Further tags

Συνδυασμός των λέξεων «μαλακία» και «βλακεία». Δεν σημαίνει τίποτα ξεχωριστό, απλώς χρησιμοποιείται χιουμοριστικά στη θέση κάποιας από τις δύο λέξεις.

- Γιώργο έχεις όρεξη να πάμε έξω για τζόγκινγκ;
- Τι μαβλακείες λες μωρέ, αφού ρίχνει μπόρα!

Βλ. και σχετικό λήμμα βλακαμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπούρτζι, πυροβολαρχείο που προστατεύει ένα λιμάνι, και το βλάχος.

Αρχικά, χρησιμοποιούταν προς απόδοση της μεταφορικής έννοιας Φρουρίου-βλαχιάς, ή καρά-βλαχιάς για πρόσωπα με τελείως αγροίκους τρόπους.

  1. Σκωπτική λαϊκή έκφραση ως προσωνυμία των βλαχοποιμένων.
  2. Αγροίκος, άξεστος.

Καθηγητής μουσικής προς μαθητή ----> Πιάσε μια λα μινόρε... ΛΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΒΡΕ ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΕ!!

Μεταξύ «φίλων» ----> Πωωω, πόση κέτσαπ έβαλες στο φαΐ βρε μπουρτζόβλαχε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, αυτός που πουλάει παραμύθι για να κοροϊδέψει τους άλλους.

- Πήρες τελικά την αύξηση που σου υποσχέθηκε το αφεντικό;
- Άσε ρε φίλε, 4 μήνες έχουν περάσει και ακόμα να μου την δώσει... καλά είναι και πολύ ψευτόπουλος...

(από GATZMAN, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία το τασάκι έχει γεμίσει ασφυκτικά από κάθε μάρκας γόπες και αρχίζει να ξεχειλίζει. Δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο αλλά από την εμπειρία αποδεικνύεται πως ο μέσος όρος ύψους που φτάνει η εν λόγω πίτα είναι τα 4,5 εκ. πάνω από την επιφάνεια του τασακίου. Φυσικά το παγκόσμιο ρεκόρ είναι πολύ πιο πάνω, αλλά εδώ μιλάμε για καταστάσεις νορμάλ και όχι πτυχιούχων αρχιτεκτόνων - μηχανικών που κάνουν μελέτες για το πώς θα τοποθετήσουν τις γόπες ώστε να επιτύχουν το μέγιστο ύψος. Παραδόξως, το ρεκόρ κατέχει η λατρευτή Λιάνα Κανέλλη που δεν έχει πτυχίο Πολυτεχνείου. Η τσιγαρόπιτα-Κιλιμάντζαρο της δωρίστηκε στην Τ.Ο. ΚΚΕ του Δήμου Σταυρούπολης ως έργο τέχνης με την ονομασία: «Είτε έχει ήλιο είτε όχι, τα τηλεοπτικά παράθυρα μένουν ανοιχτά (Η ένταση της φωνής ως υποκατάσταση λογικών επιχειρημάτων)»

Μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και ως απάντηση σε ερώτηση Να σας φέρω κάτι; ή να χρησιμοποιηθεί ως αντικατάσταση οποιουδήποτε είδους φαγητού. Εκλεκτό έδεσμα πάσης φύσεως θεριακλήδων, φαντάρων που υπηρετούν σε φυλάκια περιοχών που δεν φυτρώνουν ούτε αυτοί που δεν τους σπέρνουν, φοιτητών που κάνουν τις εργασίες τους μισή ώρα πριν την παρουσίαση και του χαρακτήρα που ενσάρκωσε ο Σάμιουελ ΕΛ Τζάκσον στο πρώτο Τζουράσικ Παρκ. Η συνταγή της όσο και η παρασκευή της είναι τόσο απλές ώστε αποτελεί την πρώτη επιλογή όλων των παραπάνω ευαίσθητων ομάδων.

- Άσε φίλε, με μια τσιγαρόπιτα-μάρλμπορο είμαι από το πρωί. Καλή είναι, αλλά δε με κρατάει και πολύ, τώρα με κόβει λόρδα απίστευτη. Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;
- Μπα, εγώ είμαι χορτάτος. Τσίμπησα μια πίπα-γύρο από τα χεράκια της Ελένης μου, άλλο πράμα!
- Όντως, είναι πολύ χορταστική και θρεπτική η άτιμη!
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε πιτσιρίκο;
- Ε, να μωρέ, φαίνεται από το ότι είσαι δυνατός σαν... τράγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρέλα, αλλοφροσύνη. Εκ του συνηρημένου λαλάω - λαλώ, ήτοι τρελαίνομαι, τα παίζω. Ένα σκαλί πριν το σύστριγγλο.

Σήμερα όλη μέρα με πάνε γαμιώντας, δεν αντέχω άλλο, με έπιασε λαλίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωρικός, ο Μπουρτζόβλαχος, ο τσέλιγκας.

Σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό παράγωγο από το αξεσουάρ του βοσκού, την γκλίτσα, και δεύτερο συνθετικό το αγγλικό boy. Είναι το άτομο που δείχνει από χιλιόμετρα την βουκολική του καταγωγή με διάφορες συμπεριφορές και τάσεις μέσα στο αστικό γίγνεσθαι!

- Πολύ γκλιτς-μπόυ το άτομο, από πού κατέβηκε; Μόνο το ταγάρι του 'λειπε!

Σχετική έκφραση στην αγγλική: You can take the boy away from the village, but you can never take the village away from the boy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσφορά συνεχίζεται!

Μετά το ανεπανάληπτο ενδιαφέρον του κοινού για light εκφράσεις, οι οποίες διατηρούν τη γεύση της πρωτότυπης αλλά με λιγότερες θερμίδες, επανέρχομαι Δημήτριος με κάτι πρωτοποριακό που υπόσχεται ν' αλλάξει τον τρόπο που περιγράφετε την ομορφιά!

Εκπάγλου καλλονής: εκπληκτικής ομορφιάς. «Έκπαγλος» είναι αυτός που αφήνει τον άλλο έκπληκτο με κάτι. Και για να το δυσκολέψουμε λιγάκι, προέρχεται από το «έκπΛαγλος» το οποίο με ανομοίωση των δύο «λ» γίνεται «έκπαγλος». Το «έκπλαγλος» σχετίζεται με την απαρεμφατική μορφή του παθ. αορίστου «εκπλαγήναι». Θέλετε κι άλλο; Γιατί να ταλαιπωρείστε άδικα όταν υπάρχει το...

Εκ Παύλου καλλονής: εκπληκτικής ομορφιάς. Όπως και το ορίτζιναλ. Χωρίς όμως τις πομπώδεις και παρωχημένες αναφορές σε λέξεις και γραμματικούς τύπους που δεν αφορούν κανέναν. Ομορφιά εκπληκτική όπως του Παύλου Νεάντρα, γνωστού στο ευρύ κοινό ως Paul Newman. Για τις κυρίες που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν την έκφραση, προσφέρεται και η επιλογή Παύλου Περιπατητή, γνωστού και ως Paul Walker, ανερχόμενου ηθοποιού τον οποίο ... λατρεύει το ασθενές φύλο. (σσ: οι άντρες παρακαλούνται να χρησιμοποιούν την πρώτη επιλογή, διότι ο τύπος ήταν και οδηγός αγώνων και ούτως ή άλλως πέθανε, οπότε δεν κινδυνεύουν ν' ακούσουν ότι τον βοσκάνε τον Κένταυρο)

Χρησιμοποιείται όπως και το φίδιν μύδιν: Αν σας πάρουν πρέφα, το γυρίζετε στους προαναφερθέντες κοινής αποδοχής όμορφους και λέτε ότι μιλούσατε για καλλονή σαν του Παύλου. Αλλιώς, μόνο εσείς θα ξέρετε.

Εκ Παύλου καλλονής: Απολύτως δωρεάν.

Και όπως πάντα, για τους άλλους φίλους μας υπάρχει και σε «εκ Παύλου καλλονήσ» με την ίδια ακριβώς λειτουργικότητα.

