Ο μικρός αντράκος. Ο φλώρος. Ο σκατόφλωρος, ο κλανομπιντές.
Αυτός που την έχει μικρή!
- Όπα ο Τάκης, πάει να την πέσει στην δίμετρη ξανθιά... Ωπ!! τον φλώρο, γυρνάει πίσω... έ τον πουτσαρούλα!
Ο μικρός αντράκος. Ο φλώρος. Ο σκατόφλωρος, ο κλανομπιντές.
Αυτός που την έχει μικρή!
- Όπα ο Τάκης, πάει να την πέσει στην δίμετρη ξανθιά... Ωπ!! τον φλώρο, γυρνάει πίσω... έ τον πουτσαρούλα!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.
- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ηλικιακή ωρίμανση του θηλυκού έχει ως φυσικό επακόλουθο μεταπτώσεις στη σεξουαλική του δραστηριότητα με αποτέλεσμα το αιδοίο/ψωλότσεπη να περνά από το στάδιο της διαρκούς εισροής σε αυτό της πλήρους αχρηστίας.
Σε αυτό το τελικό στάδιο η γυναίκα κάτοχος του συγκεκριμένου μαραμένου αιδοίου απόκτα και επίσημα τον τίτλο της μαραμούνας.
Στάδια:
α) 17-30: ανοίξαμε και σας περιμένουμε
β) 31-40: ζητιάνα της πούτσας
γ) 41-... : μαραμούνα
Υπάρχουν, βέβαια, και οι φωτεινές εξαιρέσεις σε όλα τα στάδια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.
Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.
Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.
- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαμογελώ κατόπιν σεξουαλικής ικανοποίησης, (μεταφορικά) νίκης.
(Σε παιχνίδι)
Γιατί μου γαμογελάς; Θα σε είχα αν δεν είχες κάνει πουστιά!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...
Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...
Got a better definition? Add it!
Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.
Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.
Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.
- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για gay κομμουνιστή, εκ των αρσενοκοίτης και κνίτης.
Για τα μάτια του κόσμου, οι καθαρόαιμοι κομμουνιστές ισχυρίζονται ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί υποπροϊόν του καπιταλιστικού λαϊφστάιλ.
Το λαϊφστάλιν κρατάει μεν κλειστό το ντουλαπάκι στα αδιάκριτα μάτια των μικροαστών, στην πράξη όμως δεν αποτρέπει τους μυημένους προλετάριους όλους του κόσμου να ενώνονται σε ένα νον-στοπ ομοερωτικό καμπαρέ που μυρίζει θυμάρι, φασκόμηλο και εργατιά!
Ασιστ: Τζιμάκος Πανούσης
Πανούσης: - Με το γεγονός ότι αρνήθηκες να αναλάβεις μάνατζερ του Εφραίμ και της Πελέκη για να βοηθήσεις να βγουν από τα δύσκολα, αληθεύει ότι στην έπεσε ο Αρσένιος τραμπούκικα ως πρώην Κνίτης;
Ψινάκης: - Όταν συμβαίνει ένα τέτοιο γεγονός δεν πρέπει να κάνουμε και τόση πλάκα όταν είναι επαγγελματικό το θέμα...
Πανούσης: - Όχι, εγώ το λέω σοβαρά, από αυτά που έχω διαβάσει το ξύλο που σου έριξε ο αρσενοκνίτης είχε επιπτώσεις στο προσωπικό σου τράβηγμα ή τα βρήκατε μετά και...
Got a better definition? Add it!
O μαδαφάκας, αυτός που γαμάει την μάνα του, ή γενικά προτιμά το μιλφέιγ παρά το παστάκι, τώρα και στην πιο γουτσιστική εκδοχή του. Διαδόθηκε ο όρος από το τραγούδι «θέλω να το κάνω με την μαμά σου» των Ημισκουμπρίωνε. Εκ των μαμά και γαμίκος, προφάνουσλυ. Κατά άλλη εκδοχή σημαίνει τον μητροσεξουαλικό. Δες.
Ασίστ: Μπούμπης.
Θέλω να νιώσω την μαμά σε βάθος και σε ύψος, γιατί είμαι ο παρακείμενος μαμογαμίκος.
(Εκ του άσματος).
Got a better definition? Add it!
Published
Ο καραβανάς, απάλευτος καρμίρης μονιμάς που έχει τις δυο σαρδέλες στην παραλλαγή του από τον καιρό που οι ΕΣΣΟ ήταν σε αριθμό διψήφιο. Αναλαμβάνει συνήθως υπηρεσία λοχία εβδομάδος ή όργανου υπηρεσίας. Και σε κάθε παράκληση να σε καβατζώσει, σε αρχίζει στα σιχτίρια τύπου «γαμώ τον άξονα της γης κωλόψαρο, που εγώ φοράω μπερέ απ'όταν εσύ βύζαινες» κτλ κτλ.
Γι' αυτές του τις βωμολοχίες χαρακτηρίζεται έτσι.
- Ρε σειρά, ποιός είναι όργανο σήμερα;
- Ο καραβανόπουλος.
- Φτου ρε γαμώτο, πάλι ο βωμολοχίας είναι;
Got a better definition? Add it!