Πολύ μικρό πέος.
- Τι να γαμήσεις ρε μ' αυτό το γαριδάκι που έχεις;
Got a better definition? Add it!
Μικρό σε μήκος ανδρικό πέος.
Πού πάει μ' αυτή τη δαχτυλήθρα ο τρόμπας; Εμ δεν έχει, εμ απ' όξω τον έχει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν ο όρος «γαριδάκι» χαρακτηρίζει το πέος, διαθέτει αμφισημία. Βλ. παράδειγμα.
Μπόμπος: Μπαμπά, μπαμπά, το πουλάκι του Κωστάκη είναι σαν γαριδάκι!
Μπαμπάς, έκπληκτος: Τι εννοείς, παιδί μου; Μικρό;
Μπόμπος: Όχι, αλμυρό!
Μπαμπάς: ..........................
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.
Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.
Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).
Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...
Βλέπε και τσουτσούνι, μικροτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος. Ακόμη: -αρχίδας, -καύλης, -πούτσης και -πουτσος, -τσούτσουνος, -ψώλης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν μιλάμε για την εταιρεία Μικρομαλάκιον και τα παράθυρά της, αλλά για το πεουλίνι που είναι μικρό και μαλακό και ωσεκτουτού δεν κάνει καλά την δουλειά του. Νταξ, σεφερλιά, αλλά λέγεται.
Πάσα: Νακοβία.
- Είναι κρίμα να τραβά τέτοιο κορμί ο Microsoft, πρέπει να έρθει από μας η κοπέλα, να δει λίγη χαρά στα σκέλια της.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης
2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.
Got a better definition? Add it!