Το μπουρδέλο.
-Γιε μου, είσαι έφηβος και δεν έχεις γαμήσει!
-Δεν τα θέλω τα μούνα παρκς, μπαμπά!
Το μπουρδέλο.
-Γιε μου, είσαι έφηβος και δεν έχεις γαμήσει!
-Δεν τα θέλω τα μούνα παρκς, μπαμπά!
Got a better definition? Add it!
Ο σερ που είναι σε κάθε χαζή εκδήλωση.
Ο Τούρκος τζέντλεμαν (είδος προς εξαφάνιση).
-Κοίτα στο Τι-βι Έθνος τον κύριο. Τι ωραίος άντρας!
-Τι λες, ρε, σ' αρέσει ο ασαν-σέρ;
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ξεσαλώνει και μπαν-ίζει τεκνά, λογοπαίγνιο που αναφέρεται και στη σεξουαλική χρήση της μπανάνας (με πιάνετε;).
-«Εκδήλωση για το περιβάλλον, παραβρέθηκε η Μιμή Ντενίση...»
-Πάλι έξω βγήκε η μπανάνα!
Got a better definition? Add it!
Προπονητής των οπισθίων!
Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!
Got a better definition? Add it!
Κατά Παπαζέκα, ζόχα είναι η δυσάρεστη οσμή που επέρχεται από τα βρασμένα λάχανα, τα ζόχια.
Got a better definition? Add it!
Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».
Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.
Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.
Got a better definition? Add it!
Το ξαφνικό χεσίδι, που σε πιάνει απροειδοποίητα και δεν ξέρεις τι να κάνεις, ιδρώνοντας ταυτόχρονα.
Ετυμολογία: σύντμηση τη λέξης χέσιμο. Αρσενικού γένους, χωρίς το πρόθεμα χε-, σκέτο -σίμος.
Πςςς φίλε, ο Σίμος μου χτυπάει την πόρτα...
Got a better definition? Add it!
Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.
«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»
Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.
Got a better definition? Add it!
Εγελάσθην εάν ενομίζατε ότι επρόκειτο δια τον συμπαθέστατο ηθοποιό! Τοιαύτη φράση αποτελεί κόσμιο τρόπο ίνα πει κάποιος την άσκοπη και αέναη εξάσκηση της ιερής τέχνης της ... πλήρους απραξίας! Συνηθίζεται δε η χρήση της εκφράσεως εάν ο χρήστης... τον Μπέζει αντί να εργάζεται. Να θιχθεί δε ότι τοιαύτη φράση αποτελεί αρχή παρεξηγήσεων δια τους πάσχοντες από το φαινόμενο «Τούλα χύστο!»
Φιφακλής: «Καυλαγόρα, πότε θέλεις παραδώσεις τις πέντε χρηματοικονομικές αναφορές που σου είχα αναθέσει; Μα... δεν εργάζεσαι; Και τι κάμνεις;»
Καυλαγόρας: «Το Μπέζο!»
Φιφακλής: «Δε σε εννοώ... Ποία η σχέση του γνωστού ηθοποιού με τις αναφορές;»
Καυλαγόρας:« Όποία και του ιχθύα μετά του ποδηλάτου!»
Φιφακλής: «Ααααα...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).
Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.
Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...
(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).
Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).
- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...
Got a better definition? Add it!