- Και που λες Τιτίκα μου, βλέπω τη Μερόπη να έρχεται σινάμενη κουνάμενη και δίπλα της έναν παίδαρο άλλο πράμα... Άλλο να σ' το λέω κι άλλο να τον εβλέπεις. Εκ Παύλου καλλονής σου λέω.
- Εκ τίνος καλλονής Ευανθία μου είπες; - Εκ Παύλου Τιτίκα μου. Δεν τον ξέρεις τον Paul Walker τον ηθοποιό; Μα πού ζεις χρυσή μου;
- Αααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των παικτών του μακράν πιο άδικου και τσάτσικου τυχερού παιχνιδιού, για να δώσουν κύρος στο χόμπυ τους. Αν και το χόμπυ εξ ορισμού δεν χρειάζεται κάποιο λόγο ύπαρξης ή δικαιολογίας εκτός από την ευχαρίστηση που δίνει σε αυτόν που το κάνει, ελάτε στη θέση αυτών που παίζουν συστηματικά. Ποιος θα έλεγε ότι το χόμπυ του είναι να κάθεται μπροστά σε μια τηλεόραση που δείχνει την σελίδα 533 του teletext, να ακούει το μαγευτικό ήχο της μηχανής επικύρωσης των δελτίων και να μονολογεί κάθε πεντάλεπτο: «Αχ ρε γαμώτο, για ένα θα έπιανα»; Εντάξει, είναι και ο πάνσοφος ιδιοκτήτης που σου μεταδίδει την απέραντη γνώση του πάνω στις τριάδες τις καλές αναμεμειγμένες με πολιτική και κουτσομπολιό αλλά και πάλι τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά.

Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως το προποτζίδικο είναι το κομμωτήριο των ανδρών πράγμα ακόμη πιο μειωτικό. Οπότε με τη λέξη κινονάω (< kino) απευθείας σώζουμε την κατάσταση δίνοντας την εντύπωση πως πάμε για πράγματα που αφορούν την εσωτερική μας αναζήτηση, ενώ απλά χάνουμε εκείνα τα μικρά στρόγγυλα νομίσματα που γράφουν 50 και δεν τα υπολογίζουμε. Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για να συνδεθεί το κωλοπαίχνιδο με εξωτερικές δυνάμεις που υπάρχει μια πιθανότητα να βοηθήσουν είναι πραγματικά μάταιη.

- Πού πας βρε αχαΐρευτε πάλι; Μην τυχόν σε ξαναμαζεύω από καμία λάσπη.
- Όχι ρε Κατίνα μου, να δες, γεμάτος 50λεπτα είμαι, να kinoνήσω πάω. Δεν τα ακούς που κρατσανίζουν στις τσέπες μου;
- Τι να κοινωνήσεις ρε αντίχριστε, ούτε Χριστούγεννα είναι, ούτε Πάσχα.
- Βρε άκου με που σου λέω.
- Καλά, άναψε και μια λαμπάδα μπας και σου ξανασηκωθεί.
- Έλα βρε Κατινούλα, τι λες τώρα, θα μας ακούσει κανείς και θα γίνω και ρεζίλι.
- Σιγά μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

(Όπως καταλαβαίνετε το όνομα του άνδρα δεν αναφέρεται για ευνόητους λόγους. Και επίσης και οι τοίχοι έχουν αυτιά.)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, λάτζα γιόγκα, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του πούτσος / πούτσα.

πούτσος -> πούλος -> σούλος.

Από τη τακτική του «αλλάζω ένα γράμμα για να διαφοροποιηθώ». Μπορεί να ειπωθεί και «κούλα»

- Ρε, γάμησε χτες ο βάζελος. 0-1 την Ίντερ.
- Στο σούλο μου ρε μαλάκα, ποιος ασχολείται μ' αυτούς;

- Μπόμπα αυτό το ξίου, δεν πίνεται.
- Στην σουλάρα μου, ο καλός ο νεροχύτης όλα τα ρουφάει.

Τι ακροβώς περιγράφει ο Φα σουλας; (από Vrastaman, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπύριασμα, τα μπυρίτσουαλς, το χτίσιμο των κοιλιακών.

- Ανδρέα γιατί μυρίζει μπύρα η ανάσα σου;
- Να σου εξηγήσω μωράκι μου, πήγαμε με τον Παναγιώτη μετά τη δουλειά για μία παγωμένη.
- Ποια μία ρε μωρό μου; Εσύ μυρίζεις σαν την Αθηναϊκή Ζυθοποιία! Δε βλέπεις που έφτασε η μπυροκοιλιά;;;
- Άει παράτα μας κι εσύ. Φεύγω.
- Που πας τώρα;
- Συγχύστηκα και πάω να χτίσω κοιλιακούς...

(από Galadriel, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified