Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.
- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...
Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.
- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.
- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν τρεις μεγάλες συνομοταξίες ψώλλυγουντ, έχοντας πάντα ως κοινό παρανομαστή τον πέοντα.
1. Το ψώλλυγουντ το καλό: η Ελληνική τσόντα
Το ψώλλυγουντ το καλό γεννήθηκε την δεκαετία του 60 όταν ο Γιάννης Δαλιανίδης απεκάλυψε στο πανελλήνιο τα πέρκι βυζιά της Ζωής Λάσκαρη. Σε συνέχεια ο Όμηρος Ευστρατιάδης παρήγαγε πλειάδα σοφτ ταινιών με τίτλους όπως «Το κορίτσι και το άλογο» και ηθοποιούς σαν την Έλενα Ναθαναήλ και την Γκιζέλα Ντάλη. Πολλές τέτοιες ταινίες προβλήθηκαν και εκτός συνόρων με πρόσθετες hardcore σκηνές, τοποθετώντας το ψώλλυγουντ στον παγκόσμιο πορνογραφικό χάρτη. «Ιερό δισκοπότηρο» του πρώιμου ψώλλυγουντ παραμένει το έργο «Μικαέλα, ο γλυκός πειρασμός» (1975) με σεναριογράφο και πρωταγωνίστρια την Μιμή Ντενίση, η οποία φέρεται ότι αργότερα αγόρασε και κατέστρεψε τις κόπιες της ταινίας.
Παράλληλα αναπτύχθηκε η πιο σκληρή εκδοχή του ψώλλυγουντ που έβαψε ταβάνια με ταινίες όπως «Σκύψε Ευλογημένη» και «Το Μικρόφωνο της Αλίκης» και με σταρ του βεληνεκούς των Κώστα Γκουζκούνη και την Τίνα Σπάθη. Το genre «Χύνος Φίλμ»® άγγιξε το απόγειό του στα πρώτα 80s, προβάλλοντας την Ελλάδα στο εξωτερικό επιτυχέστερα από τον ΕΟΤ και χωρίς την παραμικρή επιβάρυνση του Έλληνα φορολογουμένου. Φευ όμως, παρήκμασε και έσβησε στα τέλη των 80ς.
2. Το ψώλλυγουντ το κακό: ο Νέος Ελληνικός Κινηματόγραφος
Πρόκειται για ταινίες της πούτσας σκηνοθετών όπως ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τίτλους όπως «Μεγαλέξανδρος» και «Τοπίο στην Ομίχλη». Οι ταινίες αυτές χρηματοδοτήθηκαν από τον Έλληνα φορολογούμενο (μέσω παρακρατικών οργανώσεων σαν το «Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου») και σχεδόν πάντα αφορούσαν τα ζόρια ταλαιπωρημένων σταλινικών. Το κακό ψώλλυγουντ είχε αποκλειστικό σκοπό το αυτοτρομπάρισμα του υπερφίαλα αρρωστημένου εγώ επίδοξων Ταρκόφσκι στη θέση του Ταρκόφσκι σκηνοθετών που οδήγησαν (πάνω από) μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά, όπως έγραψε και ο ανοξείδωτος Νιόνιος. Ευτυχώς το κακό ψώλλυγουντ τείνει να εκλείψει, αλληλούια.
3. Το μαγιόξυλο
Πρωτομαγιά, και ο κάθε πικραμένος έχει και σε κάτι καλό να προσβλέπει: το πιάσιμο του ψώλλυγούντ του από την καλή του ή τον καλό του.
Σχόλια για τις τρεις παραλλαγές του ψώλλυγουντ:
1.
.... άνθησε στη δεκαετία του ’80 με μέγα δημιουργό τον επονομαζόμενο «Berto» (ψευδώνυμο ενός ανθρώπου που έβρισκε τις πρωταγωνίστριές του στα πέριξ της Ομόνοιας). Το είδος στη συνέχεια έκανε καριέρα στις βιτρίνες του εξωτερικού ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα για το φιλοθεάμον κοινό. Η αιτία του σουξέ ήταν η ποικιλία των εικόνων: σκηνές σε νησιά, σε θάλασσες, σε βουνά, σε χιόνι και σε βίλες ανά την Ελλάδα συγκινούσαν κάποτε όλη την Ευρώπη. Φυσικά, έπαιξε τον ρόλο της και η ποικιλία της δράσης, με Έλληνες και Eλληνίδες, Γερμανίδες, Βραζιλιάνους, ή Ελληνίδες τρανς που έκαναν και ταινίες στο εξωτερικό...
(από εδώ)
2.
«Η ταινία μου, Η σκόνη του Χρόνου, θα πάει στο Φεστιβάλ του Βερολίνου αλλά εκτός συναγωνισμού, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν αποφασίσει να βραβεύουν τους νέους κι εγώ, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται αυτό, δεν δέχομαι να πηγαίνω σε φεστιβάλ και να μην παίρνω βραβεία!»
(Θεόδωρος Αγγελόπουλος, από εδώ)
3.
Αχ! την πρωτομαγιά λέμε να πάμε εκδρομή, να κάνουμε στεφάνι από λουλούδια, να πιάσουμε και κανένα μαγιόξυλο... αααχχχ!
(ΤΟΤΙΝΑ, από εδώ)
Hooray for Ψώλλυγουντ (από Vrastaman, 22/05/09)
Εν αρχή ην η Λάσκαρη (από Vrastaman, 22/05/09)
Άξιος! (από Vrastaman, 22/05/09)
Got a better definition? Add it!
Ο κακώς εννοούμενος οίστρος, δηλαδή ο χυδαίος, ο (ζ)αγοραίος οίστρος, αυτός που έχει απώτερο (και εγγύτερο) σκοπό το ξέδωμα, το ξαλάφρωμα, το γαμήσι. Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος ή κάποιοι αραδιάζουν μαλακίες σωρό πιστεύοντας ότι λένε κάτι σπουδαίο ή ιντελεκτουέλ.
Βλέπε και σχετικό διάλογο στα σχόλια του χαγιαπούτσα.
- Εννοώ, μια ενιαία πλατφόρμα σε αντιιμπεριαλιστική βάση, έξω και πέρα από λογικές του ευρωμονόδρομου και της ρεβιζιονιστικής φράξιας της μεταμοντέρνας αριστεράς.
- Να μη σε κόψω πάνω στο χύστρο σου, αλλά το αριστερό μου κλαίγανε και το μοιρολογούσαν! Τι παπαριές μας αραδιάζεις; Το θέμα είναι τι γίνεται με την επιδότηση!
Got a better definition? Add it!
Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.
Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.
Got a better definition? Add it!
Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.
- Τί κλαίς ρε μαλάκα κοτζάμ άντρας;
- Άσε ρε συ... Να την ψήνω ένα μήνα την πουτάνα, κι'όταν την καταφέρνω να μου την βγαίνει στην έτσι...
- Στην πώς δηλαδή;
- Την έχω από κάτω και πετάω το παντελόνι.
- Ωραία.
- Και τι μου λέει;
- Τι;
- Ρε παλικάρι, μου λέει, τι χαμηλοβλεπούτσα είναι τούτη;... Και να πώ οτι την έχεις μεγάλη και δέν κρατιέτ' απάνω...
Λογοπαίγνιο με το χαμηλοβλεπούσα. Δες και στραβοψώλης.
Τρανταχτό παράδειγμα:
Πήρα καινούρια παπούτσια, πανάκριβα.
Πήγα να τα δείξω στη γυναίκα μου όλο χαρά...
- Γυναίκα, βλέπεις τίποτα καινούριο πάνω μου;
- Όχι. Κι άσε με γιατί έχω δουλειές.
Νευρίασα. Πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα τελείως κι άφησα μόνο τα παπούτσια.
- Τώρα βλέπεις;;;
- Βλέπω μια χαμηλοβλεπούτσα.
Νευρίασα περισσότερο!
- Είναι γιατί σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια!!!
Και μου απάντησε:
- Ε τότε ας έπαιρνες καινούριο καπέλο...
Got a better definition? Add it!
Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.
Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:
- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.
Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!
(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.
Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.
Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...
βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το
Got a better definition? Add it!
Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Η κοπέλα η οποία συμμετέχει ενεργά σε φάσωμα. Παραπέμπει ηχητικά στο «μαθητευόμενη», το οποίο συμβολίζει τη διάθεση για μάθηση / φάσωμα.
- Η Τούλα, παρότι ντροπαλή, πλέον έχει γίνει αστέρι!
- Ε τι περίμενες; Τόσα χρόνια φασητευόμενη κάτι έμαθε!
Got a better definition? Add it!
Παιχνίδι του πέους, ανδρικός αυνανισμός, μαλακία.
Ελπίζω να βοήθησα εις το ιερόν σου φαλλοπαίγνιον με τα πορνο-λινκς που σου έδωκα, αγιότατε.
Got a better definition? Add it!