Selected tags

Further tags

Μια λέξη που φτιάχτηκε και ανδρώθηκε στα ρεμπετάδικα, στα ουζερί και γενικότερα σε μέρη όπου μπουζούκια, βιολιά και πολλών ειδών κρουστά έδιναν μια μουσική χροιά στους δρόμους της Αθήνας, μερικά χρόνια μετά τη κατοχή, οπότε και οι ανατολίτικοι ρυθμοί εισέβαλαν με βία στο μουσικό προσκήνιο.

Μες στης πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά
Αραπάκια το φυλάνε, στον Αλή Πασά το πάνε
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Διατάζει τη φρουρά του, να το φέρουνε μπροστά του
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έτσι την περνάνε όλοι οι πασάδες στο ντουνιά
με χορό και με τραγούδι, μ’ αγκαλιές και με φιλιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Στην Περσία το χασίσι το πουλάν με την οκά
Στην Αθήνα δεν το βρίσκεις, ούτε και για μυρουδιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το ομώνυμο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη σε εκτέλεση Κώστα Μακεδόνα, και αποτελεί έναν από τους κλασικότερους τιραμισουρεαλισμούς της εκφραστικής μας. Τι παίρνει η Λίζα; Μύγδαλα; Καρύδια; Φιστίκια; Το πτυχίο που δεν μπαίνει στο αρχείο; Ο στιχουργός δεν αναφέρει σε τι ακριβώς αναφέρεται το αντικείμενο «το» που παίρνει η Λίζα. Πάντως είναι πιθανόν κάτι που μπορεί να γίνει κορνίζα, αλλά και να μπει στην πρίζα. Κατά τον λημματονουνό Γκάτσμαν, επίσης, είναι κάτι που μπορεί «να το δώσει στην Νταίζη να έχει να παίζει». Δεδομένου πάντως του υπονοουμένου που υπάρχει στην έκφραση τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα, το οποίο αναλύεται περαιτέρω στο λήμμα AC/DC, πιθανόν αυτό που παίρνει η Λίζα να είναι ο μπαργαλάτσος.

Το θέμα δεν είναι βεβαίως να συλλάβουμε αυτό το σημαινόμενο, που συνεχώς θα μας ξεφεύγει, (ούτε καν να εξαπολύσουμε τον φαλλό ως «προνομιακό σημαίνον» κατά Λακάν) αλλά να δούμε σε ποιες συνταγματικές σχέσεις χρησιμοποιούμε την φράση. Πρόκειται για έναν άντρα που είναι βαριεστημένος στο μάξιμουμ και μπιφτεκωμένος από μια Λίζα ή Frau Lisa γερμανιστί, η οποία του φέρνει εξτρά τύπους στην παρέα, και μάλιστα κοντούς (με βιοτεχνία στη Νέα Ιωνία!) και από τα Φιλιατρά, που μιλάει αγγλικά αντί να μιλάει ελληνικά, και γενικά τον κουράζει και του καίει την μίζα. Οπότε η έκφραση λέγεται όταν πραγματικά έχουμε κουραστεί από μια γκόμενα, είτε Ελλεεινίδα είτε Αμερικλάνα, όπως η Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις, για την οποία η έκφραση χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, είτε Ιταλίδα, όπως η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, είτε ό,τι. Όταν έχουμε κουραστεί από την γυναικεία έλλειψη ντεκλαροσύνης, απ' τα τσαλίμια, την ετερογλωσσία, απ' το να μας θεωρούν md σε sister operating system κ.τ.λ., και θέλαμε απλώς να της δώσουμε κάτι ό,τι να το κάνει κορνίζα, να το βάλει στην πρίζα και να μας αφήσει ήσυχους.

Ασίστ: GATZMAN από Δ.Π.

Τι παίρνει η Λίζα;

  1. Μπαργαλάτσο, όπως εδώ;
    Πάρτον Λίζα και κάντον κορνίζα
    “Καλύτερα μουνόδουλος και να κάνω δουλειά μου παρά να μένω με το πουλί στο χέρι λόγω κάλου στον εγκέφαλο…”

  2. Φλιτζάνι τσαγιού, όπως εδώ;

Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα, φαίνεται να σκέφτηκε τουρίστρια με ψυχολογικά προβλήματα στο Λούβρο.
Συναγερμός στο μουσείο του Λούβρου. Αφορμή η εκτόξευση φλιτζανιού του τσαγιού (!) στη Mona Lisa. Ευτυχώς, που ο διάσημος πίνακας, φυλάσσεται σε βιτρίνα με αλεξίσφαιρο τζάμι και δεν υπέστη κάποια ζημιά. Δράστης της επίθεσης, μία Ρωσίδα τουρίστρια, η οποία συνελήφθη και παραπέμφθηκε για ψυχολογική γνωμάτευση, ενώ το μουσείο κατέθεσε μήνυση σε βάρος της

  1. Τηλέφωνο, όπως εδώ;

Πάρτην Κοντολίζα και κάντην κορνίζα!
Λογικά τώρα θα αναρωτηθείτε πώς μας ήρθε στα καλά καθούμενα και θυμηθήκαμε το ρόλο «ταχυδρόμου» και «μεσάζοντα» των ΗΠΑ που έπαιζε ο κ. Παπανδρέου όταν οι φίλοι του οι Αμερικάνοι βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία. Η εξήγηση είναι απλή: «Θαυμάζουμε» τη ...συνέπεια του ανδρός. [...] Θέλετε απόδειξη; Ε, λοιπόν, ορίστε: Δεν πρόλαβε ο κ. Παπανδρέου να γυρίσει από την επίσκεψή του στη Συρία και στο Λίβανο και η πρώτη του δουλιά, προτού ακόμα ασχοληθεί με την εκλογή της κυρίας Μαριλίζας (Ξενογιαννακοπούλου), ποια λέτε ήτανε; Μα τι άλλο από το να πάρει αμέσως στο τηλέφωνο την πιο αγαπημένη του «Λίζα» στον κόσμο - όπως επισήμως, μάλιστα, μας ενημέρωσε το Γραφείο Τύπου του ΠΑΣΟΚ - την ...Κοντολίζα Ράις, την υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, για να την ...ενημερώσει για τα αποτελέσματα της επισκέψεώς του στην περιοχή...

  1. Πτυχίο, όπως εδώ;
    Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα! Πήρα πτυχίο!Πήρα πτυχίο!
    Είναι μεγάλη χαρά και ανακούφιση...
    Αλλά από δω και εμπρός τί;;
    Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα...Με τρομάζει το άγνωστο στο οποίο θα βαδίζω απ'αυτή τη στιγμή κι έπειτα..μέχρι τώρα είχα αρχικά την ασφάλεια του σχολείου,μετά της σχολής,είχα ένα σκοπό και τον ακολουθούσα..

Ή κάτι άλλο; Βάλτε την φαντασία σας να δουλέψει.

ΤΟ ΑΣΜΑ

Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Μακεδόνας

Τηλεφώνησες πάλι
να μου κάνεις κεφάλι
να σου πω να μου πεις
κοιτά μόνο την ώρα
ουτέ χτες ουτε τώρα
θα φανείς συνεπής
πάλι θα κανονίσεις
να μου ξεκουβαλήσεις
και κανέναν εξτρά
τον κοντό κολλητό σου
ή κανέναν γνωστό σου
από τα Φιλιατρά.

Τηλεφώνησες πάλι
απ' τον κύριο Τσάρλυ
που σου κάνει αγγλικά
τηλεφώνησες πάλι
και σ' ακούγανε κι άλλοι
μίλα ελληνικά
άμα θες να σε βγάζω
και να σε συναρπάζω
νασαι πιό ντεκλαρέ
μου 'χουν πει στο φλυτζάνι
πως μια Λίζα με κάνει
φιλετάκια πουρέ

Πάρτο Λίζα
και κάντο κορνίζα
και βάλτο στην πρίζα
να κάνει σουξέ
το πτυχίο
δεν μπαίνει στ' αρχείο
κορίτσι για δύο
τσιφλίκι μπαξέ
πάρτο Λίζα
και κόντο κορνίζα
και μες στο IBIZA
μπορεί να συμβεί
το μοιραίο
κορίτσι λαθραίο
κομμένη στο λέω
όχι άλλη στραβή

Τηλεφώνησες πάλι
όπως έβλεπα Γκάλη
να μου κάνεις ρελάνς
με κουράζεις ρε Λίζα
θα μου κάψεις τη μίζα
και θα πάρω ρεβάνς
όλο dear και honey
αϊ σιχτίρι Γιορντάνι
πάνε βρες τον κοντό
που 'χει βιοτεχνία
μες την Νέα Ιωνία
και αμάξι μπορντώ

Τηλεφώνησες πάλι
απ' το δίπλα μπακάλη
που τον λένε Μικέ
δεν γουστάρω Λιζάκι
αλογάκι σε σκάκι
σε αγώνα σικέ
Τηλεφώνα στη Νταίζη
να σου κάνει τραπέζι
με σαμπάνια ΚΑΙΡ
και φωνάξτε την Ντέπυ
που 'χει βίτσιο να βλέπει
μοναχά Ρίτσαρντ Γκηρρρρρ.

Πάρτο Λίζα
και κάντο κορνίζα
και βάλτο στην πρίζα
να κάνει σουξέ
το πτυχίο
δεν μπαίνει στ' αρχείο
κορίτσι για δύο
τσιφλίκι μπαξέ
πάρτο Λίζα
και κόντο κορνίζα
και μες στο IBIZA
μπορεί να συμβεί
το μοιραίο
κορίτσι λαθραίο
κομμένη στο λέω
όχι άλλη στραβή

Πάρτο Φράου Λίζα (από Khan, 25/08/09)Και μες στο/στην Ιμπίζα μπορεί να συμβεί! (από Khan, 25/08/09)(από allivegp, 25/08/09)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, της αλήστου μνήμης εποχής, όταν ζούσαν οικόσιτες υπηρέτριες στα σπίτια των αστών, που τραγουδούσανε άσθματα (sic) του συρμού, που τ' ακούγανε στο ραδιόφωνο καθώς κάνανε το νοικοκυριό.

Τα τραγούδια αυτά ήτανε γλυκερά «αρχοντορεμπέτικα», ακίνδυνα και εν τέλει ανούσια (π.χ. «άρχισαν τα όργανα»). Συνήθως περιείχαν μια χαμένη αγάπη, ένα όνειρο, τη μάνα κλπ ή ήταν χαζοχαρούμενα (π.χ. «σ' αγαπώ ελληνικά» κλπ).

Τα καημένα τα δουλικά (παστρικότατα, συνήθως εξ Αιγαιοπελαγίτικων νήσων ορμώμενα), ξεβρομίζοντας τους ρυπαρούς άρτι αστούς που τα εκμεταλλεύονταν παντοιοτρόπως, άκουγαν τα τσιχλοτραγουδάκια και περιορίζονταν στην ελπίδα ότι ο φαντάρος που τους κάνει τα γλυκά μάτια, θα τους βάλει την κουλούρα (βλ. το μισό ελληνικό κινηματογράφο π.χ. «Όταν λείπει η γάτα», «Ο Πειρασμός», «Όλοι οι άντρες είναι ίδιοι», «Ο Ηλίας του 16ου», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Η σοφερίνα» κ.α.).

Την μαζική κατασκευή εν χορδαίς παπαριών, συνέχισε μετά ζήλου η Χούντα (π.χ. «Η κυρά Γιώργαινα» κ.α.) και την αποτέλειωσαν το στεγνό εμπνεύσεως Νέο Κύμα και τελικώς οι «έντεχνοι» με ασυναρτησίες δίκην υψηλής ποιήσεως. Υπ' όψιν, ότι τέτοια τραγούδια ουδέποτε έστω ψιθυρίσθηκαν από μάγκικα χείλη.

Δεν έχει εφαρμογή στις μέρες μας η έκφραση για πολλούς λόγους:

  • Oι παραδουλεύτρες (ακόμα και οι οικόσιτες) είναι αλλοδαπές και δε πολυσκαμπάζουν ελληνικά ή γουστάρουν τα δικά τους.
  • Tο ραδιόφωνο το έχει προ πολλού υποσκελίσει η τηλεόραση, που βάζουν οι νοικοκυρές στο σαλόνι (και στην κουζίνα).
  • Tις μουσικές αυτές (που είχαν έστω πλήρη ορχήστρα) έχουν εξαφανίσει μπιτάτα σκυλοτράγουδα, στα οποία αρέσκεται η λαϊκούρα (εγχώρια και μη).

- Μωρή Μαρίααααα! Σταμάτα πια αυτά τα τραγούδια της σκούπας, που' χεις πιάσει απ' το πρωί! Μου πήρες το κεφάλι!
- Μάλιστα κυρία!

Για τις μεγαλωμένες με γαλλικά και πιάνο (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οπαδός της hardcore / punk μουσικής (ευρωπαϊκής και αμερικάνικης).

  2. Ο σκληροπυρηνικός. Ο ακραίος ως προς τις απόψεις του, τις ενέργειες του και γενικά τις αντιδράσεις του. (Βλ. εδώ Hardcore)

  3. Η σκληρή πορνογραφία (σήμανση ΧΧΧ, αλλά αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα πράγματα... )

Λέγεται και χαρντκόρι, χαρντκόρ.

  1. Τώρα σειρά έχει να εκπροσωπήσει την Κύπρο ένα άλλο group, οι Hardcore Heads (HCH). Όπως φανερώνει και το όνομά τους, παίζουν πιο σκληροπυρηνικό hip-hop...

  2. Σύμφωνα με τον κύριο Κουίκ, hardcore σημαίνει σκληρό πορνό!!! Μάλιστα! Θα θέλαμε να μάθουμε τότε, ο πυρήνας πώς λέγεται στα αγγλικά;

  3. Πήγα να τους μιλήσω μπας και καλμάρω λίγο τα πράγματα, αλλά οι δικοί σου είναι χαρντκοράδες σε κάτι τέτοια. Αν ο Μάκης δεν βρει τα γκαφρά λίαν συντόμως, τότε βλέπω να κελαηδάνε τα σίδερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από τη δεκαετία του 1980 και μάλιστα από «ανορθόδοξη» πηγή. Για την κατανόηση της, απαιτείται μια μικρή ιστορία καθώς και ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες από τον κόσμο της μουσικής και ειδικότερα της ηλεκτρικής κιθάρας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, υπήρξε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη στα ηλεκτρονικά όργανα (keyboards, ηλεκτρονικά ντραμς), αλλά και στα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήχου. Μεγάλη απήχηση είχαν τα «πετάλια» για ηλεκτρικές κιθάρες - συσκευές παραμόρφωσης ήχου που μπαίνουν ανάμεσα στην κιθάρα και τον ενισχυτή και ενεργοποιούνται/απενεργοποιούνται με το πόδι. Η λογική είναι αφενός ο μουσικός να μην χρειάζεται να αφήσει την κιθάρα και αφετέρου, να μην πηγαίνει μπρος-πίσω στη σκηνή στα live, καθώς έχει το “pedal board” μπροστά (βλ. μήδια 3 και 4).

Ίσως το πρώτο πετάλι (και θεωρούμενο must εδώ και δεκαετίες), εμφανίστηκε το 1966 από την εταιρία Vox. Το εργαλείο δημιουργήθηκε, συνδυάζοντας ένα πεντάλ έντασης ήχου από ηλεκτρικό όργανο (keyboard) και ένα ποτενσιόμετρο. Το εφέ που δημιουργούσε το πετάλι αυτό, ήταν ένα «κλάμα» στον ήχο, που αυξομειώνονταν ανάλογα με την κίνηση του ποδιού (βλ. μήδια 1 και 2).

Λόγω του ήχου, το πετάλι ονομάστηκε Wah-Wah Pedal και αποτέλεσε αγαπημένο βοήθημα θρύλων της ροκ κιθάρας, όπως του Jimi Hendrix (άκου εισαγωγή Voodoo Chile), Eric Clapton, Jeff Beck και φυσικά αποτέλεσε το “signature sound” όλων των γκρουπ Funk/Soul της δεκαετίας του ’70 (βλ. μήδι 5 για την πιο ζόρικη wah-wah εισαγωγή όλων των εποχών).

Πίσω στο θέμα μας λοιπόν, ένα από τα πιο ψαγμένα μαγαζιά για κιθάρες και τα παρελκόμενα τους είναι ο Καγμάκης. Επειδή ο ίδιος είναι και μερακλής κατασκευαστής, η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών (ειδικά εκείνη την εποχή) ήταν της ροκ σκηνής. Ένα πρωινό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, σκάει μύτη ένας καραγκαγκάν σκυλάς και προσπαθώντας να εξηγήσει τι θέλει, λέει στον Καγμάκη: «Θέλω ένα καλάϊζερ (σσ: equalizer) που κάνει νιάου-νιάου».

Credit: Άγγελος

Περισσότερα ιστορικά Wah εδώ

Η χρήση της φράσης γίνεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις

  1. Όταν θέλουμε να κάψουμε κάποιον που πετάει μια άσχετη μπαρούφα:
    - Νέος ταριφοδηγός: Μάστορα άλλαξες τα μπουζί στο ταξί; (σσ: τα ντήζελ δεν έχουν μπουζί)
    - Μάστορας: Ναι μαζί με το καλάϊζερ νιάου-νιάου

  2. Όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε άσματα με υπερβολικό κλαψιλίκι:
    - Ρε τι κλαψομουνιά τραβάει αυτή τραγουδιάρα...
    - Άσε, το καλάϊζερ νιάου-νιάου βαράει υπερωρία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού όρου jamming (που με τη σειρά του δηλώνει το jam session) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει στην συνάντηση μουσικών (κατά κύριο λόγο οργανοπαιχτών και όχι θεωρητικών) με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή μουσικής, χωρίς να υπάρχει προετοιμασία ή προϋπάρχον υλικό. Το τζαμάρισμα χρησιμοποιείται λανθασμένα ως συνώνυμο του ζωντανού αυτοσχεδιασμού. Λανθασμένα, γιατί ναι μεν υποδηλώνει τον αυτοσχεδιασμό (σε πραγματικό χρόνο), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μουσικοί θα συνθέσουν κάτι καινούργιο από το πουθενά, αλλά μπορούν απλά να επανεκτελέσουν κάποια ήδη υπάρχοντα κομμάτια του ρεπερτορίου. Σκοπός του τζαμαρίσματος είναι κατά κύριο λόγο η επικοινωνία μεταξύ των μουσικών.

Τώρα, ανάλογα και με την προσωπικότητα και την εκτελεστική δεινότητα και φαντασία των οργανοπαικτών το τζαμάρισμα θα κινηθεί είτε προς την αγνή παραγωγή μουσικής (ασχέτως λαθών, καθώς, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, δεν υπάρχει προετοιμασία εκ μέρους των συμμετεχόντων), είτε προς τον χαβαλέ -ο οποίος πολλές φορές στερείται οποιασδήποτε (μουσικής) ουσίας και οποιασδήποτε (μουσικής) αξίας και λόγου ύπαρξης. Πολλές φορές όμως το τζαμάρισμα συνεισφέρει στο δέσιμο των μελών ενός συγκροτήματος και στην παραγωγή πραγματικά αξιόλογης μουσικής, είτε σε πραγματικό χρόνο, είτε υπό τη μορφή ιδεών οι οποίες θα δεχτούν περαιτέρω επεξεργασία σε μετέπειτα χρονική περίοδο.

Το τζαμάρισμα αφορά περισσότερο σύγχρονα μουσικά είδη (ελληνικά και ξένα) και δεν συναντάται στην περίπτωση της κλασικής μουσικής (οι ωδειούχοι έχουν γενικά μία τάση να αποστρέφονται τον αυτοσχεδιασμό. Μάλλον επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν).

Τζαμάρω, στην περίπτωσή μου, σημαίνει γουστάρω να γρατσουνάω την κιθάρα μου. Πράγματι, κάθε φορά που ο Μeerkat έχει σπάσει το φράγμα του χρόνου κι επομένως δεν «ακούει» το παρόν, ο Αlbatross ίπταται σε ύψη όπου δεν φτάνουν ήχοι από τον ταπεινό γήινο κόσμο και η Lizard τρυπώνει βαθιά στο λαγούμι της και φοράει τις ωτασπίδες της, εγώ βγαίνω στην παραλία με την κιθάρα μου, περνάω το βίσμα και αρχίζω το τζαμάρισμα…Ναι λοιπόν, είμαι ο ταραξίας της κοινής ησυχίας των Γκαλάπαγκος! Τελευταία, όμως, ανακάλυψα ότι έχω πολλούς «φίλους και φίλες» στον διαδικτυακό χώρο…

(Πηγή: http://smalliguana.blogspot.com/2008/01/blog-post.html )

Ζητούνται 2 ατομάκια να παίζουν κιθάρα και πλήκτρα για τζαμάρισμα (τι εννοεί;)
να μην είναι μέταλα,
να μήν είναι σκυλιά,
να μην είναι πολύ κουλτουριάρηδες,
να μην σνομπάρουν την ελληνική μουσική,
να είναι μέχρι 35,
να είναι ο ένας κοπέλα και μάλιστα κουκλάρα,
να παίζουν Θηβαίους, Αλκίνοους, Μαγειρίτσες και τα συναφή είδη,
και να ψάχνονται για πρωτότυπα τεμάχια
Με σκοπό να παίζουμε καμιά Παρασκευή σε κανένα κουλαριστό μερος για τον χαβαλέ και ό,τι προκύψει.

Πολλά ζητάω;

(Πηγή: http://www.makemusic.gr/forum/showthread.php?t=533

(από Stravon, 05/09/09)(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα τζαμάρω αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού jam και δηλώνει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή σε μουσικό τζαμάρισμα.

Joe Satriani: Μου τηλεφώνησε ο Sammy το Φεβρουάριο του 2008 και μου ζήτησε να τζαμάρω μαζί του στο encore μιας από τις συναυλίες του στο Las Vegas. Εκεί ήταν επίσης ο Chad και ο Mike και μετά από αυτό ήμασταν μπάντα. (Πηγή: εδώ )

-Seven Mile Beach, Negril, Jamaica. Συγκλονιστικά ηλιοβασιλέματα (χωρίς τους Γιαπωνέζους της Oίας), οι κιτρινωποί φοίνικες που σκιάζουν ευεργετικά κι εγώ με τα ντόπια φιλαράκια στο στέκι του Alfred’s «τζαμάρω» σε ρυθμούς ρέγκε κάθε βράδυ. Κάπου από εκεί ψηλά, είμαι σίγουρος, ο Mπομπ μάς κοιτάζει. Kαι γουστάρει. Mόνο παράδεισος; Θα αστειεύεστε. Μένω ακριβώς πάνω στην παραλία, στο Couples Swept Away.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και μουσική για προθάλαμο οδοντιατρείου. Είναι η μουσική που έχει φτιαχτεί για να περνάει απαρατήρητη στο 99% των ανθρώπων, και γι αυτό το λόγο παίζεται σε ασανσέρ, στο αεροπλάνο όταν προσγειωθεί και περιμένεις σαν το μαλάκα τη φυσούνα (συφούνα κατά έναν καραγκιόζη φίλο μου) και σε άλλες τέτοιες καταστάσεις κατά τις οποίες μουσική παίζεται παρά φύσιν, οπότε πρέπει να εκφεύγει του φάσματος της συνειδητής ακουστότητας. Γιέα.

Για το 1% που την ακούει είναι φρικαλέα.

Αγγλιστί είναι η ήζυ λίσενινγκ μιούζικ. Βλέπε και εδώ.

- Ωραία, μας βάλανε και μουσική ασανσέρ για το περίμενε. Δε μας έφτανε ο πονοκέφαλος απ' το ταξίδι...

υπάρχει και λατέρνατιβ... (από BuBis, 13/09/09)Τα Μόνα Παιδιά Στο Ασανσέρ. Ναι μεν άκυρο αλλά.. (από PUNKELISD, 13/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified