δουλίτσες σου βγαίνει το λάδι.

  1. Από εδώ:

Φίλε συνονόματε giorgo αυτά που γράφεις θέλεις να τα διαβάσει ο κόσμος ή όχι. Εγώ προσπάθησα όμως και κάπου στο 1/3 του... κειμένου σου, έχασα την μπάλα. Δεν καταλάβαινα τίποτα από τις μα..@#$..ες που γράφεις.

  1. Από εδώ:

Σε παρακαλώ δώσε προσοχή. RESIZE όχι τα σβήνουμε όλα και φτιάχνουμε ένα μικρότερο. Αν σβήσεις ένα partition την έχασες την μπάλα.

  1. Από εδώ:

Μοντέλα απο τα stand της Canon της Fugi και μιας άλλης εταιρίας που δεν θυμάμαι γιατί έχασα την μπάλα...με το ξανθό...

  1. Από εδώ:

Λοιπον να πω και εγω την γνωμη μου. Επαιξα το ντεμο στην 40αρα μου σε 1080p. Στην αρχη εχασα την μπαλα με τα εκπληκτηκα μοντελα ,στον τομεα των γραφικων το παιχνιδι εχει ξεφυγει ,με μια λεξη εκπληκτικο!!!!

Το μοντέλο του τέταρτου παραδείγματος. (από patsis, 19/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της ΑΕΚ. Χρησιμοποιήθηκε λόγω της καταγωγής του συγκεκριμένου σωματείου από την Πόλη, ειρωνικά από τους οπαδούς των αντίπαλων ομάδων.

Τίγκα στα χανούμια είναι η Νέα Φιλαδέλφεια.

(από Galadriel, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ομαδικά αθλήματα (ιδίως μπάσκετ, αλλά και ποδόσφαιρο κλπ), φονιάς αποκαλείται, με μεγάλη δόση σεβασμού, ο χαρισματικός σκόρερ, που έχει τον τρόπο του να στέλνει τη μπάλα στο πλεχτό.

Ο φονιάς καθαρίζει συνήθως στις δύσκολες φάσεις, όταν ο αγώνας είναι αμφίρροπος, τότε που όλα παίζονται, τότε που απ' το άγχος η μπάλα μοιάζει να ζυγίζει 200 κιλά κι οι περισσότεροι την αποφεύγουν σαν καυτή πατάτα.

Ο φονιάς διαθέτει παροιμιώδη ψυχραιμία (αγγλιστί cold-blooded) και ατσαλένια νεύρα. Δεν φοβάται να αναλάβει την ευθύνη του τελειώματος μιας δύσκολης φάσης. Είναι επίσης λιγότερο ευάλωτος στην ψυχολογική πίεση που ασκεί η αντίπαλη εξέδρα, σε εκτός έδρας ματς. Γράφει στα παπάρια του τις γιούχες των φανατικών και απλά κάνει τη δουλειά του. Ο φονιάς είναι ψυχάρα, είναι μάγκας και καραμπουζουκλής.

Τα καίρια χτυπήματα του φονιά, σκοτώνουν κυριολεκτικά την αντίπαλη ομάδα, που ψάχνει να δει τι της συνέβηκε και τι αστροπελέκι ήταν αυτό που τη χτύπησε. Αποκαλείται και κίλερ, αγγλισμός που έχει πλήρως καθιερωθεί, αυτούσιος, στο εγχώριο slang λεξιλόγιο. Σπανιότερα και δολοφόνος (τότε συνήθως συνοδεύεται από τον προσδιορισμό «με το αγγελικό πρόσωπο», κλασική δημοσιογραφίστικη κοινοτοπία).

Όπως οι περισσότεροι ικανοί παίχτες, ο φονιάς γίνεται συνήθως βεντέτα, δημιουργεί τον προσωπικό του μύθο, που τον θέλει λιγομίλητο, σκληρό και απρόσιτο... Ακριβώς όπως και ο χατζιδακικός-γκατσικός Γιάννης ο Φονιάς, στο ομώνυμο τραγούδι από το δίσκο Αθανασία, του 1976...

  1. Είναι ένας φοβερός τύπος και πραγματικά ήταν τιμή μου που αγωνίστηκα στην ίδια ομάδα με αυτόν. Τα χρόνια που παίξαμε μαζί ήταν ο καλύτερος σουτέρ σε όλη την Ευρώπη, ένας πραγματικός “φονιάς”. Μόλις η μπάλα πήγαινε στα χέρια του ήξερα ότι θα κατέληγε στο καλάθι.
    Τάδε έφη Ντίνο Ράτζα για Φραγκίσκο Αλβέρτη. Από εδώ.

  2. Campionato: «Φονιάς» ο Αντριάνο. Μεγάλος πρωταγωνιστής ο Αντριάνο που με δικό του γκολ στο 90', έδωσε την νίκη με 3-2 στην Ίντερ, έναντι της αιώνια αντίπαλου της, Μίλαν. Από εδώ.

(από johnblack, 07/11/09)Χρήστος Δημόπουλος - φονιάς (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τερατώδης ψευτιά. Απαντάται συχνότερα στον πληθυντικό: φίδια. Πρόκειται συνήθως για ψευτιά που λέει κάποιος όταν θέλει να παινευτεί, να κομπάσει, να το παίξει ιστορία. Υπερθετικός: ανακόντα.

Αν φίδι είναι το ίδιο το ψέμα, η πράξη του ψευδολογείν είναι ακριβέστερα η φιδιά (η λέξη υπάρχει με άλλη σημασία εδώ). Στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως.

Συνώνυμα:

- δράκος / δρακιά
- αρκούδες / αρκουδιές (μόνο πληθ.)
- μούσι (συνήθως πληθ., μούσια)

Αυτός που αμολάει φίδια είναι ο φιδέμπορας ή φιδίας.

  1. Το πέος και ειδικότερα το μεγάλο πέος. Οι λόγοι της παρομοίωσης πολλοί.

α. Το επίμηκες σχήμα και των δύο (ο πλέον προφανής λόγος)

β. Το φιδοκέφαλο είναι πλατύτερο και παχύτερο από το σώμα του φιδιού, όπως ακριβώς και ο πουτσοκέφαλος σε σχέση με το υπόλοιπο πουλί.

γ. Το δέρμα στην περιοχή του πέους και του οσχέου είναι εκπληκτικά λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο. Δεν υπάρχει λίπος ούτε για δείγμα, εξού και τα πολλά φλεβίδια που διαγράφονται επί του πέοντα. Το ίδιο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο είναι και το δέρμα του φιδιού, το «κουστουμάκι» του όπως λέγεται, που, ανά τακτά διαστήματα, το πετάει και βγάζει καινούριο.

δ. Η μεταξένια αίσθηση που αφήνει στο χέρι το φίδι όταν το χαϊδεύεις και η εξίσου μεταξένια αίσθηση που αφήνει - σύμφωνα με μαρτυρίες - στο στόμα ο πούτσος όταν τον γλείφεις.

ε. Το φίδι τυλίγεται, κουλουριάζεται. Όπως ακριβώς γίνεται με το μεγάλο πέος, και καλά. Οι προσοντούχοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κωμικές υπερβολές, π.χ. «την έχω τόσο μακριά που αναγκάζομαι να την τυλίγω για να βγω έξω» ή «την χρησιμοποιώ και για ζωνάρι άμα λάχει». Οι ίδιες υπερβολές χρησιμοποιούνται και προς χλευασμό των μονίμως κομπορρημονούντων προσοντούχων: «άμα την έχεις τόσο μακριά όσο λες, για δες αν φτάνει και στον κώλο σου!»

στ. Το φίδι, όπως και ο πέοντας, είναι ευλύγιστο και χώνεται σε τρύπες.

  1. Ως μπιλντεράδικη έκφραση, φίδι είναι ο φοβερά γραμμωμένος, ο σφαγμένος ή φέτας, ο οποίος όμως διαθέτει και έναν αξιοπρεπή όγκο (μυική μάζα). Κοινώς, τούμπανο, χάρμα οφθαλμών. Oι λόγοι της παρομοίωσης δύο:

α. Οι σωστοί σφίχτηδες έχουν καταφέρει να λεπτύνουν υπερβολικά τη μέση τους και να ογκώσουν το άνω μέρος του κορμού (στήθος, πλάτη, χέρια). Δες μήδι #1. Στα δε φίδια, ιδίως τις κόμπρες, εκπτύσσεται με εντυπωσιακό όσο και κομψό τρόπο το άνω άκρο του κορμού, που καταλήγει στο κεφάλι. Δες μήδι #2.

β. Στους γραμμωμένους / φετιασμένους τύπους, τα τετραγωνάκια που σχηματίζουν οι κοιλιακοί (πρωτίστως) αλλά και οι υπόλοιποι μύες, θυμίζουν έντονα το φολιδωτό δέρμα του φιδιού. Τα φίδια μοιάζουν να έχουν εξαπάκετο και βάλε... Δες μήδι #3.

1α. - Μαλάκα τι φίδι πέταξε πάλι ο γκιόζης ο Λάμπρος! Είπε πως είχε τη Δήμητρα σπίτι του και της έπαιζε κιθάρα, αυτή καύλωσε και μετά τη γάμησε. Έλεορ!

1β. - Τι αμετανόητος φιδέμπορας είν' αυτός ο Λάμπρος! Χτες καθόταν και μου έλεγε πως έχει πάει με περίπου 300 γυναίκες στη ζωή του. Και να μου περιγράφει και σκηνικά απ' τα γαμήσια. Αυτά πλέον δεν είναι φίδια, είναι ανακόντες αγόρι μου του είπα.

1γ. - Έπρεπε να ήσουν χτες βράδυ που προσπαθούσε ο Λάμπρος να ψήσει τη Χρυσούλα. Την άρχισε πάλι στις γνωστές φιδιές για τον πατέρα του που έχει εκατομμύρια σε καταθέσεις στην Ελβετία...

  1. - Μωρό μου ουάου! Τι φίδι είν' αυτό που έχεις; Και θα μπει μέσα μου τώρα όλο αυτό;

2β. - Πρόσεχε μη λες μαλακίες γιατί θα βγάλω έξω το φίδι και θα σε πουτσίσω...

  1. - Όσο και να κωλοχτυπιέσαι αγορίνα μου στα δικέφαλα και στα κοιλιακά, έτσι φίδι σαν τον Αλεξάκη δε γίνεσαι. Αυτός τραβιέται με τα σίδερα από 15 χρονώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντρικό φαντασιακό σεξολυμπιακό αγώνισμα.

12 δωδεκάδες αντρών, που πέρασαν στον τελικό (και μην ρωτάτε πως, εμείς πάντως είμαστε μέσα), παρατάσσονται σε παράλληλες σειρές, καθισμένοι σε αναπαυτικές σεζ λονγκ, αραχτοί και λάϊτ.

12 Λίλιαν , Σουζάνες, Ντέμπορες, Τζέσικες, Λόλες και ό,τι άλλο εμπίπτει στην κατηγορία μανουλομάνουλο, στέκονται ανά μία στην αρχή της κάθε αντρικής δωδεκάδας, φορώντας την στολή της Εύας π.Α (προ Αμαρτήματος).

Με το μπαμ του αφέτη, σκύβουν επί τη σκυτάλη. Οι άντρες μπορούν μόνο να τις παροτρύνουν να «σκυταλοδρομήσουν» γρήγορα, καθώς κάθε άλλη βοήθεια απαγορεύεται.

Νικήτρια όποια, αφού παραλάβει και ξετελέψει 11 σκυτάλες στην σειρά, ξετελέψει πρώτη και την δωδεκάτη σκυτάλη.

Η παραλλαγή κατά την οποίαν 12 Λίλιαν τσιμπουκοδρομούν επί μίας και μόνης σκυτάλης, ελέγχεται ως υπέρ του δέοντος φαντασιακή.

- Ρε συ, τι χείλια είναι αυτά που έχει το Λελάκι!
- Είδες ρε; Aυτή είναι για τσιμπουκοδρομίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified