Further tags

το, [ουσ.] Όργανο μέτρησης ποδοσφαιρικών ικανοτήτων. Ο όρος προέρχεται από τον συνδυασμό της παραδοσιακής μονάδας μέτρησης «καντάρι» (ξέρει πολλά καντάρια μπάλα) και του ονόματος του Πάολο Μοντέρο, μυθικού δρεπανηφόρου άρματος από την Ουρουγουάη που έκανε καριέρα στη Γιουβέντους και του οποίου οι ικανότητες ισοδυναμούν με 1 unit στο καντερόμετρο (χωρίς μονάδες).

  1. - Τι λέει ο Σέρβος χαφ του Βηταεθνικού;
    - Τι να πει ρε! τον βάλανε στο καντερόμετρο και έγραψε αρνητικά ψηφία.

  2. - Άκου να δεις φίλε, καλός ο Πελέ δε λέω, αλλά μπροστά στον Ντιέγκο δεν πιάνει μια. Ο κοντός όπου κι αν έπαιξε έσπασε τα καντερόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φευγάτος, αυτός που την κάνει, αυτός που την κοπανάει. Σύνθετη λέξη από την έκφραση την κάνει + την κατάληξη -όπουλος που σημαίνει παιδί (Παπαδόπουλος το παιδί του παπά, Γεωργόπουλος το παιδί του Γιώργου κ.τ.λ.), δηλαδή το παιδί / το άτομο που την κάνει / την κοπανάει. Πολλοί ερευνητές-γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η λέξη αυτή προέρχεται από το γνωστό Γάλλο ποδοσφαιριστή Τιγκανά (παιδί του Τιγκανά!!!), γνωστό για την ταχύτητά του εξού και η ορθογραφία της λέξης (τιγκανόπουλος και όχι όπως θα περιμέναμε τηγκανόπουλος).

(Δυο γαύροι έξω από τη Λεωφόρο μετά το 1-4 στο κύπελο)
- Τιγκανόπουλος, Μπάμπη. θα τις φάμε!
- Τρέχα Γιώργη, του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέησμπουκ. Ίδιας κατηγορίας με το δωδ, το ψδ, το εσύ-σωλήνας. Αναγκαίος εξελληνισμός των λέξεων, για να μη νομίζουν οι βάρβαροι ότι έκαναν και κάτι στην τελική. Το γεια-πέντε απορρίπτεται ασυζητητί.

- Πέτυχα ένα νακιμού στο φατσοβιβλίο, το πήδηξα και ανέβασα και βιντεάκι στο εσύτσόντα.
- Εσύτσόντα;;;;
- Γιουπόρν.
- Γιου πορν;; Μπηκόουζ;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντι του έλεος.
'Ελεος + Ίλεως (Από το τραγούδι του Μαρκόπουλου «Ζαβαρακατρανέμια») = ίλεος

Ίλεος ρε, της έριξες τέτοιο μπινελίκι και ακόμα προσπαθεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το κουνάβι που ζει σε υπόγειες στοές και δεν υποφέρει το φως της μέρας. Μεταφορικά είναι οι φοιτητές - παραταξιακοί - κομματόσκυλα που εγκλωβισμένοι στους διαδρόμους των σχολών (συχνά και υπογείων...) ψάχνουν συναδέλφους τους να τους ''ενημερώσουν''.

- Μήπως είδες τη Σάντυ;
- Πέρασε βιαστική και χώθηκε ως συνήθως στο γραφειάκι...
- Ποιο ρε, αυτό; Καλά μιλάμε αυτό είναι τυφλοκούναβο...

Ατριχος κι αυτός; (από GATZMAN, 19/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο που εμφανίζει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αντιήρωας, αουτσάιντερ. Μόνιμο θύμα αδικίας ή καταδίωξης, συχνά εκ πεποιθήσεως.

Εκ του Αγγλικού underdog.

- Τι ομάδα είσαι;
- Αεκάκι, φίλε μου!
- Καλώς το υπόσκυλο!

(Υπο)σκυλίσια ζωή! (από Vrastaman, 25/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιπίνι των Βορείων Προαστίων .

Άντε πάμε Κηφισιά να χορτάσουμε βιπίνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παριστάνει τον γκέι για να γνωρίζει λεσβίες-ζευγάρια και μετά γαμάει την γκόμενα.

λεσβία - άντρας :
- Το αρχίδι... μας έκανε την αδερφή, αλλά όταν πήγα τουαλέτα μου ξεμονάχιασε το γκομενάκι και μου το γάμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις έχεις όταν έχεις τις μαύρες σου και βαριέσαι να κάνεις οτιδήποτε.

- Έλα, πάμε στο μπαρ;
- Χέσε με ρε Κώστα έχω βαρυμπομπίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified