Further tags

Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).

- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ουσιαστικά κώλος και πιλάλα (= το γοργό τρέξιμο, η τρεχάλα).

Κυριολεκτικά σημαίνει την πιεστική ανάγκη για αποπάτηση, το κόψιμο δηλαδή... Μεταφορικά όμως, όπως χρησιμοποιείται συνήθως, υποδηλώνει την μεγάλη βιασύνη / αγωνία / ανυπομονησία / ανησυχία για κάτι.
Βλέπε και κωλοσφίξιμο/κωλοσφιξούρα/κόψιμο.

- Άντε, ξεκίνα! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και θα φύγουν τα γκομενάκια!
- Σιγά ρε μαλάκα, σε μισή ώρα έχουμε πει, εδώ δίπλα... Μα τι κωλοπιλάλα σ' έχει πιάσει, μπορείς να μου πεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερχόμενη να ενισχύσει το δόγμα «η κατοχή είναι μισή ιδιοκτησία», η έκφραση τσάκα πίκω ακολουθούμενη πολλές φορές από την αφηρημένη έννοια μπέρμπι λίκω ή/και το πέρασμα του αντικειμένου/μήλου της Έριδος ανάμεσα από τα πόδια του έχοντος και κατέχοντος, σφράγιζε την μονιμότητα της αλλαγής ιδιοκτησίας (και μάλιστα μονομερώς) για τις ηλικίες όπου η μεταβίβαση τίτλων μέσω σχετικού συμβολαίου ή δια της στρατιωτικής ή άλλης βίας δεν ήταν πρακτικώς δυνατή.

- Γιαννάκηηηηη... θα μου δώσεις το αυτοκινητάκι σου να παίξω κι εγώ λίγο και μετά να στο ξαναδώσω;
- Να, πάρ' το.
- Τσάκα πίκω.
- ΟΥΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!! Μου πήρε το αυτοκινητάκι μου!

Ράδιο Αρβύλα, 15/11/2010. Δεν είναι, ωστόσο, σαφής η σημασία του λήμματος. (από patsis, 20/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάνια ερωτική τεχνική η οποία συνδυάζει τον κλασικό πεοθηλασμό με ρυθμικές μαλάξεις του πέους στην περιοχή της μασχάλης. Οι μαλάξεις μπορεί να είναι με πρωτοβουλία του πέους (κινούμενο μπρος πίσω) ή με πρωτοβουλία της μασχάλης (με άνοιγμα και κλείσιμο του χεριού).

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

- Μεγάλε, η τύπισσα ήταν όλα τα λεφτά. Μ' έβγαλε BLR. Εκεί όμως που τα είδα όλα ήταν στο τσιμπουκομάσχαλο. Ρε μπας κι είμαι άρρωστος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...

Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ

Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)

Ομόηχο με το αγγλικό Feeling

- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική εμφάνιση του συντρόφου της, παρά μόνο για το μυαλό και την κουλτούρα του.

-Καλά, πολύ ωραία αυτή η Ελένη. Αναρωτιέμαι αν θα ήθελε καμιά φορά να βγούμε...
-Άσε ρε, είναι πιασμένη...
-Αλήθεια; Με ποιον τα έχει;
-Με το Μιχάλη. -Δε σε πιστεύω! Με αυτήν τη φυτούκλα; Αν είναι δυνατόν, αυτός είναι χάλια! Δεν το περίμενα ποτέ πως θα ήταν τόσο μεγάλη μυαλογαμίστρα!

Μονογαμική μυαλογαμίστρα! (από Khan, 22/08/13)Το χταπόδιασμα έχει και κάτι από εγκεφαλογάμι (από Khan, 27/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής λέξης μπανιστήρι, αναφέρεται στην ακοή. Σημαίνει κρυφακούω, επί το πλείστον ερωτικές περιπτύξεις.

- Χθες όλο το βράδυ οι διπλανοί δεν με άφησαν να κλείσω μάτι. Πόσο καιρό είχαν να το κάνουν...
- Άσε ρε γκρινιάρη... Έκανες και δωρεάν ακουστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.

(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;

(από Khan, 05/02/11)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified