Further tags

Αμφίψωλο σημαίνει στην καθαρεύουσα το γνωστό σάντουιτς.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα, έκφυλη σφόδρα! Τελικά το βράδυ την αμφιψωλιάσαμε!

(από Khan, 16/07/14)Όταν οι άλλοι τρώγανε βαλανίδια αντί για αμφίψωμον, εμείς οι Έλληνες είχαμε εφεύρει το αμφίψωλον. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στο διαρκώς αυξανόμενο φαινόμενο θετικού και ενίοτε υπερθετικού σχολιασμού φωτογραφιών στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ή όπως λένε στο χωριό μου (σόσιαλ μήντια). Ο σχολιασμός γίνεται κυρίως κάτω από φωτογραφίες μπάζων.

- Αίσχος
- ;;;
- Δεν υπάρχει η φώκια, ο Θανάσης ο υδραυλικός, έβαλε φωτό από παραλία, η φωτοευγένεια από κάτω με ξεπερνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (βαρέλι & πούτσα). Το μεγάλου πάχους πέος.

Ως βαρελόπουτσα γενικά μπορεί να χαρακτηριστεί και το δυσανάλογα χοντρό για το μήκος του αλλά και το «χορταστικού» πάχους/πλάτους/διαμέτρου πέος, ο αρχοντόψωλος, ο φαρδύς σαν μπουκάλι μπύρας να 'ούμε. Συχνά ακροβατεί στα όρια απόλαυσης και πόνου για την σούφρα μιας γυναίκας (ή ενός ομοφυλόφιλου).

Χαρακτηριστικοί τύποι άντρα που συνήθως είναι και ιδιοκτήτες βαρελόπουτσας είναι brutal τύποι με κοιλιά, πολλές τρίχες, μούσια σε στυλ Μπανάνα Τζο, συνήθως φορούν λευκά πουκάμισα ανοιχτά για να κάνουν κοντράστ οι τρίχες ή φτηνά και αλλόκοτα χαβανέζικα πουκάμισα, γυαλιά ηλίου πρωί-βράδυ, αντρικά αρώματα παλαιάς κοπής, πούρα περιπτεριακά τύπου (Kαρ)Αβάνας κτλ. Γενικότερα μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε και σαν καλτ μερακλήδες με περίεργα γούστα. Ενίοτε κυκλοφορούν και σε πιάτσες όπως η Συγγρού, η Καβάλας, η πλατεία Κουμουνδούρου για κανά άτριχο αγοράκι κτλ.

- Φίλε πόσο τον έχεις εσύ;
- Φίλε δεν τον έχω μεγάλο σε μήκος αλλά μου είναι 9 πόντους πάχος.
- 9;;; Καλά ρε φίλε τι σόι βαρελόπουτσα να'ούμε είναι αυτή;

(από Mpiliardakias, 06/07/14)(από Mpiliardakias, 06/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω το γνωστό παιχνίδι tichu. Χρησιμοποιείται από πορωμένους με το παιχνίδι κυρίως.

- Ρε Μήτσο, πάμε το απόγευμα να τιτσάρουμε σπίτι σου;
- Μέσα.
- Επειδή ο Αντρέας δεν τιτσάρει πια, πες της Ελένης και του Κώστα να έρθουν.
- Πάλι στο μαλάκα θα πω; Δεν ξέρει να τιτσάρει αυτός.
- Καλά, πες του Γιάννη.
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα « Μεγάλα Πλάνα» που διαρκούν κατά μέσο όρο περισσότερο χρόνο από τα υπόλοιπα πλάνα καθώς και τα πολλά single shots που εμπεριέχουν μικρές υποενότητες αλλά είναι συγκροτημένα σε ένα πλάνο, ονομάζονται μονόπλανα. Τα μουνόπλανα είναι αυτές οι μεγάλοι περίοδοι πρηξαρχιδίασης που προσφέρει η χ παρουσιάστρια, όπου ο σκηνοθέτης κάνει ζουμ στα βυζγιά της ενώ αυτή μιλάει για διάφορα θέματα, κυρίως για ζώδια και τον νέο δίσκο του Τσαλίκη (τοποθέτηση προϊόντος).

- Είδα την νέα εκπομπή της Στέλλας Πιπέογλου χθες!
- Έλα ρε, καλή;;
- Τι να σου πω, αυτά τα μουνόπλανα με συνεπήραν και τον έκανα λάστιχο 2-3 φορές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.

-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, απομακρύνομαι, σαλπάρω.

Αναφορά στο αγγλικό sail.

  1. Άντε σαλίζουμε;

  2. Λοιπόν, μάγκες, σαλίζω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσλάνκευση του ηθικοπλαστικού «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα», αναπροσαρμοσμένο για τις ανάγκες τση πουτανιάρας τση πραγματικότητας.

Γλωσσοπλάστηκε μαζί με τον φευγάτο σλάνγκο Mystère Cadmus στο φατσομπούκι ψες βράδυ.

  1. Στάτους Κάδμου: Όποιος τα κάνει όλα πουτάνα, θα τη βρει από το κάγκελο.
    Βράστα: Πουτανομαζώματα...
    Κάδμος: ...καγκελοσκορπίσματα
    (επακολούθησαν αμοιβαία λαϊκ)

  2. Άσκηση για το σπίτι: να συμπληρωθούν τα παρακάτω:

  • Καβουρομαζώματα, _______________
  • Καγκουρομαζώματα, _______________
  • Σλανγκομαζώματα, _______________
  • Συριζομαζώματα, _______________
  • Τουκανικομαζώματα, _______________
  • Φιστικομαζώματα, _______________
  • Μιζομαζώματα, _______________

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified