Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.

Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.

Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.

Ασίστ: ο johnblack μου.

- Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
(εδώ)

- Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
(προς μπαγαποντοδότη, εκεί)

- Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
(παραπέρα)

- Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
(ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)

Λαβ ιζ ιν δη ερ! (από Vrastaman, 04/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και σήμαινε την πουτάνα νέτα-σκέτα (όπως και η παξιμαδοκλέφτρα).

Σήμερα, έχει λάβει τη σημασία της μεσόκοπης και σε καμία περίπτωση νεάζουσας γυναίκας, που εξακολουθεί να σφύζει από λάγνο πάθος για τον ανώμαλο έρωτα κι αυτό φαίνεται (όχι με την πρώτη ματιά).

Φωνή βαριά (κοκοροβηχιάρας κουμκανα-juice), φυσική σιλουέτα μετά από πεντ' έξι γέννες, λίγο λαϊκούρα στήσιμο, νύχι ασημί (συχνά έχει ξεφτίσει το χρώμα), τσιγάρο σλιμ ή Oscar-Dunhill-Davidoff ή με χρυσαφί φίλτρο, θεοσεβούμενη, δεν δίνει δικαιώματα στη γειτονιά, τσάντα και ένδυση συντηρητικότατη έως ακαλαίσθητη και ανάλογη της ηλικίας της, φτηνατζούρα άρωμα, πρόστυχο (όπτιοναλ) ή ρώσικο μακιγιάζ (σκιά ABBA, με πράσινη βλεφαρίδα και ροζ κραγιόν) και βλέμμα πολυσήμαντο.

Σε εξεζητημένες περιπτώσεις, μπορεί να διακρίνει κανείς και χρυσή αλυσιδίτσα στο πόδι (πάνω απ’ το καλτσόν), έστω κι αν δεν ταιριάζει με το ανσάμπλ. Δίχως να είναι η θεία μου η χίπισσα, φορεί περιορισμένο αριθμό και εύρος λιλιών μιας παρωχημένης εποχής και ιδίως σταυρό στο στήθος (συνήθως όξω απ’ το πουλόβερο).

Αν σταυροκοπιέται κιόλας κάθε τόσο, παναπεί γαμιέται ασύστολα (υπάρχει εξήγηση αλλά δεν είναι της παρούσης). Δεν είναι ούτε μίλφ ούτε τζιλφ και κατ’ οίκον φορεί ρόμπα καπιτονέ. Δεν είναι απαραιτήτως ούτε τεκνατζού ούτε άπιστη σύζυγος.

Ενδημεί σε όλες τις ελληνικές πόλεις και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν είναι αντακάβα πρώην πουτάνα, που παρασταίνει στα υστερνά την οσία θείτσα. Παλαιότερα κουβαλούσε τις Κυριακάδες, κάτι στραπατσαρισμένα ανώνυμα χαρτόκουτα συνοικιακών ζαχαροπλαστείων για να πάει επίσκεψη με το τρόλεϊ, πριν αντικατασταθεί από εξοδούχους αλλοδαπούς.

Μακριά και με τον απήγανο επίδοξε Ντάστιν, εκτός κι αν η Μπάνκροφτ σου πέφτει μικρή...

- Κοίτα πώς μας κοιτάζει αυτή!
- Πού;
- Να, αυτή απέναντι, που ταΐζει τα περιστέρια...
- Ποια ρε μαλάκα, την κωλόγρια λές;
- Ναι την παπαδοξηλώτρα! Σαν ξερολούκουμα μας κοιτάζει...
- Ρε σε, αυτή όπου να’ ναι αγιάζει! Καλά αγόρι μου, μου φαίνεται πρέπει να σε κλείσουμε σε πουρολογική κλινική!
- Βρε άκου που σου λέω...

(από GATZMAN, 30/10/09)παξιμάδι και σία  (από GATZMAN, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη, ως κλητική προσφώνηση, έχει πολλαπλές έννοιες ανάλογα με το ποιος, για ποιον και σε ποια περίπτωση την λέει.

Προηγούμενος ορισμός έχει καλύψει την περίπτωση να την λέει άντρας.

Εδώ συμπληρώνουμε τις εξής περιπτώσεις (η παράθεση δεν είναι εξαντλητική, υπάρχουν άπειρες παραλλαγές αλλά οκ, τα βασικά τουλάχιστον):

1: Κυριολεκτικό - Όταν την λέει μια μάνα για το παιδί της: εκφράζει πραγματική αγάπη αγνή, απέραντη, χωρίς όρια και όρους. Πάράδειγμα 1,2 . Media 1, 2.

2: Όταν την λέει μια γυναίκα σε έναν άντρα (που δεν είναι γιος της, αυτό το εξαντλήσαμε):

Υποπεριπτώσεις:

2.1 : Παράδεισος ή ο εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες: Εκφράζει συναισθήματα υπερσυμπυκνωμένης αγάπης, σε έναν αγαπημένο άντρα, όπως αυτής που έχει η μάνα για το μωρό της. Τον αγαπά απεριόριστα, σαν παιδί της. Αυτό όταν ξεφύγει και η άλλη παρασυρθεί από το βαθύ της αίσθημα και ενδέχεται να προκύψουν καταστάσεις καταπίεσης, ψυχοβγαλτισμού, να τον μπουκώνει κολοκυθάκια γεμιστά κ.λπ. Κατ' επέκταση δημιουργεί δυσκολίες στο σεξ, εκτός αν το ζευγάρι αποφασίσει να κρατήσει την αιμομιξία στα πλαίσια της οικογένειας. Παράδειγμα 3 - Media 3

2.2 : Θεατρικό: Η λέξη «μωρό» κατά παράφραση της #2,1, χρησιμοποιείται γενικώς για να πείσει η άλλη τον άντρα που χει δίπλα της ότι τον αγαπάει απεριόριστα. Αλλά δεν πολυμασάνε οι άντρες πια, εκτός αν πρόκειται για την πρώτη γυναίκα που γνώρισαν μετά την μάνα τους, επειδή όσες γυναίκες είχαν όλες «μωρό μου» τους έλεγαν. Γιατί κι αυτές από τους άντρες που είχαν το έμαθαν κι έτσι δεν μασάνε κι αυτές και τα παίρνουν κιόλας μερικές φορές. Ουφ μπλέξιμο. Παράδειγμα 4 - Media 4

2.2.1: Χειραγώγησης: Η Barbieαποκαλεί μωρό τον παππού. Γιατί τον έχει ξεμωράνει, οπότε καλά κάνει και πολύ ειλικρινής είναι. Γιατί τον ξεμωραίνει κάθε φορά που τον αποκαλεί μωρό και ναι μεν δεν είναι ειλικρινής αλλά ποιος χέζει, να τα χρυσαφικά, να τα κάμπριο, πάρε και τούτα πάρε και κείνα, μωρό ο παππούς;;; οφκόοοοοοοορς. Παράδειγμα 5 - Media 5

2.2.2: Προνοητικό: Η προνοητική γυναίκα αποκαλεί μωρό τον αγαπημένο άντρα. Κάθε αγαπημένο άντρα και όλους ανεξαιρέτως. Δεν μπορεί να τους αγαπάει όλους απεριόριστα ούτε μητρικά - από την άλλη πολύ βολικό γιατί την ώρα της κρίσεως είναι αμαρτία να χαλάσει την φάση επειδή τον είπε με άλλο όνομα. Έτσι κι αλλιώς το ίδιο κάνουν και οι άντρες. Παράδειγμα 6 - Media 6

3. Όταν την λέει μια γυναίκα σε μια άλλη γυναίκα, αναφερόμενη όμως σε έναν άντρα:

3.1 Κτητικό: Η μία φίληστην άλλη φίλη - η έκφραση «το μωρό μου» εμμέσως υποδηλώνει κτητικότητα. Τέρμα ρε φιλενάδα, είναι το μωρό μου πια, τα πράγματα είναι σοβαρά, τζους εσύ. Παράδειγμα 7 - Media 7

3.2 Ειλικρινές: Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, αναφερόμενη σε γκόμενο μικρότερης ηλικίας - το προφανές. Τα μωρά έχουν ορμές, κορμάρες και αντέχουν στις κακουχίες. Πώς αλλιώς να τον πει στην φιλενάδα της. Στον ίδιο πρέπει να αποφεύγεται γιατί μπορεί να λειτουργήσει ευνουχιστικά. Παράδειγμα 8 - Media 8

Τελευταίο και κυριότερο:

4#Πασπαρτού: Εκτός των προαναφερθέντων, ας σημειωθεί ότι ο όρος «μωρό μου» μπορεί να χρησιμοποιείται οπουδήποτε, για οποιονδήποτε κ.λπ. στο σπίτι, στο γραφείο, στην εκδρομή, στο πάρτυ κ.ο.κ. Το τί σημαίνει σε κάθε περίπτωση ξεκαθαρίζεται μόνο από το ύφος και τα συμφραζόμενα.

  1. Μανούλα: Νάνι, νάνι το μωρό μου, Νάνι, νάνι το χρυσό μου, Νάνι του να κοιμηθεί, Και καλά να σηκωθεί λαλαλα (χρρρ ύπνος το βρέφος)

  2. Μανούλα: Έλα βρε μωρό μου, σήκω Θανάση να πας στο γραφείο, θα σε διώξουνε πάλι ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε που όλη νύχτα γυρνάς στα κωλάδικα και δεν σταυρώνεις δουλειά, ξύπνα ρε Θανάσηηη ανάθεμα την μάνα σου.

  3. Γκόμενα: Έλα βρε μωρό μου, σήκω Θανάση να πας στο γραφείο, θα σε διώξουνε πάλι ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε που όλη νύχτα γυρνάς στα κωλάδικα και δεν σταυρώνεις δουλειά, ξύπνα ρε Θανάσηηη ανάθεμα την μάνα σου.

4.-Τασία μου είπε ο Μήτσος ότι σε είδε χτες στον Γονίδη και δεν ήσουνα με τις κοπέλες Τασίαααα με ένα μουστακαλή ήσουνα και σου πέταγε γαρδένιες Τασίαααα
-Έλα ρε μωρό μου ακούς τον Μήτσο, αφού αυτός μου την πέφτει, ψέματα λέει!
(μουσικό background: Madison Avenue - Dont' call me baby, You got some nerve, and baby that'll never do... It's time you knew I'm not your baby)
-ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΤΑΣΙΑΑΑΑΑΑΑ
(μουσικό background: ήχοι από μπατσίδια)

5. Barbie: Μωρό μουυυυυ... Γλυκουλίνι και τζιβιντζουλίνι μουυυυυ... Περνούσα σήμερα από τον Καίσαρη και δεν θα το πιστέψεις! Ένα περιδέραιο φώναξε το όνομά μου! Μωράκι πάμε να το δούμε παρεΐτσαααα;;;

  1. Λάθος διάλογος:
    -Λεωνίδα μου, με πήγες στα αστέρια, δεν ήταν πήδημα αυτό, ήταν ένα όνειρο...
    -Κώστας ρε Λουκία!
    -Μπα; Και γω Κώστας θυμόμουνα, αλλά μου φάνηκε ότι μου είπες this is Spartaaa - θα μπερδεύτηκα.
    -Πάρτααα σου είπα Λουκία (θα μπερδεύτηκες)

Σωστός διάλογος:
-Ναι μωρό μου, έτσι μωρό μου, μμμμ εκεί, εκεί, ναι, ναι, εκεί, τελειώνω μωρό μουυυυ
(Έτς!)

  1. - ...και μετά, το μωρό μου, με πήγε στο Queen's για βάφλα!
    - Ποιο Queen's, εκεί πηγαίνανε οι γέροι μου ρε, δεν ήξερα ότι λειτουργεί ακόμα... Να πάμε καμια μέρα όλοι μαζί.
    -Δεν θα σαι καλά ρε, εκεί πλέον θα πηγαίνω μόνο με το μωρό μου, θα είναι το μέρος μας.

  2. - Έτσι που λες Γιάννα μου, να δεις μπράτσα, να δεις κοιλιακούς, να δεις αντοχή, τρεις φορές σε μισή ώρα ρε, απίθανο σου λέω το μωρό
    -Ου μωρή πιπινατζού γυναίκα, ό,τι κορόιδευες...
    -Αχ Γιάννα μου, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο μπαλέτο.

Σχετικά: μωρουλίνι, μάκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχεται μια στιγμή στην ζωή, που ο άνδρας δεν μπορεί πια να αγνοήσει πάνω του τα σημάδια του χρόνου. Η τριχόπτωση για αρχή, οι ρυτίδες, το γκριζάρισμα των μαλλιών, κανένα τσεκάπ που έδωσε το πρώτο δικαίωμα σε γιατρό να κάνει κουμάντο στη ζωή του... Κι όσο κι αν ξεγελά τον εαυτό του ότι η ωριμότητα μπορεί να έχει μια γοητεία α λα Σον Κόνερι, τόσο αναρωτιέται, έντρομος, ποιο είναι το σημείο εκείνο έως το οποίο μπορεί να φτάσει η οπισθοχώρηση στα μέτωπα του ανδρισμού.

Έτσι, δήθεν πανηγυρική και κατ' ουσίαν παρηγορητική, άκουσα την παρούσα έκφραση: σημαίνει πως όποιος διαβάζει με τους αγκώνες τεντωμένους λόγω πρεσβυωπίας, φτάνοντας να βάλει την εφημερίδα στο ύψος των αρχιδιώνε του, έχει συμπυκνωμένη τόση εμπειρία και ικανότητα, ώστε με ένα βλέμμα να κάνει τις γκόμενες να βρέξουν βρακάκια για την πάρτη του και να πέσουν σαν νέοπες σε ορκωμοσία.

Έτερη πηγή μου, όμως, είχε άλλη άποψη: ο πρεσβύωψ μεσήλικας που χρησιμοποιεί τ' αρχίδια του για σταντ, εξίσου καλά θ' αρχίσει να χρησιμοποιεί και τον παργαλάτσο του για σελιδοδείκτη, καθώς το δεύτερο μισό της έκφρασης δηλώνει σαφώς ότι με τα μάτια και μόνο θα κάνει από δω και πέρα σεξ το, προς παροπλισμό, αρσενικό.

Συνεπώς λειτουργεί φοβερά για να πεις τον άλλον γέρο χωρίς να του το πεις, δεν νομίζετε;

- Τι λέει εδώ; «Νέες συλλήψεις... μελών της... οικο... γένειας...» Στα γόνατα την έχω φτάσει την εφημερίδα και πάλι δεν τα βγάζω τα γράμματα, τι σκατά, μίκρυναν τη γραμματοσειρά στην Ελευθεροτυπία;
- Ναι, καλά... Τα γυαλιά σου γιατί δεν τα φοράς;
- Εεε, τα ξεχνάω μωρέ συνέχεια σπίτι...
- Νταξ, ξέρεις τι λένε, όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια γαμάει με τα μάτια.
- Τι εννοείς;
- Με την καλή έννοια...

(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενειακός, old school χαρακτηρισμός χυμώδους γυναίκας με καπούλια καθαρόαιμου και γεμάτα κουμπούρια. Της γυναίκας δηλαδή που θα αναστατώσει τους πάντες στο πέρασμά της, που θα κάνει τα κεφάλια να γυρίσουν και τα σάλια να τρέξουν. Δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, η περιρρέουσα θηλυκότητα κάνει τη διαφορά.

Η αυθόρμητη φαντασίωση που οφείλει να ξυπνά στον θαυμαστή μια φρεγάτα είναι μια δροσερή βουτιά στις πλούσιες καμπύλες της, ένα παραδοσιακό ορμητικό χούφτωμα στα γεμάτα οπίσθια με προαιρετική αναφώνηση «μανάρα μου» και ΟΧΙ απλά τη διάθεση να τη πηδήξει σα σκυλί χωρίς να πάρει καν μυρωδιά γνήσιου θηλυκού.

- Πω πω μάγκα τί αρχοντομούνι είναι αυτό;
- Φρεγάτα γυναίκα ρε καρντάσι, το παίρνει μαλλί και το βγάζει πουλόβερ.

ναυαρχίδα... (από palathuelos, 30/05/09)(από palathuelos, 30/05/09)φρεγάδα μου! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified