Further tags

Συνοδεία του, καβάλα σε καναπέδες, έχουν γράψει ιστορία πολλές παρέες, συχνότατα μπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες όπου λαμβάνουν χώρα ποδοσφαιρικά κι άλλα πρωταθλήματα, διαγωνισμοί της Eurovision, εκλογικά αποτελέσματα, εγκληματικά αποκτημένες ταινίες αλλά κι όποτε άλλοτε κάτι φέρνει πιο κοντά.

Βολικό· δεν χρειάζεται να πλυθεί σχεδόν τίποτε μετά, αφού «η κότα, η πίτσα κι η γυναίκα θέλουν χέρι», συχνά ρεφενέ, με χρόνο προετοιμασίας ένα τηλέφωνο κι ένα μισάωρο, έχει μεν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως τον κοντινότερο στην παράδοση συνδυασμό ούζου – μεζέ, αλλά δίνει δουλειά σε πολλούς πιτσαδόρους που νιώθουν κάτω από παντελόνι και ..σκελέα πως το δίπλωμα δίτροχου είναι, φευ, αποδοτικότερο του μεταπτυχιακού.

Αν και δύναται να προσφέρει τεράστια γευστική ποικιλία ανάλογα με τα γούστα, σαφώς ο συνδυασμός χορτοφαγική με μοναστηριακή υπολείπεται τραγικά τού απ’ όλα με οποιαδήποτε ξανθιά.

Για την ώρα ελάχιστοι έχουν προβληματιστεί αν το περιεχόμενο λουκάνικο παλιά χλιμίντριζε.

Με μόνο σκοπό την πληρότητα ενός πικάντικου menu, να πληροφορήσω πως η αβέβαιη ετυμολογία της ιταλικής «pizza» από το ελληνικό «πίττα» έχει πολλά ερείσματα, ενώ η «μπύρα» μας ήρθε από το βενετσιάνικο «bira» κι αυτό απ’ το γερμανικό «Bier».

Σαφώς σπανιότερα σερβίρεται και το «πιτσόμπιρο».

1. Πώς σας αρέσει να παίρνετε μάτι τον Θρύλο; Άλλοι με πιτσόμπυρο, άλλοι με βουντού και μόνοι, άλλοι με παρέα γένους θηλυκού να τους σπάει τα παπάρια με το οφσάιντ, άλλοι να ασφαλίζουν το σπίτι κα να αυτοσυγκεντρώνονται...

2. Για να καταλάβεις μαντάμ ΑΚΡΙΒΩΣ τι πιστεύει για τη μόδα ο οπαδός, κάνε αυτό το πείραμα. Κουραστική μέρα στη δουλειά τέλος και γυρνάει το αρρωστάκι σπίτι το βράδυ. Παραγγέλνει τηλεφωνικά το πιτσόμπυρο, βάζει τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και βλέπει με το στόμα ανοιχτό το παιχνίδι μπάσκετ της ομαδάρας του. Εσύ περνάς μια, δυο, τρεις φορές μπροστά απ την τηλεόραση και στο τέλος κάθεσαι μπροστά της (κόβοντας τον Μπατίστ στο κάρφωμα) και του λες:
“Κοίτα αγάπη, αγόρασα αυτό το τζιν σήμερα στις εκπτώσεις. Απ τη «γραμμή» του μπορείς να καταλάβεις ότι είναι ARMANI;”
Σου κόβω στοίχημα μαντάμ, ότι θα στο σκίσει το ΑRΜΑΝΙ ο ΠΑΝΑΘΑΣ

3. Pro evolution πρωταθληματάκια με πιτσόμπιρο από 8 βράδυ μέχρι 8 το πρωί!! α, και το Ninja Gaiden στο χρονόμετρο του παιχνιδιού έχει γράψει 62 ώρες αλλά για να βγάλεις τα bosses σου έβγαινε η ψυχή . οπότε υπολογίζω να μου έχει φάει περίπου 90-100 ώρες καθαρού gaming.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από sstteffannoss, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως «ταχολαλιστής». Από σύντομη ετυμολογική ανάλυση προκύπτει η προέλευση: «τα έχω όλα».

Μία πρωία σε κάποιο καφενείο της Ηλιούπολης:

- Εσείς οι νέοι είσαστε ταχωλαλιστές.
- Δηλαδής;
- Τα έχετε όλα.
- 'Εγραψες, θείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρα όμορφη, με ιδανική θερμοκρασία, λιακάδα, αεράκι, καθαρή ατμόσφαιρα, γελούν οι κάμποι και τα βουνά, μέρα κατάλληλη για κοπάνα από τη δουλειά ώστε να πας να πιεις βρε αδελφέ ένα ουζάκι...

Τη λέξη έχω ακούσει να χρησιμοποιεί μόνο η παρέα μιας γνωστής μου προς το παρόν, αλλά μου άρεσε και θεώρησα ότι στο μέλλον θα χρησιμοποιείται κάργα, εξού και η σημερινή καταχώριση.

- Θα πας στην πορεία;
- Ποια πορεία! Τέτοια ουζομέρα και θα στήνομαι στους δρόμους;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που παράχθηκε και χρησιμοποιείται (περισσότερο) από χαζά 14χρονα, που γράφουν το «τι κάνεις μωρό μου» κάπως έτσι: «t knc mwlo m;», και θέλουν να δηλώσουν ότι αστειεύονται, ότι κάνουν πλάκα δηλαδή.

- Ρε!
- Τι;
- Ρε έχασα την αγαπημένη σου μπλούζα, αυτή που μου δάνεισες...
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι;
- Χαχα έλα ρε πλακίζω! Ορίστε εδώ είναι, πάρτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατραξιόν που προσελκύει τουρίστες. Μπορεί να έχει ένα μεγάλο φάσμα από αρνητικά έως πα μαλ πρόσημα.

Λ.χ. από τα πα μαλ προς τα μαλ:

  1. Η βασική ατραξιόν ενός μέρους που είναι μοιραίο να έλκει τους τουρίστες. Λ.χ. ο πύργος του Άιφελ στο Παρίσι. Παρεμπιπταμπλεμάν, τουριστόφακα είναι όρος των καλιαρντών που σημαίνει την Ακρόπολη της Αθήνας, ενώ ως τουριστόβραχος χαρακτηρίζονταν νησιά, όπως η Μύκονος, η Ύδρα και οι Σπέτσες. Αυτή η πρώτη χρήση μοιάζει με την ανάλογη στο μουνοπαγίδα.

  2. Ο όρος, ωστόσο, θἰγει την επιτήδευση. Τουριστοπαγίδες εἰναι κυρίως μέρη που δεν είχαν αδιάκοπη αξία ιστορικώς αλλά έχουν αναδειχθεί α πουστεριόρι σε πόλους τουριστικής έλξης, ή κατασκευάζονται εξ αρχής για αυτόν τον σκοπό. Λ.χ. το Las Vegas στις Η.Π.Α. ή η Eurodisney στο Παρίσι. Ή μέρη που προβλήθηκαν όψιμα, λ.χ. η γενέτειρα του τάδε ζωγράφου, ας πούμε του Νταλί, και έχει καταβληθεί μεγάλη φροντίδα να αξιοποιηθούν. Πρόκειται όμως για δηθενάδικα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα καφέ που πήγε ο Hemingway, με τα οποία έχουν γεμίσει όλες οι ευρωπαϊκές πόλεις που θηρεύουν Αμερικλάνους τουρίστες. Ευτυχώς, υπάρχει κι η αντίθετη μόδα: Καφέ αυτοδιαφημίζονται ως το μοναδικό καφέ, όπου δεν πήγε ο Hemingway, και προσελκύουν αλτέρνια, που ο Hemingway τους έχει καθίσει στο λαιμό.

  3. Ακόμη χειρότερα, είναι μέρη που σε εξαπατούν. Σου πουλάνε λ.χ. γραφικότητα, αυθεντικότητα, παράδοση, και όταν πας εκεί διαπιστώνεις ότι τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει. Δεν υπάρχουν παραδοσιακές καλοκάγαθες γιαγιούμπες, αλλά απολύτως κυνικοί ηλικιωμένοι που κοιτάνε πώς να σε γδύσουν. Τότε μιλάμε για κυριολεκτική παγίδα.

  4. Λέγεται και για μέρη, που απλώς τυχαίνει να βρίσκονται σε σπουδαία τουριστικά θέρετρα ή άλλα σημεία και θεωρούν γι' αυτό δικαίωμά τους να βάζουν δυσβάσταχτες τιμές ξου, καθιστάμενα τουριστικά φέρετρα. Έτσι, γιατί μπορούν. Εδώ είναι ακόμη πιο κυριολεκτικός ο όρος. Φανταζόμαστε έναν κουρασμένο και κάθιδρο τουρίστα να μπαίνει σε ένα café για ένα μπουκαλάκι νερό ή ένα καφέ και να πρέπει να πληρώσει τα μαλλιά της κεφαλής του για αυτό. Φταίει αυτός μετά που γίνεται βραχιολάκης;

  5. Μία τελείως κυριολεκτική σημασία, χωρίς λινκ, είναι τέλος όταν καλούμε τουρίστες σε ένα ελκυστικό μέρος και μετά βγάζουμε πάνω τους τα απωθημένα μας κι όλο μας το μνησίκακο μίσος. Αυτό έχει αποτελέσει θέμα ταινιών και βιβλίων τρόμου. Το ζουν όμως και τουρίστες στην Ελλάδα, αν λ.χ. είναι Γερμανοί, οπότε μπορεί να φάνε το ξύλο που δεν μπορούμε να δώσουμε στην Μέρκελ, αν είναι σκουρόχρωμοι, οπότε επίσης κινδυνεύουν από χρυσαύγουλα, ή, αντιθέτως, αν μοιάζουν με σκίνια, οπότε μπορεί να τους δείρουν αντι-χρυσαύγουλα (σπανιότερο, αλλά συνέβη πρόσφατα σε ξυρισμένο Ούγγρο τουρίστα) κ.ο.κ.

Στα αγγλικάνικα λέγεται tourist trap. Υπάρχει σχετική ταινία και βιβλίο.

  1. - Να το πω, «...φυκια για μεταξωτες κορδελες»;
    Να το πω, αερας κοπανιστος σερβιρισμενος ξεροσφυρι;
    Να το πω, κομπολογαδικα στο Ναυπλιο;
    παντως ολοι εχουμε λιγο ως πολυ «πεσει» στην παγιδα και καποιες φορες συνειδητα,παραδομενοι στην ελαφροτητα των διακοπων.
    - το μόνο τρανταχτό παράδειγμα τουριστοπαγίδας που θυμάμαι να έχω ζήσει και μετά να μετάνιωσα γι' αυτό ήταν όταν είχα πάει στη Ν.Υόρκη και έφαγα στα Friday's της Times Square. Ο λόγος που έφαγα εκεί ήταν περισσότερο πρακτικός παρά τουριστικός (ήταν πολύ αργά, πεινούσα σα λύκος και εκεί έτυχε να βρεθώ) αλλά το ναπληρώνεις ένα burger με καμμένο το ένα ψωμάκι με 10 πατάτες δίπλα 18 ευρώ είναι σκέτη κοροιδία.. (Εδώ).

  2. Το αποστακτήριο της Γκίνες μες στην πόλη είναι τουριστοπαγίδα – αλλά από αυτές που μ αρέσουνε. Χτισμένη στα μισά του 18ου αιώνα, έχει μια τεράστια παμπ εντός, έχει συλλογή όλες τις αφίσσες της Γκίνες μες στο χρόνο, έχει ένα ωραίο σετάκι παλιές μηχανές να δεις πως γινόταν η μπύρα, έχει μουσείο, για να δεις πως γυρίστηκαν εκεί κάποιες σκηνές της Μητρόπολης του Φριτς Λανγκ.. (Εδώ).

  3. Τα πάντα μου θύμισαν μια καλοστημένη τουριστοπαγίδα με σκοπό να στα φάνε άγρια. Οτιδήποτε όμορφο είχε και το καρτελλάκι με την (τσιμπημένη τιμή) δίπλα του. Ο γύρω κόσμος, πέρα από φανερά παρμένος «Είμαι στο Πήλιο», είχε ένα τουπέ παράξενο που μου έκοβε την όρεξη και δημιουργούσε μηχανικά γκριμάτσες στη μούρη μου. Αν περιμένετε να βρείτε τη γιαγιάκα που γνέθει και τον παπούλη που δένει την κατσίκα και μετά κερνάει τα τσίπουρα χάσατε. (Εδώ).

Το αξιοθέατο του 2ου παραδείγματος είναι και τουριστοπαγίδα για τουκανιστές. (από Khan, 30/06/12)Βγαίνετε τοίχο-τοίχο. (από Khan, 30/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ειδικός επί παντός θέματος Έλλην, ο οποίος εκφράζει σοφές και εμπεριστατωμένες απόψεις περί ανέμων και υδάτων από την καρέκλα του, πάντα με τον φραπέ στο χέρι.

Είναι σύνηθες οι προαναφερθείς φάροι σοφίας, οι οποίοι ως άλλοι Οδυσσείς έχουν αποκτήσει άπειρη γνώση και εμπειρία έχοντας ταξιδέψει σε όλες τις καφετέριες της γειτονιάς, να κάνουν κακεντρεχή σχόλια πίσω από τις πλάτες διαφόρων ατόμων πολύ πάνω απ' τα κυβικά τους. Έτσι νομίζοντας εαυτούς κριτές των πάντων από την ασφάλεια της πολυθρόνας, υποτιμούν την δύναμη μιας γροθιάς στη μούρη από τινά Λαιστρυγόνα ή Κύκλωπα, τον οποίον η υπέρμετρη βλακεία του φραπεδόμαγκα έβαλε εμπρός του.

(Βασισμένο στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Ιθάκη»)

- Ο Μάκης χθες έλεγε πως ο Πάρης είναι ένας φλώρος και μισός, και σιγά μην σταυρώσει ποτέ γκόμενα.
- Μην τον ακούς ρε, τον φραπεδόμαγκα. Μόνο υψηλή θεωρία κόβει, έτσι και τον πετύχει ο Πάρης έξω θα τον κάνει οδοντόπαστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόγραμμα στο κινητό που το ανοίγεις για να στείλεις κάνα αρχείο σε άλλο κοντινό κινητό χωρίς το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Είναι μεταφρασμένο δάνειο του αγγλικού όρου bluetooth.

- Ωραία φωτογραφία, περίεργο για κινητό αλλά είναι γαμάτη.
- Άνοιξε το κυανόδοντα να στην στείλω.

Άσχετο, αλλά βλ. και bluetooth.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαρμόζω μετασχηματισμό Λαπλάς.

Για τη μεταβατική κατάσταση λαπλασίασε και –τσουπ!– σου βγήκε η κρουστική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified