Από τον συνδυασμό γλάστρα + Μαστροκώστα.
Χαρακτηρίζει χαζογκόμενες που νομίζουν ότι έχουν ταλέντο.
Δεν χρειάζεται. Οι περισσότερες απο τις μισές στην τηλεόραση τέτοιες είναι.
Από τον συνδυασμό γλάστρα + Μαστροκώστα.
Χαρακτηρίζει χαζογκόμενες που νομίζουν ότι έχουν ταλέντο.
Δεν χρειάζεται. Οι περισσότερες απο τις μισές στην τηλεόραση τέτοιες είναι.
Got a better definition? Add it!
Ο πρόεδρος του ΠΑΟ όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα.
Όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα, ο Πατέρας θα είναι παππούς.
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.
Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.
Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.
Got a better definition? Add it!
Η αφρόκρεμα από κάφρους, η ελίτ της αλήτ.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι ονειροπόλος, βασικά επειδή σκέφτεται, αναπολεί ή θεάται ωραίους κώλους. Εναλλακτικώς, ο ίδιος ο κώλος ονείρωξη, ο κώλος αναφοράς, ή ο εύκωλος που τον φέρει.
Got a better definition? Add it!
Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:
Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.
Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.
Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.
Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.
- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;
Got a better definition? Add it!
Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.
Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).
Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..
Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.
Got a better definition? Add it!
Είδος τηλεοπτικού δημοσιοκάφρου, ο οποίος μέσα από το απυρόβλητο παράθυρό του βάλλει ανελέητα και αδυσώπητα κατά παντός, συνδυάζοντας αυτόχριστα την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία σε συσκευασία 3-σε-1.
Το λήμμα αποτελεί λογοπαίγνιο του ονόματος του εκλεκτού ανθού της σύγχρονης δημοσιογραφίας Ευαγγελάτου.
Τις προάλλες βγήκε ο Εισαγγελάτος και μας παρουσίασε τον πυροσωλήνα ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε που μπορεί να τον βρήκαν οι τρομοκράτες. Έλα ντε, που να τον βρήκαν; Εδώ τον βρήκε ο Εισαγγελάτος. (από Blog)
«είχα δυο επιλογές: να σπάσω την τηλεόρασή μου, διότι η πίεση του αίματός μου είχε φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα, σε σημείο που να χρειάζομαι ισχυρή δόση ηρεμιστικών, ή να πατήσω το κουμπάκι και να σταματήσω την παροχή ρεύματος στη συσκευή, απαλλάσοντας τον εαυτό μου από τη θέαση του ενοχλητικού υποκριτικού υποκειμένου που λέγεται Εισαγγελάτος. Μετά ωρίμου σκέψεως προτίμησα το δεύτερο.» (από Blog)
Είναι νομίζω γνωστό τοις πάσι ότι ο Ευαγγελάτος τρέφεται με τον τρόμο και τον πανικό που προκαλεί στους άλλους... Εν πάσει περιπτώσει, τι σκατά προτείνει η Τατιάνα και ο Εισαγγελάτος; Να καταργήσουμε το Augmentin; Και όσοι έχουν σωθεί από αυτό; Και όσοι έχουν μικρόβια που είναι ανθεκτικά σε άλλα αντιβιοτικά και το χρειάζονται; (από Blog)
Got a better definition? Add it!
Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!
Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.
Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).
(στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
- Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
- Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
- Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!
(από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
«Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified