Selected tags

Further tags

Στην εκλογοσλάνγκ το μπετό σημαίνει τον αριθμό σίγουρων ψήφων που πρόκειται να λάβει, βρέξει-χιονίσει, ένα κόμμα ή ένας υποψήφιος. Διακρίνεται από τον "αέρα", δηλαδή τις αβέβαιες ψήφους που παίζονται.

1) - Πώς θα πάμε στο χωριό μπάρμπα;
- Καλά παιδί μου, έχουμε 30 ψήφους μπετό.
2) - Έμαθα ο κυρ Κώστας κατεβαίνει για κοινοτάρχης και μπορεί να βγει.
- Ναι και μου είπε ότι έχει 100 μπετό και 10 αέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο που παρατηρείται στο συνδικαλισμό, κυρίως τον φοιτητικό. Πρόκειται για την τακτική προσέλκυσης ψήφων/υποστηρικτών με την αξιοποίηση των γκομενικών προσόντων των μελών της οργάνωσης, η πολιτική ζύμωση με χρήση του γκομενικού στοιχείου. Ο γκομενοσυνδικαλισμός μπορεί να γίνεται σχεδιασμένα ή να προκύπτει αυθόρμητα. Ενίοτε χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ρήμα "γκομενοσυνδικαλίζω".

1) Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να πάει η Μαρία στη συνέλευση είναι ο γκομενοσυνδικαλισμός του Μπάμπη.

2) Μεγάλο ποσοστό της συμμετοχής στις φοιτητικές εκλογές είναι αποτέλεσμα γκομενοσυνδικαλισμού. Οι δαπίτισσες είναι μαστόρισσες σε αυτό.

Να σημειωθεί ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καταστάσεις όπου ο στόχος είναι όντως το γκομένισμα αλλά το κονέ γίνεται μέσω του συνδικαλισμού

Τα φτιάξανε ο Μηνάς με την Αννέτα. Γκομενοσυνδικαλίζανε εδώ και κάποιο καιρό, από τότε που της είπε να πάει σε μια πορεία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ενταγμένος (η ενταγμένη) στον ευρύτερο πολιτικό χώρο της δεξιάς.

Διότι αυτή είναι μια άτεκνη δεξιούμπα με τιρμπάν, που της την είχε πέσει όλο το σόι από δίπλα για να την κληρονομήσει (πηγή ).

Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος, από δω και στο εξής θα αποκαλώ την Κανέλλη "πρώην δεξιούμπα" και τη Δαμανάκη και τον Κύρτσο "πρώην ΚΚέδες". (από σχόλιο εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

πολιτικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα αποστρατευμένα μέλη αριστερών κυρίως οργανώσεων που απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν την πολιτική δράση. Στο περιθώριο πλέον του κινήματος, συχνάζουν σε μπαρ και καταναλώνουν ουίσκι λέγοντας ιστορίες από τα παλιά, για το πόσο πληγώθηκαν και το πόσο τίποτα δεν αξίζει πια. Αγαπημένες τους φράσεις "'ασε με φιλαράκι, τα ξέρω" και "εγώ τους τα έλεγα τότε για τη γραμμή τους".

1) - Ρε πέτυχα χτες τον Λευτέρη! Τον ρώτησα που χάθηκε τόσο καιρό και κατάλαβα ότι έχει γίνει ουισκάτος.
- Ναι ρε από το δημοψήφισμα και μετά είναι ουισκάτος αυτός

2) -Έχεις δοκιμάσει το Nikka, το γιαπωνέζικο ουίσκι; τρομερό φίλε! Πιάσε 2 Nikka μάστορα (σσ προς τον σερβιτόρο).. Α και τί λέγαμε; ναι, άσε τα ξέρω μωρέ, όλοι σάπιοι είναι, τα έζησα από μέσα
- Είσαι πολύ καιρό ουισκάτος;

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τουρκικό Çiftlik που σημαίνει αγρόκτημα, δηλαδή μια έκταση γης όπου λειτουργεί επιχείρηση εκμετάλλευσης γεωργικών, κτηνοτροφικών και συναφών καλλιεργειών. Πολύ γνωστό και τραγουδισμένο το Μπαξέ Τσιφλίκι (πλέον Νέοι Επιβάτες), περιοχή 25 χιλιόμετρα μακριά από την Θεσσαλονίκη. Μεταφορικά σημαίνει την πλήρη κυριότητα μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε γη, αλλά και την αυθαιρεσία ή την έλλειψη αιτιολογίας σε απόφαση ή ενέργεια.

-τσιφλίκι μου είναι , ότι θέλω κάνω.

-τι το πέρασες εδώ? τσιφλίκι του πατέρα σου?

-ο τύπος είναι τσιφλικάς. Δεν ξέρει τι έχει.

τσιφλίκι

Got a better definition? Add it!

Published

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό agito. Αυτός που κάνει δημόσια πολιτική ζύμωση. Ομιλίες και διαλέξεις, συνθήματα για την προπαγάνδιση θέσεων. Η διαδικασία λέγεται αγκιτάτσια. Ο αγκιτάτορας έχει διαφορετική αποστολή από τον ινστρούκτορα ή ινστρούχτορα μιας και ο τελευταίος ζυμώνει προσωπικά (μυστικά).

- Και που λες είμαστε όλοι οι συμβασιούχοι έξω από το υπουργείο και σηκώνεται ο Γεωργίου σε ένα πεζούλι κι αρχίζει μπλα μπλα μπλα ...
- Ρε τον Γεωργίου ... έγινε αγκιτάτορας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμμούνι, σε πιο μπρουτάλ εκδοχή. Παλαιότατης κοπής ψυχροπολεμικό μπινελίκι σε βάρος αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών κουκουέδων, σταλινοτσολιάδων, τσιπραλαβάνων αριστεριτζήδων, κ.ταλ. Μετά από πολυετή αφανισμό, η χρήση του μπινελικίου εσχάτως σαν να μπήκε σε τροχιά απενοχοποίησης.

Δέον να σημειωθεί ότι ορισμένοι λεβέντες απευθύνουν τον χαρακτηρισμό σε ευρύτερο πληθυσμό αποδεκτών, πιχί σε σοσιαλδημοκράτες, γιεγιέδες, οικολόγους, βενιζελόμουτρα, τεντυμπόυδες, ανάρχες, άπλυτα ταγάρια, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Αγγλιστί commie, γαλλιστί coco.

Από το δουπού: Khan.

- Τσε γκεβάρα ρε; Τι είσαι κομμούνι; Κομμούνια, κομμούνια θα γίνεται σαπούνια!!!
(εδώ)

- Χρυσαυγίτες μου φώναζαν «φύγε ρε κουμμούνι
(Νταλάρας, εκεί)

- Τα Κομμούνια και τα Μνημούνια.
(παραεκεί)

- Κομμούνι φαίνεσαι από τα μούσια σου!
(παραπέρα)

- Aντε ρε παλιοκομμούνι που δεν ασχολείσαι με φασισταριά!
(Η. Κασιδιάρης προς Λ. Κανέλλη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αληθινή σημασία της ονομασίας του κόμματος του Αντρέα Παπανδρέου, έτσι όπως με πληροφόρησε (άλλος) ένας σοφός ταξιφάρας: Πατέρα Αναπαύσου, Συνεχίζω Ολική Καταστροφή.

σ.ς.: Το λέει ο Γ.Α.Π.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified