Selected tags

Further tags

Χρώμα που παραπέμπει στα σκατά. Σε όποια σκατά, άρα σε διάφορες αποχρώσεις του καφέ, ανάλογα με τι εννοούμε. Συνήθως όμως το λέμε για το κλάσικ σκούρο καφέ ή για το μουσταρδοκοτσιλί χρώμα τής όχι και τόσο υγιούς αφόδευσης.

Καμία σχέση με το σκατέ ολέ που αναφέρεται σε κατάσταση.

  1. Χρώμα οφθαλμών: σκατί.

  2. Το LADA του 1988 χρωματος σκατί ποσο ασφαλιζεται;

  3. Από το ΡΟΖ στο…. Σκατί… (τίτλος άρθρου)

- τα 2 τελευταία από το δίχτυ

λασπί (από MXΣ, 19/04/11)σκατί της φωτιάς (από MXΣ, 19/04/11)σκατί της φωτιάς (από MXΣ, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό Volkswagen Beetle (το ορίτζιναλ προπολεμικό, όχι αυτή η σαχλαμάρα που βγάλανε το 1998), άλλως γνωστό και ως σκαραβαίος ή σκαθάρι.

Σκαραβαίος είναι ο πιο επίσημος όρος και σκαθάρι είναι η πιο ακριβής μετάφραση, αλλά «κατσαριδάκι» είναι ο πιο συναισθηματικός και γούτσου-γούτσου τρόπος να αναφερθείς σ' αυτό το γλυκύτατο αυτοκίνητο. Είναι επίσης και ο συχνότερος (άλλωστε, η ταινία της Disney «Herbie the Love Bug», με τα κάμποσα sequel, μεταφράστηκε «Κατσαριδάκι, αγάπη μου»).

Η λέξη «κατσαριδάκι» βγαίνει απ' την κατσαρίδα (λόγω σχήματος, και καλά), και αυτό αμέσως-αμέσως συνεπάγεται: «ρε, δε σε παίρνει κανείς στα σοβαρά». Έχει όμως την κατάληξη -άκι, που είναι το κατεξοχήν χαϊδευτικό. Και όλο μαζί καταλήγει σε ένα σημαίνον που συμπίπτει εντυπωσιακά με το σημαινόμενο: κάτι που είναι σαράβαλο, αλλά το αγαπάς.

Βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά:

Πισωκούνα, άνετο τιμόνι αναλογικά (τεράστιο γαρ), sui generis κιβώτιο (η όπισθεν είναι πατητή και πίσω δεξιά), χαμηλό αμάξωμα που βρίσκει στους πετρόδρομους, μεγάλο ύψος για να σε παίρνει ο αέρας όταν φυσάνε τα μποφόρια κάθετα, αερόψυκτο, κάπου 1000-1500 κυβικά, χαρακτηριστικός ήχος (γρρρρρρούμπουγκρούμπουγκρούμπου), καίει τα κέρατά του, τα πάντα είναι απλές και γερές κατασκευές που όμως ενδέχεται να σου μείνουν στο χέρι λόγω παλαιότητας... Και πάλι, μιλάμε για ένα αμάξι-σκυλί, που τσουλάει και σε πάει εκεί που θες, ακόμα κι αν έχει κλείσει τα 50. Μακάρι κι εμείς στα χρόνια του έτσι...

Για ιστορική αναδρομή και τεχνικότερα χαρακτηριστικά (μηχανές, μοντέλα, εργοστάσια, πειράγματα, φτιαξίματα, βαψίματα, μηχανές Πόρσε, σκορ στο Παρίσι-Ντακάρ κλπ), ανοίχτε καμιά Wikipedia.

[όλα τα παραδείγματα βγαλμένα απ' τη ζωή]

  1. - Χτες το κατσαριδάκι μου μ' έκανε περήφανη! (σνιφ)
    - Τι έκανε;
    - Έσπασε όλα τα ρεκόρ ταχύτητας, και έκανα και διπλή προσπέραση στην εθνική!
    - Τι ταχύτητα δηλαδή;
    - 115 χιλιόμετρα την ώρα!
    - ...
    - Υπενθυμίζω ότι το κοντέρ τερματίζει στα 120. Και το κοντέρ είναι κυριολεκτικά μια οδοντογλυφίδα μπροστά από ένα χαρτονάκι, έτσι;
    - Και η προσπέραση;
    - Ήταν ένα φορτηγό που σερνότανε, κι από πίσω ένα Ραλλί κωλοφτιαγμένο που όλο πήγαινε να προσπεράσει κι όλο κώλωνε ο χέστης. Εγώ λοιπόν έρχομαι από πίσω με ευνοϊκό άνεμο, κατηφόρα, επιτάχυνση, και δυο-τρία χιλιόμετρα φόρα επειδή είχε άπλα ο δρόμος. Και σανιδώνω που λες, και προσπερνάω το Ραλλί που πήγαινε να προσπεράσει το φορτηγό!
    - Εύγε...
    - Βέβαια, αυτά δεν ξαναγίνονται, ήταν υπό ιδανικές συνθήκες. Επίσης, μετά απ' όλ' αυτά, πάλι με άφησε, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι μου.
    - Αχ το καημένο το κατσαριδάκι τι τραβάει....

  2. Ρε συ, αυτά τα καινούργια αμάξα, πολύ περίπλοκα πράματα, δε βρίσκω τίποτα μες στη μηχανή. Ενώ το κατσαριδάκι ήταν σαν παιχνίδι. Όλα φάτσα φόρα. Για να ρυθμίσεις το ρελαντί, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να ρυθμίσεις κατά πού κοιτάνε τα φώτα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να καθαρίσεις φίλτρα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αλλάξεις πλατίνες, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αδειάσεις λάδια, ήθελες ένα κατσαβίδι. Το ίδιο κατσαβίδι!

  3. - Ναι χαίρετε, ΕΛΠΑ εκεί;
    - Μάστα.
    - Ξέρετε, είμαι συνδρομήτρια, και...
    - Α, το άσπρο κατσαριδάκι! Πάλι έμεινε;
    - Ε, ναι... Μα πού το ξέρατε ότι ήμουν εγώ; Δεν πρόλαβα να σας δώσω ούτε στοιχεία ούτε τίποτα!

(όταν οι ΕΛΠΑτζήδες -που είναι και πολλές βάρδιες οι άνθρωποι, δεν είναι ένας νύχτα-μέρ - σε αναγνωρίζουν κατ' ευθείαν απ' τη φωνή, κάτι κάνεις λάθος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηλίθια έκφραση που βαστάει από τα σχολικά μας χρόνια, παρόλ' αυτά χρησιμοποιείται ακόμα.

Θα το πούμε όταν κάποιος μας τη λέει και μεις έχουμε στερέψει από αντεπιχειρήματα (επειδή ο κάποιος μάλλον έχει δίκιο). Έτσι λοιπόν περνάμε στην επίθεση και του απαντάμε: «Είσαι και φαίνεσαι». Ενίοτε λέμε σκέτο «Είσαι». Δηλαδή, εσύ που μου πετάς την κακία (ή την καλία) είσαι μια από τα γίδια και όχι μόνο είσαι, αλλά κάνει μπαμ το πράμα, φαίνεται από μακριά.

Αυτό συνήθως είναι απάντηση σε αρνητικό χαρακτηρισμό του άλλου, αλλά μπορεί να ειπωθεί και τιραμισουρεαλιστικά, κάπως όπως γίνεται και με το τι είπες (ρε) για τη μάνα μου; που μπορούμε να το πετάξουμε στο άσχετο για να λήξει η κουβέντα (και πιθανόν να ανοίξει γαυγάς).

Το πλήρες ποιηματάκι είναι:

Είσαι και φαίνεσαι
κι απ' τη μύτη κρέμεσαι
και στο βόθρο χέζεσαι / πλένεσαι
[και στη γέφυρα σκουπίζεσαι (!)]

Και εκατομμύρια παραλλαγές, εννοείται.

Στο γούγλε απαντάται κυρίως ως τίτλος άρθρου και μάλλον λίγο διαφορετικά: όχι δηλαδή ως ανταπάντηση, αλλά κατευθείαν ως θέση. Το λέει δηλαδή ο κατηγορών και όχι ο κατηγορούμενος.

  1. - Α γαμήσου ρε αρχιδομούρη!
    - Αρχιδομούρης είσαι και φαίνεσαι ρε μουνί!
    - Είπες κάτι για τη μάνα μου;
    ...
    (ακολουθεί μπουνίδι)

  2. - Δεμπάμε να δούμε καμιά ταινία;
    - Είσαι και φαίνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παππουδο-μπαμπαδισμός που σημαίνει ξεκουράζομαι και αποκτώ εφεδρείες προκειμένου να ανταποκριθώ σε αυξημένες απαιτήσεις στο μέλλον, σαν μια άδεια μπαταρία που έχει πλέον φορτίσει.

Στην σεξοσλάνγκ- αρχιδοσλάνγκ (που προωθείται τελευταία), με μπαταρίες παρομοιάζονται οι όρχεις, οπότε το άδειασμα των μπαταριών είναι η εκσπερμάτιση, ενώ το γέμισμα των μπαταριών επισυμβαίνει στο διάστημα από την μία εκσπερμάτιση στην άλλη.

Πάσα: Στέφανος, Γκάτζμαν.

  1. - Κι έτσι πήγαμε μια βδομάδα στην Λούτσα και γεμίσαμε μπαταρίες.
    - Σώθηκες!...

  2. Στην ηλικία που είμαι θέλω χρόνο για να γεμίσω μπαταρίες και μου είναι δυστυχώς δύσκολο να ρίξω δεύτερο μπαλάκι.

Προσοχή, κατά την φόρτιση απομακρύνατε τους εξυπνάκηδες. (από patsis, 12/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται έντονα η τάση για τεμπελιά και απραγία.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να παρουσιαστεί όπου και όποτε, με απαραίτητη όμως προϋπόθεση την απουσία οποιασδήποτε υποχρέωσης.

Κατά συντριπτική πλειοψηφία, τυχαίνει να παρουσιάζεται μετά από κατανάλωση ποσοτήτων φαγητού (και δη μεσημεριανές ώρες με ηλιοφάνεια) ή διαφόρων ουσιών (οινοπνεύματος, μαριχουάνας κ.α., ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών), ακόμα και σε συνδυασμό των παραπάνω.

Βασικό συστατικό της κατάστασης αυτής είναι, τις περισσότερες φορές, ο ήλιος και η γενικότερη καλοκαιρία ενώ το παγκάκι μαζί με το κρεβάτι είναι τα συνηθέστερα σημεία στα οποία μπορεί να συμβεί.

Συνώνυμα: βαράω ντάγκλες, φιδιάζω (λιάζομαι δηλ. σαν το φίδι) κ.α.

Σόρυ αλλά δεν είμαι για να κουνηθώ. Άδειασα δυο μακαρονάδες και με έχει πιάσει μια ρέκλα... είναι και ο ήλιος που μου φιλάει το κούτελο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».

Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.

Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.

Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.

Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.

- Πώς πάει;
- Μια χαρά!
- Κανα μουνάκι;
- Ε, πάντα. Ντουμ σπίρω, σπέρο!
- Ψςςςςςς! Κουλτουριάρη γαμιά μου εσύ!

Ο θυρεός του St Andrews, στη Σκωτία. (από poniroskylo, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.

  2. Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).

Πάντα στον πληθυντικό.

βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.

1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!

1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.

  1. Μωρό μου, όχι πάλι στο κρεββάτι, δε γουστάρω πάλι να γεμίσουν τα σεντόνια με ζουμιά, δεν το κάνουμε καλύτερα στο μπάνιο;

Στο 2.47 τον παίρνουν τα ζουμιά (από poniroskylo, 25/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνω χρήματα όταν μου ζητηθεί. Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ (άφραγκων) φίλων!

- Ρε συ δικέ μου, μου τελείωσαν τα τσιγάρα, έχεις να μου κολλήσεις κανα ευρώ να πεταχτώ να πάρω;
- Ρε Τάκη ,πάλι; Πόσα θες;
- 3 ευρώ.
- 3;;; καλά ρε τι τσιγάρα είναι αυτά, πόσο έχουν;
- 3,20€- [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάποιος μας λέει παπαριές λες και θέλει να πιστέψουμε ότι τις πιστεύει. Από τις κλασικές γειώσεις. Υπονοούμε ότι ο ομιλών τα έλεγε αυτά σαν σε όνειρο.

Παρομοίως: «πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται», «σύνελθε», «ξεκόλλα», πού τραγουδάς, «πες μας κι άλλα / τραγούδησέ μας κι άλλο», καλά, τραγούδα κλπ.

  1. - Με 34.000€ Mercedes-Benz C 180 Blue Efficiency ( 1,6 156 αλογα) :iconcool: οσοι το εχουν λενε τα καλυτερα ή αν δεν θες Αστερι πηγαινε στο Mazda 6 1,8 με τα 155 αλογα.
    - και μετα ξυπνησες..

  2. - Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ 11.(ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ)Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ,ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΕ Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΟΥΝ ΔΙΟΤΙ ΚΡΥΒΕΙ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ!!!!
    - και μετά ξύπνησες

  3. - Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
    - Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;
    (από τον ορισμό μαρσπιέ(ς) του Νάκα, σε μας εδώ.

όλα διχτυωτά

Got a better definition? Add it!

Published