Further tags

Φεύγω ή πρέπει να φύγω, την κάνω, την κανά, την κανουτέ, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, παίρνω τον λοσπού.

Η φράση χρονολογείται από τον επαναστατικό αγώνα του 1821, όταν όλοι οι οπλαρχηγοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την Τροπολιτσά, ενώ αναμενόταν και η οικονομική βοήθεια εν είδει επαχθούς δανείου από τον φιλέλληνα Υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιο Κάνιγγ. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος χρησιμοποίησε το τελευταίο ως πρόσχημα για να υπονομεύσει τον αγνό αγώνα των οπλαρχηγών με τις φαναριώτικες μηχανορραφίες του. Έτσι λίγο πριν παραδοθεί η τουρκική φρουρά της Τροπολιτσάς σε μια κρίσιμη καμπή της πολιορκίας πήρε τους Υψηλάντηδες και άλλους ταγούς και είπε στον Κολοκοτρώνη την ιστορική φράση «Την Κάνιγγος» (η πλήρης φράση ήταν «την Κάνιγγος βοήθειαν εξέρχομαι ίνα συλλέξω»), ενώ στην πραγματικότητα ήθελε απλώς να στερήσει από τον Κολοκοτρώνη την δόξα για την επικείμενη άλωση. Έκτοτε ο όρος χρησιμοποιείται όταν κάποιος που τον νομίζαμε ως φίλο φεύγει σε κρίσιμο σημείο και μας αφήνει στα κρύα του λουτρού.
(Λάσκος intended)

Πάντως, για τους φιλέλληνες που το σηκώνανε το λάβαρο βλ. και το λήμα πουστρινγκ.

Γενικώς, η στιγμή που φεύγει κάποιος από την παρέα προσφέρεται για επιτηδευμένους σλανγκισμούς με μεγάλο βαθμό ολίσθησης του σλανγκο-σημαίνοντος, αφενός γιατί καλύπτεται έτσι η σχετική αμηχανία (μα μην φύγεις, κάτσε κι άλλο, πού θα βρεις καυλύτερα, ή αντίστροφα, μην σε κρατάμε), και αφεδύο, γιατί φεύγεις οπότε μπορείς να πεις την μακακία σου χωρίς να φοβάσαι ότι θα συλλέξεις μούτζες και σλανγκαρχιδισμούς.

Ωσεκτουτού, μαρτυρούνται και οι εκφράσεις
Την Μελίνα Κανά, ή απλούστερα την Μελίνα.

Επίσης, κατά το πρότυπο του Τηγκάνιγγος, όπου η αναφορά είναι στην πλατεία Κάνιγγος, σχηματίζονται και άλλες εκφράσεις, όπου την θέση της Κάνιγγος παίρνουν άλλες πλατείες, λ.χ. την Κλαυθμώνος, τηγκολιάτσου, την Βάθης, την Μαβίλη κ.ο.κ.

Αντιθέτως, δεν μαρτυρούνται εισέτι οι εκφράσεις την Κανά της Γαλιλαίας, ούτε την Cunning Linguist.

Πάσα: Jeanoir.

- Βαλτετσίου, μπόιλερ, την Κάνιγγος!

(Χότζειος αποχαιρετισμός).

Τηγκάνιγγος σαν άλλοτε... (από Khan, 13/08/10)ο Kahn, του Kahn-ιγγος (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 13/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό/λογοπαίγνιο. Σύνθετο από τις λέξεις βύσμα + ταγματάρχης/συνταγματάρχης κλπ (οποιονδήποτε βαθμό τελειώνει σε -άρχης).

Ο βυσματάρχης είναι υψηλόβαθμος γαλονάς του στρατού που λόγω της θέσης του χρησιμεύει σαν εξαιρετικό καλό βύσμα. Καμιά φορά λέγεται κοροϊδευτικά για οποιονδήποτε γαλονά - στην πράξη όλοι οι γαλονάδες λειτουργούν σαν βύσματα και κάνουν «χάρες» και εξυπηρετήσεις.

  1. - Μάνα πήρα φύλλο πορείας για Καβύλη, γάμα τα...
    - Πω πω παιδί μου τι θα κάνουμε τώρα...
    - Πάρε τηλέφωνο τον βυσματάρχη μας να δούμε τι μπορεί να κάνει.

  2. (υποψήφιος μουρλάκιας έξω από το γραφείο απαλλαγών στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, πραγματικό περιστατικό)
    - Κύριε βυσματάρχη, τι ώρα θα μας δει η επιτροπή; Βαρεθήκαμε να περιμένουμε.
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλάτεραλ και κωλάντεραλ ντάματζ δεν είναι η παράπλευρη απώλεια (collateral damage), αλλά η ζημιά που προκαλείται στην κωλοτρυπίδα σου, όταν ο εραστής σου σου δώσει το κωλάντερο στο χέρι. Ως παράπλευρη απώλεια μπορεί να εννοηθεί βεβαίως και η απώλεια της άλλης παρθενιάς, παραπλεύρως του αιδοίου.

Πάσα: Χότζας (encore), xalikoutis.

  1. Κατάφερε η Αφροξυλάνθη να μείνει παρθένα μέχρι τον γάμο της, μόνο που είχε μερικές παράπλευρες απώλειες.

  2. Βασικά για το Λίλιαν πήγαινε ο Βάγγουρας. Ο Πέρι ήταν απλώς μια κωλάτεραλ ντάματζ.

I\'m gonna get medieval on your ass (από Vrastaman, 14/08/10)(από Khan, 28/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε λαϊκά, επαρχιώτικα αλλά και πρωτευουσιάνικα οικιστικά σύνολα της Ελλάδος μας, όπου δεν υπήρξε ποτέ κατά το παρελθόν σχέδιο πόλης και χωρικής ανασυγκρότησης, παρά μόνον άδειες οικοδόμησης οπουδήποτε και οποτεδήποτε, κατόπιν καταβολής λαδιών στις αρμόδιες υπηρεσίες (όχι ότι δεν συνεχίζεται «εντελώς τυχαία» και σήμερα αυτή η κατάσταση), πολλές φορές οι νοικοκυραίοι μας θέλοντας να φροντίσουν για το μέλλον των παιδιών τους ηναγκάζοντο να παρατήσουν το τρακτέρι για να το παίξουν αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, χωροτάκτες και περιβαλλοντολόγοι, δίνοντας έτσι τις «αυστηρές γραμμές» στο παραδοσιακό ύφος της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής του «χτίζω όλο το οικόπεδο και ανεβάζω τόσους ορόφους όσες είναι οι κόρες μου».

Έτσι, οι κατά πολύ νεότεροι συντελεστές δόμησης και κάλυψης που εφαρμόστηκαν από τους πολεοδόμους δεν αποτελούν προϊόντα ακαδημαϊκής ερεύνης των μηχανικών παρά προέρχονται από την εφευρετικότητα του ακούραστου Έλληνα οικογενειάρχη να εφευρίσκει κανονισμούς και να τους εφαρμόζει ο ίδιος όπου και όποτε βρει τον αρμόδιο υπάλληλο που με περισσή δημοκρατικότητα και υπευθυνότητα θα του υπογράψει την άδεια.

Σε περιπτώσεις δε όπου το γεωτεμάχιο ανήκε σε έναν ή περισσότερους εξ’ αδιαιρέτου ή οριζοντίους ιδιοκτήτες, τότε, επειδή οι κόρες δεν ήταν δυνατόν να διαιρεθούν, ο συντελεστής κόρης αυξανόταν αθροιστικά. Έτσι, εάν ήταν 4 ή 5 τα αδέρφια ή ξαδέρφια ή, τελοσπάντων, τα φυσικά πρόσωπα που είχαν δικαιώματα στο ακίνητο (πράγμα σύνηθες στο Εθνικό μας Κτηματολόγιο) και είχαν από 2 κόρες έκαστος, τότε η άδεια για το δεκαόροφο έβγαινε με τα μπούνια.

Αργότερα, οι κόρες άρχισαν να μορφώνονται και να μετακομίζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα για να σπουδάσουν σε επαγγελματικά ιδρύματα. Έτσι, το εμπράγματο δικαίωμα «κόρη» μεταφερόταν από περιοχή σε περιοχή και μεταβιβαζόταν όλο στον επίδοξο «νοικάρη», ιδιοκτήτη σε περιοχή πλησίον του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Έτσι, έχουμε την τύχη σήμερα να μπορούμε να θαυμάζουμε τα σύγχρονα 20όροφα αρχιτεκτονικά θαύματα έξω από την Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου και αλλαχού.

Μερικά μόνο από τα χιλιάδες οικιστικά σύνολα που έχουν σχεδιαστεί με βάση τον «συντελεστή κόρης» παρατίθενται εδώ μόνον για λόγους πρακτικής τεκμηρίωσης του λήμματος και είναι η Νέα Αλικαρνασσός του Ηρακλείου Κρήτης, ο Άγιος Βασίλειος στο Περιστέρι Αττικής, η Κυψέλη του Δήμου Αθηναίων, τα Μανιάτικα του Πειραιά, ο Αλμυρός Βόλου, διότι αν ξεκινούσαμε να τα αναφέρουμε όλα δεν θα τελειώναμε ποτέ.Ζωγραφική με το πόδι

- Καλησπέρα κύριε Νώντα. Σήμερα το πρωί σας έφερα και τη μελέτη για την πυρασφάλεια. Ελπίζω ότι θα καθαρίσετε σύντομα με το θέμα εφαρμογής του συντελεστή κόρης στην οικοδομή μου, εφόσον δεν πήγε από αρχιτεκτονικό συμβούλιο.

- Καλησπέρα κύριε Φώντα. Μείνετε ήσυχος. Η συνεργασία μας ήταν άψογη και όλη η Διεύθυνση θα είναι στην διάθεσή σας. Αφού υπάρχει η άδεια του '70 την οποία δεν υλοποιήσετε λόγω αρχαιολογίας! Θεωρώ ότι σε μία βδομάδα θα μπορείτε να αρχίσετε τις εκσκαφές...

- Είστε εξαιρετικός, κύριε Νώντα!

"Για μια χούφτα τούβλα", Τσάκωνας, 1987 (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 09/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικος τρόπος να πεις «α, καλά», εννοείται περιφρονώντας κάτι ως αναξιόπιστο, στερούμενο σοβαρότητας ή και αληθείας. Προφάνουσλυ το λολοπαίγνιο αφορά στο γνωστό ποτό Kahlua, μη βάζω λίνκι το ξέρουμε όλοι μας. Πρβλ. και καλούα, καικαλούας.

- Αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό! Μόνο εγώ, εσύ κι ο Σάκης το ξέρουν!
- Α καλούα! Στο πρακτορείο Ρόιτερς βρήκες να πεις τα σώψυχά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.

Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοκτονία, ή η απόπειρα αυτής, δια της λήψης ουσιών.

Συνήθως ειρωνικά.

- Ρε συ πέτυχα την Καίτη χθες, με φάνηκε πολύ πεσμένη!
- Ναι, περνάμε την εβδομάδα κατάθλιψης, όλο λέει θα δώσει χάπι end στην ζωή της και κάτι τέτοια...
- Καλά ρε συ, μην γίνεσαι αναίσθητος, κρίμα είναι το κορίτσι...
- Κρίμα είμαι εγώ που περνάω τις ίδιες μαλακίες κάθε 15. Αλλά ξέρεις τώρα, γυρίζει το κλειδί στην πόρτα, παίρνει τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά της και πάει λέγοντας...

(από Khan, 18/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική για πουτσοσκάμπιλο κατά την οποία ο θύτης επιτίθεται στο θύμα με απανωτές σκαμπιλιές, κρατώντας το πέος του (πέος σε μη πλήρη στύση) και στριφογυρίζοντάς το, επιτυγχάνοντας έτσι πολλαπλά χτυπήματα στο επιθυμητό μέρος του σώματος του θύματος.

— Τι τέρας θα μπορούσε να κάνει τέτοια ζημιά στο πέος σου; Το ξεπέτσιασες πλήρως!
— Μπα, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο! Απλά τα τελευταία βράδια περνάω την ώρα μου εξασκώντας πεοκόπτερο πάνω στα αρκουδάκια του μικρού μου αδερφού.

Πεοκόπτερο (από Vrastaman, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified