Further tags

Προσχολικής ηλικίας γείωση που απαντά στην αδιάκριτη ερώτηση «Τί είναι αυτό;»

Η φράση προέρχεται από τηλεοπτική διαφήμιση στα ογδόνταζ αποσμητικού εσωτερικού χώρου που είχε την καινοτόμα για την εποχή μορφή μανιταριού και δεν ήταν –αρχικά τουλάστιχο– αναγνωρίσιμο από όσους το έβλεπαν για πρώτη φορά, με αποτέλεσμα να ρωτούν «Τί είναι αυτό;»

Υπάρχει παρόμοια, ίσως λίγο πιο προχώ γείωση σε όσους ρωτάνε αγγλιστί «What is this;» (Γουάτ ιζ δις) που συνίσταται στο «Σκύψε να το(ν) δεις!»

Και εκεί που γδυθήκαμε με τη Λιλή και παίζαμε τους γιατρούς, μου πιάνει το μπιμπί μου και με ρωτάει: «Τί είναι αυτό;» «Μανιτάρι μαγικό» της απάντησα, «θες να δοκιμάσεις;»

O χημικός τύπος της μεσκαλίνης (από allivegp, 17/02/10)(από Vrastaman, 18/02/10)MACB - It\'s Strange (από allivegp, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύφασμα που συναντάμε συνήθως σε λεπτά μπουφανάκια. Γυαλιστερό ψευτοσατινέ, με εμφανείς πυκνές ραφές σε σχήμα ρόμβου, θυμίζει πάπλωμα, εξού και η ονομασία.

Ο τρόπος ραφής αυτός (αγγλιστί Quilting) έχει σκοπό την συγκράτηση των παραγεμισμάτων του υφάσματος, ώστε με το φόρεμα ή το πλύσιμο ή το καθάρισμα να μη σβωλιάζουν.

Η φίρμα που έχει καλής πχιόττας παπλωματέ ρούχα είναι η Burberry, την οποία πια και η κουτσή μαρία γνωρίζει, βλ. μήδι (εννοώ βλ. μήδι για το Μπέρμπερι, όχι για την κουτσή μαριά).

Σαν καλός αθλητής, φοράω από κάτω μια μαύρη φόρμα (έχω βαρεθεί πια τα χρώματα γενικώς) και από πάνω ένα μαύρο μπουφάν από εκείνα τα παπλωματέ, που και ελαφριά είναι, και σε προφυλάσσουν από το κρύο άμα ιδρώσεις.
από το ΚΛΙΚ

SINGLE BREASTED MULTI QUILT BELTED COAT (από ironick, 14/02/10)(από HODJAS, 16/02/10)

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τερατώδης ψευτιά. Απαντάται συχνότερα στον πληθυντικό: φίδια. Πρόκειται συνήθως για ψευτιά που λέει κάποιος όταν θέλει να παινευτεί, να κομπάσει, να το παίξει ιστορία. Υπερθετικός: ανακόντα.

Αν φίδι είναι το ίδιο το ψέμα, η πράξη του ψευδολογείν είναι ακριβέστερα η φιδιά (η λέξη υπάρχει με άλλη σημασία εδώ). Στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως.

Συνώνυμα:

- δράκος / δρακιά
- αρκούδες / αρκουδιές (μόνο πληθ.)
- μούσι (συνήθως πληθ., μούσια)

Αυτός που αμολάει φίδια είναι ο φιδέμπορας ή φιδίας.

  1. Το πέος και ειδικότερα το μεγάλο πέος. Οι λόγοι της παρομοίωσης πολλοί.

α. Το επίμηκες σχήμα και των δύο (ο πλέον προφανής λόγος)

β. Το φιδοκέφαλο είναι πλατύτερο και παχύτερο από το σώμα του φιδιού, όπως ακριβώς και ο πουτσοκέφαλος σε σχέση με το υπόλοιπο πουλί.

γ. Το δέρμα στην περιοχή του πέους και του οσχέου είναι εκπληκτικά λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο. Δεν υπάρχει λίπος ούτε για δείγμα, εξού και τα πολλά φλεβίδια που διαγράφονται επί του πέοντα. Το ίδιο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο είναι και το δέρμα του φιδιού, το «κουστουμάκι» του όπως λέγεται, που, ανά τακτά διαστήματα, το πετάει και βγάζει καινούριο.

δ. Η μεταξένια αίσθηση που αφήνει στο χέρι το φίδι όταν το χαϊδεύεις και η εξίσου μεταξένια αίσθηση που αφήνει - σύμφωνα με μαρτυρίες - στο στόμα ο πούτσος όταν τον γλείφεις.

ε. Το φίδι τυλίγεται, κουλουριάζεται. Όπως ακριβώς γίνεται με το μεγάλο πέος, και καλά. Οι προσοντούχοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κωμικές υπερβολές, π.χ. «την έχω τόσο μακριά που αναγκάζομαι να την τυλίγω για να βγω έξω» ή «την χρησιμοποιώ και για ζωνάρι άμα λάχει». Οι ίδιες υπερβολές χρησιμοποιούνται και προς χλευασμό των μονίμως κομπορρημονούντων προσοντούχων: «άμα την έχεις τόσο μακριά όσο λες, για δες αν φτάνει και στον κώλο σου!»

στ. Το φίδι, όπως και ο πέοντας, είναι ευλύγιστο και χώνεται σε τρύπες.

  1. Ως μπιλντεράδικη έκφραση, φίδι είναι ο φοβερά γραμμωμένος, ο σφαγμένος ή φέτας, ο οποίος όμως διαθέτει και έναν αξιοπρεπή όγκο (μυική μάζα). Κοινώς, τούμπανο, χάρμα οφθαλμών. Oι λόγοι της παρομοίωσης δύο:

α. Οι σωστοί σφίχτηδες έχουν καταφέρει να λεπτύνουν υπερβολικά τη μέση τους και να ογκώσουν το άνω μέρος του κορμού (στήθος, πλάτη, χέρια). Δες μήδι #1. Στα δε φίδια, ιδίως τις κόμπρες, εκπτύσσεται με εντυπωσιακό όσο και κομψό τρόπο το άνω άκρο του κορμού, που καταλήγει στο κεφάλι. Δες μήδι #2.

β. Στους γραμμωμένους / φετιασμένους τύπους, τα τετραγωνάκια που σχηματίζουν οι κοιλιακοί (πρωτίστως) αλλά και οι υπόλοιποι μύες, θυμίζουν έντονα το φολιδωτό δέρμα του φιδιού. Τα φίδια μοιάζουν να έχουν εξαπάκετο και βάλε... Δες μήδι #3.

1α. - Μαλάκα τι φίδι πέταξε πάλι ο γκιόζης ο Λάμπρος! Είπε πως είχε τη Δήμητρα σπίτι του και της έπαιζε κιθάρα, αυτή καύλωσε και μετά τη γάμησε. Έλεορ!

1β. - Τι αμετανόητος φιδέμπορας είν' αυτός ο Λάμπρος! Χτες καθόταν και μου έλεγε πως έχει πάει με περίπου 300 γυναίκες στη ζωή του. Και να μου περιγράφει και σκηνικά απ' τα γαμήσια. Αυτά πλέον δεν είναι φίδια, είναι ανακόντες αγόρι μου του είπα.

1γ. - Έπρεπε να ήσουν χτες βράδυ που προσπαθούσε ο Λάμπρος να ψήσει τη Χρυσούλα. Την άρχισε πάλι στις γνωστές φιδιές για τον πατέρα του που έχει εκατομμύρια σε καταθέσεις στην Ελβετία...

  1. - Μωρό μου ουάου! Τι φίδι είν' αυτό που έχεις; Και θα μπει μέσα μου τώρα όλο αυτό;

2β. - Πρόσεχε μη λες μαλακίες γιατί θα βγάλω έξω το φίδι και θα σε πουτσίσω...

  1. - Όσο και να κωλοχτυπιέσαι αγορίνα μου στα δικέφαλα και στα κοιλιακά, έτσι φίδι σαν τον Αλεξάκη δε γίνεσαι. Αυτός τραβιέται με τα σίδερα από 15 χρονώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα υπόλοιπα, ό,τι έχει μείνει, τα ψιλά (σε χρήμα).

Εσύ πάρε τα λιμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού επιφώνημα των Ελλήνων. Ο τονισμός παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. παραδείγματα).

  1. Όόόόπααα, φτάνει, γέμισε!

  2. Οπάάά, να και ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ !!!!!

  3. Όπα, είπα, λέω!

  4. Όπα, μας την έπεσαν, σύρμα!

(από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταφορικής αποδοκιμασίας και αγανάκτησης. Συνοδεύεται επίσης από τις λέξεις / φράσεις: «το τράγιο», «μέσα», «μέσα ναι» και «το βερνικωμένο».

Σου πέφτει κάποιο πράγμα κάτω και σπάει, οπότε αναφωνείς: - Γαμώ το κέρατό μου το βερνικωμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι έλεγε επί Χούντας περιπαιχτικά ο κοσμάκης τον φαντάρο στο σύμβολο της 21ης Απριλίου, με το τρίπτυχο πουλί-φαντάρος-φωτιά (ότι ο Φοίνικας που αναγεννάται εκ της στάχτης του και κουραφέξαλα) και μετωνυμικώς ολόκληρο το σύμβολο.

Ο στρατιώτης Παπαδόπουλος 80η ΕΣΣΟ στη «Λούφα» (1984), δήλωσε αηδιασμένος «σας βαρέθηκα κι εσάς και το πουλί σας», αλλά έπρεπε να πάω φαντάρος για να καταλάβω για ποιο λόγο καίει την φωτογραφία στο τέλος...

Η έκφραση ήταν, λοιπόν, ένας από τους ελάχιστους θεμιτούς κι ακίνδυνους τρόπους εκδήλωσης αποδοκιμασίας προς στα ένστολα κωθώνια της 7ετίας, εκ μέρους του κατά τα λοιπά λουφάζοντος (και εν πολλοίς βολεμένου) ελληνικού λαού.

Άλλωστε, η σαρωτική επιτυχία της παντελώς στερουμένης καλλιτεχνικά (όπως λένε κι οι Λ. Νταράλας και Γ. Μουφλουζέλης στο ρεμπέτικο «εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο») ταινίας με τη ζωή του Μπελογιάννη το 1980, που υποστηρίχθηκε θερμά από μια «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», εξηγεί την εκδίκηση της γυφτιάς.

Η εκδίκηση τελείωσε, ο αγώνας δικαιώθηκε. Η γυφτιά παραμένει.

Τελοσπάντων για να μην τα πολυλογούμε, το εύστοχο σκώμμα αφορά στην εικονιζομένη πυροβασία του φανταράκου πάνω στις φωτιές του συμβόλου, κατ’ αναλογίαν προς το έθιμο των αναστενάρηδων (τ' «αναστενάρια») κυρίως στις Σέρρες, στη Βέροια, στη Δράμα και πιο γνωστά στο Λαγκαδά, όπου γίνονται παγανιστικο-χριστιανικές τελετές απόδοσης τιμών προς τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (21-23 Μαΐου), με ξυπόλητους χορευτές πάνω σε πυρακτωμένα κάρβουνα, κρατώντας την εικόνα των αγίων.

Τώρα, άλλοι λένε περί διονυσιακή παράδοση, άλλοι πρωτοχριστιανική, άλλοι ότι πρόκειται περί ινδικού μάμπο-τζάμπο. Μήτε γω ήμουν εκεί – μήτε σεις να το πιστέψετε. Άσε που η εξήγηση του φαινομένου απαιτεί μια μπουγάδα σεντόνια και θα’ χουμε γκρίνιες (και είμαι και αναρμόδιος και βαριέμαι κιόλας βρε αδερφέ)!

Ο Τζιμάκος λέει στην «Ελλάδα στα κάρβουνα» (1989) ότι «πυροβατεί σε αναμμένα σκατά». Πράγματι, οι κάτοικοι του κέντρου του Κλεινού Άστεως, έχουν την έμμεση εμπειρία του αναστενάρη, αφού παίζουν καθημερινά κουτσό στα κουραδόστρωτα πεζοδρόμια για να πάνε στη δουλειά τους, μιας και οι μεγαλοκυράδες αφήνουν με τακτ τα μαντρόσκυλα να αφοδεύουν χύμα στο κύμα. Καλά τα λέει η Αρβελέρ λοιπόν. Ο Ελληνικός Πολιτισμός έχει συνέχεια...

Πάντως, κάτι αναφέρει ο Εμ. Παπαζαχαρίου στην «Πιάτσα» (1980) για τ’ αναστενάρια, σεβόμενος την παράδοση, ενώ το όντως απόκοσμο βλέμμα των πραγματικών αναστενάρηδων του Λαγκαδά στην ταινία «Τρελλός, παλαβός και Βέγγος» (1967), υποδεικνύει ότι μάλλον θα πρέπει να πάρουμε το δρώμενο στα σοβαρά. Βέβαια, αν επιχειρούσαν οι μουσάτοι Myth Busters ν’ ανακατέψουν την επιστήμη για να εξηγήσουν το φαινόμενο, μάλλον θα τους πλάκωναν στις μαγκουριές τίποτα παπάδες. Έτσι, let sleeping dogs lie. Για πάντα.

Acknowledgement: από έμμεση ασσίστ στο μήδι του panos1962 εδώ.

- Θες να δεις τη συλλογή μου από παλιά νομίσματα;
- Αλήθεια το λες, ή το πάμε για καβάλες;
- Όχι ρε, αφού σου λέω. Μαζεύω χρόνια τώρα.
- Κι εγώ! Έχω και τρούπιες δεκάρες απ’ τον παππού μου, ανταλλάζεις;
- Αμέ! Έχω πολλά εικοσάρικα με τον Αναστενάρη, αν τα θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified