Further tags

Πρόκειται για τα σκουπίδια, ξυσίματα ή πιξελιάσματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής εικόνας και ήχου, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε τα παλιά καλά χιόνια.

Εκ των τεχνολογία και τερατούργημα, καμία σχέση με το τεχνούργημα.

Ασίστ: patsulis.

- Τεχνουργήματα :p, ή απλούστερα, ψηφιακά σκουπίδια: τετραγωνάκια στην εικόνα, παγώματα στο video, κοψίματα στον ήχο κλπ.
(εδώ)

- Παιδιά τι μπορεί να είναι αυτά τα πλεγματοειδή τεχνουργήματα; Τα βλέπω εδώ και 2-3 μέρες, και στις πέντε TV του σπιτιού...
(επεί)

- το εν λογω player καθως επαιζε ενα δισκακι dvd αρχισε να κανει εντονα τεχνουργηματα στην εικονα,τα οποια εξελιχθηκαν σε κοκκινα χιονια τα οποια παρεμειναν και μετα την εξαγωγη του δισκου..Το εκλεισα,το ξανανοιξα ,και..παπαλα,εξοδος εικονας δεν.
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 28/09/12)(από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακκισμένη λεξιπλασία που μου κατέβηκε στη γκλάβα και είπα να μη σας τη στερήσω.

Θειούχος το λεπόν ανεψούδια είναι ο έχων θείο, ήτοι μπάρμπα, και δη έλκοντα την καταγωγή από την Κορώνη Μεσσηνίας.

Μη γελάτε ρε κοπρόσκυλα, μπορεί σε κάτι χρόνια να είναι διαδεδομένη σλανγκιά :-P

Υ.Γ. Παρακαλούνται οι χημικοί του σάιτ να μας εξηγήσουν τη διαφορά μεταξύ θειούχου, θειώδους και θειικού.

- Ρε την κουφάλα τον Γλειψαρχίδογλου, την πήρε τη μετάθεση από Κάτω Σέκλανα για τα κεντρικά.
- Ρε το μπούστη, πώς τα κατάφερε;
- Είναι θειούχος ρε σύ.
- Τι είναι λέει;
- Θειούχος ρε μαλάκα, έχει θείο, μπάρμπα, πώς το λένε ...
- Ε και; Κι εγώ έχω, ρε μαλάκα.
- Απ' την Κορώνη;
- .............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει τη δυσαρέσκεια / εκνευρισμό / βαρεμάρα / τεμπελιά / απογοήτευση για κάτι.

Εκ του κόβω τις φλέβες μου.

Πω πω αύριο πρέπει να σηκωθώ 6 η ώρα. Βαράω κοπείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Πιτσαπέρδουλο είναι ένα κολεόπτερο (θυμίζει μορμότζιλα των χαμερπίων) με ένα πολύ περίεργο μηχανισμό στην κίνηση του(πέταγμα). Ενώ πετάει, ρουφάει ποσότητες αέρα που εγκλωβίζει σε ένα ασκό που έχει ανάμεσα στο κυρίως σώμα του (θωρακικό τμήμα) και στην κάτω μεβρανοειδή κατάληξη του υπολοίπου σώματος του, τον οποίο αέρα εξαπολύει με ένα μακρόσυρτο και υπόκωφο (κλανέοντα) θόρυβο. Η κίνηση του (πέταγμα του πιτσαπέρδουλα) είναι σαν ένα μπαλόνι που αφήνεις να ξεφουσκώσει.

Αυτό το περίεργο πλάσμα αρέσκεται (παθητική φωνή) στην πίτσα, και ο,τι έχει παρόμοια γεύση, και τα συστατικά αυτής. Αν τρως πίτσα στο μπαλκόνι, πρόσεξε το, κάνει βουτιά και τρώει ένα κομμάτι, σαν τερμίτης, κατόπιν αρχίζει (να πέρδεται ασύστολα) κάνοντας κύκλους γύρω από τα κεφάλια των παρευρισκομένων εν τω μπαλκόνιον ταύτω.

Πιτσαπέρδουλο: φανταστικό έντομο (κολεόπτερο)το οποίο τρώγων τη πίτσα πέρδεται.

Από ξεκατίνιασμα σε φόρουμ:

Ρε πιτσαπέρδουλα, αν ανοίξω κουβέντα με ένα στρείδι για την ανθρώπινη εξέλιξη, θα μου παραθέσει πολύ καλύτερα επιχειρήματα από σένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός του εντελώς, τονίζει την ολοκληρωτική επιτυχία/αποτυχία/καταστροφή/άλλη κατάσταση.

- Και πώς πήγε το τεστ φυσικής;
- Άσε ρε δεν είχα διαβάσει τίποτα και έδωσα λευκή κολλά.
- Δηλαδή fail;
- Εντελότατα όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ σοβαρός. Πιο σοβαρός πεθαίνεις. Δηλαδή, αυτός που στην προσπάθεια να φανεί πολύ σοβαρός καταντάει γελοίος. Οι εκφράσεις στο λόγο του και το σοβαρό του ύφος συνοδεύονται συνήθως από εξίσου σοβαρές εκφράσεις του προσώπου του.

Μην είσαι τόσο σοβαρόξ, θα πάθεις τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που παράχθηκε και χρησιμοποιείται (περισσότερο) από χαζά 14χρονα, που γράφουν το «τι κάνεις μωρό μου» κάπως έτσι: «t knc mwlo m;», και θέλουν να δηλώσουν ότι αστειεύονται, ότι κάνουν πλάκα δηλαδή.

- Ρε!
- Τι;
- Ρε έχασα την αγαπημένη σου μπλούζα, αυτή που μου δάνεισες...
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι;
- Χαχα έλα ρε πλακίζω! Ορίστε εδώ είναι, πάρτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνένωση των προσταγών «άντε, φέρε», με ταυτόχρονη παράλειψη του τελικού «ε».

Η λέξις πλέον, με την κατάλληλη προφορά, αποπνέει μια γαλλοπρεπή esscence μεγαλοπρέπειας.

Προσφώνηση η οποία αντικαθιστά το όνομα του προσώπου, αλλά και την επαγγελματική του ιδιότητα.

Αυτός που όλοι τον στέλνουν να φέρει κάτι: ο groom του ξενοδοχείου.
Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο βοηθός.

  1. Receptionist: - «Αντεφέρ», πετάξου στο περίπτερο να φέρεις την εφημερίδα του κυρίου Παπαρίδη!

  2. Άντε φέρε τα χρεωστικά απ' το bar γιατί έχω αναχωρήσεις, και μετά τις βαλίτσες της κυρίαςτου (1)69.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχοποίητη λέξη που δείχνει ότι υποτίθεται ότι κάποιον παίρνουμε τηλέφωνο.

Η λέξη προέρχεται από τον Μητσικώστα, εκεί γύρω στο 2000, και έχει ενδιαφέρουσα ιστορία. Λοιπόν ο πρωθυπουργός Σημίτης είχε το παρατσούκλι ο Κινέζος, λόγω εμφάνισης. Κάποια φορά είχε ταξιδέψει στην Κίνα (ή στην Ιαπωνία δεν θυμάμαι), και για ένα διάστημα ο Μητσικώστας στην εκπομπή του τον έβαζε να κάνει ότι μιλάει Κινέζικα, λέγοντας κάτι σαν «Τόιονγκ τοϊοϊονγκ». Αυτό σιγά σιγά κατέληξε να σημαίνει ότι μιλάει Κινέζικα στο τηλέφωνο, και στο τέλος έγινε σλανγκ και σημαίνει απλά «παίρνω τηλέφωνο», ενώ τα τοϊοϊονγκ απλοποιήθηκαν σε «τόνjο τόνjο».

Αυτός δεν έχει να φοβάται από καμπάνες, έτσι και τολμήσει ο διοικητής να του ρίξει καμιά φυλάκιση, τόνιο τόνιο τόνιο θα πάρει τον θείο του και θα του τη σβήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση της ιαπωνικής λέξης arigatou (ありがとう) που σημαίνει «ευχαριστώ».

- Νίκο, σου έφερα τα τσιγάρα που μου ζήτησες.
- Χο! Σε αριγκατώ πολύ, να 'σαι καλά Νίκο-σαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified