Selected tags

Further tags

Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.

(από Khan, 14/03/12)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που τη βλέπει κάτι και το παριστάνει. Παράδειγμα οι ψευτομεταλάδες που νομίζουν ότι είναι μεταλάδες επειδή έχουν μακριά μαλλιά, η οι ψευτοΕΜΟ που νομίζουν ότι είναι ΕΜΟ επειδή χαρακώνονται. Συνήθως όταν τους κοροϊδεύεις επειδή είσαι αυτό που αυτοί νομίζουν ότι είναι, σχολιάζουν άκυρα πράγματα της εμφάνισής σου που δεν έχουν σχέση με το τι είσαι.

- Που σαι ρε ποζερι;
- Καλά εσύ τι είσαι τελικά, ράπερ που φοράς φαρδιά και το παίζεις μεταλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα χαιρετισμού Έλληνα νεοράπερ σε άλλον «ράπερ», κραδαίνοντας και κουνώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τα χέρια του (άπλωμα μπροστά και περιστροφή προς τα έσω όλου του άκρου από τον ώμο και κάτω). Συχνά συνοδεύεται από την λέξη «μαν», για να ολοκληρωθεί ο χαιρετισμός.

Στον δρόμο :
- Γιο μαν, τι κάνεις μαν, σου βρίσκεται κάνα τσιχλόνι;
- (Του δίνει τσίχλα) Καβάτζωσέ το μαν. Ωραίο εργαλείο αγόρασες έμαθα. Σεβρολέ με ανάρτηση μπιτάτη που πατάς το κουμπέτο και κουνιέται πάνω κάτω.
- Καλό είναι το αμαξόνι δικέ μου, αλλά θέλω να του περάσω φιμάτο τζάμι και ζαντολαστιχουλέξ χρωμίου και θα γίνει πολύ ραπεράτο, γιο!

Το "γιο" είναι να το \'χεις, σε φάση. (από Galadriel, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγούδι που είναι γραμμένο σε ελάσσονα κλίμακα και βασίζεται στις συγχορδίες των βαθμίδων μικρής έκτης, μικρής έβδομης και τονικής (♭6-♭7-1). Στην ειδική περίπτωση της λα ελάσσονας, οι αντίστοιχες βαθμίδες είναι η φα, η σολ και η λα, εξού και η ονομασία.

Ο όρος χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, αλλά κυρίως υποτιμητικά, φέροντας και τις συνδηλώσεις του τύπου σούπα, μια και, πράγματι, η συγκεκριμένη αρμονική κίνηση στοιχειώνει πλέον σε εξωφρενικά μεγάλο ποσοστό το τυπικό ρεπερτόριο ενός ναμαγαπάδικου.

Τυπικά παραδείγματα είναι το «All along the watchtower» (γνωστό και ως «Ο παλιάτσος κι' ο ληστής»), το «Λιωμένο παγωτό» και ένα σωρό άλλα.

- Φίλε, έγραψα τραγουδάρα για τη Λούλα.
- Ποιά Λούλα ρε; Τη σερβιτόρα;
- Ναί ρε, θα το παίξουμε στο μαγαζί, θα λιώσει η πουτανίτσα, που μου τσινάει δύο μήνες τώρα.
- Καλό;
- Μιλάμε, η ε π ι τ ο μ ή της ροκ μπαλάντας.
- Έλα ρε...
- Χωρίς πλάκα. Άκου-άκου πως πάει... Λοιπόν: «Τώρα που πέφτει ο ήλιος χαμηλάαααα / κι' είσαι μακριάαααα, κι' είσαι μακριάαααα / σκέφτομαι πως θ' ανέβει το φεγγάρι πιό ψηλάαααα / και θα σε νιώθω πιό κοντάαααα, ω πόσο πιόοοοο κοντάααα... // Λούουουουουλαααααα... Λούλα...»
- ...
- Γαμάτο ε;...
- Ρε κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει...
- Τι λέ ρε μαλάκα, τίποτα δε θυμίζει, τί λες τώρα.
- Τι συγχορδίες παίζεις;
- Ε να, το σκέφτομαι σε ντο ματζόρε, ρε ματζόρε, μι μινόρε.
- Σούπερ. Άλλη μια φασολάδα. Και μετά μου λες γιατί σε κλάν' η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπύρες. Οι πολλές μπύρες. Κατά συνεκδοχή και η ζυθοποσία παρατεταμένης διάρκειας, οπωσδήποτε με παρέα.

Η κατάληξη της λέξης παραπέμπει στα σπιρίτσουαλς, τα θρησκευτικά τραγούδια των μαύρων του αμερικάνικου Νότου. Ίσως να υποδηλώνεται ότι η ζυθοποσία είναι στις μέρες μας τελετή με θρησκευτικό χαρακτήρα και όταν γίνεται με τη δέουσα ευλάβεια δημιουργεί και ανάλογη έξαρση. Τραβηγμένο μου ακούγεται αλλά, ποτέ δεν ξέρεις.

Σχετικά λήμματα: μπυρόνι, μπυρωίνη, μπυροκοιλιά, μπυροκοιλιακοί

- Θά 'ρθεις; Πάμε για μπυρίτσουαλς...
- Όχι πάλι, ρε μαλάκα, έλεος... Κάθε βράδυ αυτή η δουλειά γίνεται... Έχει ξεχειλώσει η μπάκα...
- 'Οχι ρε παιδάκι μου, σήμερα είπαμε σεμνά...
- Ναι, ξέρω... Και χτες είχαμε πει σεμνά...
- Ε, σεμνά ήτανε... Τέσσερα άτομα και ούτε είκοσι μπύρες δεν ήπιαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «πιάνει», δηλαδή αυτός που έχει πέραση, έχει εμπορική απήχηση, είναι trendy κτλ. Τα σκουπίδια της μαζικής κουλτούρας έχουν δώσει σε αυτόν τον χαρακτηρισμό μια αρνητική χροιά, όμως οτιδήποτε πιασάρικο δεν είναι απαραιτήτως και κακό ποιοτικά.

  1. - Ώχου μωρέ, Γιουροβίζιον και παπαριές μανίτσα μου! Έχω βαρεθεί με όλα αυτά τα ξέκωλα και τα πιασάρικα τραγουδάκια τους!
    - «Θέλω ζόρικα ντουέτα, Τζίμι Χέντριξ Βαμβακάρης, κι όχι αδελφές Κατσάμπα, να περνάει η ζωή μας τζάμπα»! Καλά τα έλεγε ο Πανούσης...

  2. - Καλά, έγραψα ένα κομματάκι γαμάτο! Progressive, αλλά με κάτι σημεία πολύ πιασάρικα!

  3. - Πολύ πιασάρικα τα σκίτσα σου Άγγελε!
    - ... (αμηχανία, γιατί δεν ξέρει αν αυτό είναι καλό ή κακό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος εκείνο μουσικής στο οποίο ο κιθαρίστας θεωρεί υψηλή τέχνη να παίζει όσο πιο γρήγορα μπορεί όοοοολες τις κλίμακες και τα αρπίσματα που έμαθε στο ωδείο.
Η ταχύτητα, σε συνδυασμό με τις λεπτές χορδές και την πριμάτη παραγωγή, στεφανώνονται από την ασυναρτησία, την υποχρεωτική έλλειψη πρωτοτυπίας και την εμφανή τάση για επιδειξιομανία που δέρνει το είδος, και δημιουργούν στον ακροατή την ανάγκη να πλύνει το πρόσωπό του ή και να ξυριστεί.
Ο όρος αποδίδει επιτυχημένα το άκουσμα, όσο και την ασημαντότητα του είδους αυτού, του οποίου οι υπηρέτες συγχέουν συστηματικά την τέχνη με την τεχνική.
Απ' ό,τι φαίνεται, ο πρώτος σαπουνοποιός στην Ιστορία της Μουσικής ήταν ο Yngwie Malmsteen, του οποίου η μουσική συναγωνίζεται σε φρικαλεότητα τα έργα και ημέρες του άλλου μεγάλου σαπουνοποιού της Ιστορίας (ένας Αδόλφος κάτι, δεν θυμάμαι τώρα). Από τότε, βέβαια, νέοι καλλιτέχνες, με μεγαλύτερες τελικές και καλύτερη δράση ενάντια στους λεκέδες έχουν ξεπεταχτεί, χαρίζοντάς μας το λευκότερο λευκό.

- Φίλε, πήρα το καινούργιο ψδ του Xys Tarhidiasou. Ο τύπος κάνει καιγαμώ τις μουσικές ρε. Χτυπάει με το αριστερό δέκατα έκτα στο 1342 ενώ κάνει ταππινγκ με τη μύτη πεντάηχα στο 146 και ξύνει την κωλοτρυπίδα του με την πένα. Όταν κάνει sweep λένε ότι καθαρίζει την Κόπρο του DeMayo όσο να πεις grind.
- Πότε θα σταματήσεις ν' ακούς αυτές τις μπουρμπουλήθρες και θα γίνεις άνθρωπος γαμώ τη μπαναγία σου ρε βλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί, ως γνωστόν, όλοι το παίζουνε (εξαιρούνται οι υπερβολικά θρησκευόμενοι, που καλά θα έκαναν να ρίχνουν και καμία που και που)... Το βιολί πάλι ανήκει στα πιο δύσκολα μουσικά όργανα και απαιτεί να του αφιερώσει κανείς μια ολόκληρη ζωή.

Έχουμε λοιπόν εδώ μια υπόθεση: αν αφιέρωνε ο κόσμος στο βιολί όλη την ώρα και την προσπάθεια που αφιερώνει στο πουλί του (και στο σεξ γενικότερα), θα ήμασταν όοολοι μα όλοι σολίστ και όχι ψωλίστ όπως είμαστε τώρα!

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος είναι τρόμπας (στην περίπτωση αυτή αποσιωπάται το δεύτερο σκέλος της έκφρασης). Επίσης λέγεται όταν κάποιος είναι ανίδεος σχετικά με κάτι, αλλά πολύ θα ήθελε να ξέρει και γι' αυτό το παίζει έμπειρος (βλ. καλαμπόρτζης). Όπως είναι φυσικό, χρησιμοποιείται πολύ στους μουσικούς κύκλους.

Υπάρχει και ταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα, ο οποίος όμως κάνει την αντίθετη υπόθεση: «Αν ήταν το βιολί πουλί», 1984.

  1. - Το βλέπεις το καινούριο αμάξι που πήρα; 28.000 ευρώ φίλε!
    - Πού τα βρήκες τόσα λεφτά ρε;
    - Ε, πούλησα το παλιό, έβαλα και δάνειο για πέντε χρόνια...
    - Καλά, αν ήταν το πουλί βιολί... Γιατί δεν κάθεσαι στ' αυγά σου και κάνεις συνέχεια μαλακίες;;

  2. - Κοίτα ρε ποζεριά! Ο τύπος ούτε ένα σόλο της πούτσας δεν ξέρει να παίξει και νομίζει ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς!
    - Ε βέβαια, αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά 'ταν μουσικοί!

Σκηνές από το έργο με τον Σωτήρη Μουστάκα. (από Cunning Linguist, 04/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη και επιδίδεται σε αυτήν με ξεχωριστή μαεστρία.

Στη μουσική: ο αποτυχημένος σολίστ. Αυτός που θα γινόταν μουσικός της προκοπής μόνο αν ήταν το πουλί βιολί.

  1. Ο Τάσος είναι κορυφαίος ψωλίστ! Από το βράδυ ως το πρωί τραβάει κουπί, θα πάθει τίποτα στο τέλος...

  2. - Τι μου είπε αυτός ρε συ; Είναι σολίστ στη Λυρική Σκηνή;
    - Τι σολίστ ρε, ψωλίστ είναι! Τον παίρνουνε καμιά φορά έκτακτο στη χορωδία και πουλάει ιστορία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που είχε επικρατήσει παλιότερα για να αποδώσει τη λατρεία που ένιωθε το πλήθος στο πρόσωπο του ΛΕΠΑ (= Λευτέρη Πανταζή). Επανάσταση που μάλλον θα πρέπει να καταπνίγηκε όπως τόσες άλλες, αφού ο όρος αυτός δεν ακούγεται πλέον.

(Τέλη Δεκαετίας 80, έξω από το Διογένης Παλλάς, κέντρο όπου εμφανιζόταν ο Πανταζής)
- Ρε εσύ γιατί αλαλάζει το πλήθος;
- Τους υπογράφει αυτόγραφα ο ΛΕΠΑ.
- Αυτό είναι που λένε Λεπανάσταση, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified