Further tags

Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.

Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf

- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.

(από doodoon, 16/04/11)Τρελό μπιλφάκι! Κρατήστε μου μια κνήμη και μια ωλένη για ποδοφραπέ! (από Khan, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του ονόματος των γνωστών ηρώων της Marvel για να δηλώσει τους ομοφυλόφιλους. Αγγλικής προελεύσεως λέξη εκ του ex (πρώην) και men (άντρες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον ενικό για να δηλώσει τον έναν ομοφυλόφιλο (προφάνουσλυ).

Η έννοια της λέξεως ενισχύεται από τη φράση-ατάκα της τελευταίας ταινίας X-Men: First Class (Πρώην Άντρες: Η πρώτη Γενιά): «Mutant and proud!» (Μεταλλαγμένοι και περήφανοι!). Η φράση αυτή αν συγκριθεί με το (σ)λόγκαν των διαφόρων gay parades «Gay and proud!» (ομοφυλόφιλοι και περήφανοι), κάνει εμφανή την ομοιότητά της και προβληματίζει το θεατή για τα μηνύματα που περνούν οι χολυγουντιανές παραγωγές μέσω της μεγάλης οθόνης.

Κάπου στο Γκάζι δύο μυστήριοι τύποι προχωρούν συζητώντας:
- Και του λέω του Χαραλάμπη «Ξυρίσου βρε! Πώς θα σε κυκλοφορήσω έτσι στην παραλία;!»
- Κατάλαβε τον και συ λίγο, δε χρειάζεται να δείξεις τα νύχια σου!
- Ε, μα και αυτός με τόση τρίχα πλέκει πουλόβερ!

Διερχόμενοι βαρυμαγκίτες:
- Μάγκες σύρμα... πλακώσανε οι X-men... τοίχο τοίχο και προσεκτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που τείνει να γίνει θρησκεία για τον πάσχοντα.

Προδίδει υπέρ - μακροχρόνια αγαμία σε διάστημα τέτοιο, ώστε η τελευταία ερωτική συνεύρεση να χάνεται στο βάθος του χρόνου.

Ο αγάμιος (θρησκευτικοποίηση του αγάμητου) έχει πλέον αποφασίσει την αγαμία του, την υποστηρίζει και από πρόβλημα την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Θεωρεί πλέον προβληματικούς αυτούς που ζουν μια φυσιολογική κατ’ άλλους ζωή και βρίσκεται με το ένα πόδι στον Άθω.

-Την αγαμοσύνη μου μέσα

(για άλλους, το χ..... μου)

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμία, αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες άουτινγκ:

  • Το οικειοθελές «βγάλσιμο από την ντουλάπα»:Όταν μια μέχρι πρότινος κρυφή ντουλαπίστρια εκδηλώνεται και εξέρχεται επισήμως εκ του ερμαρίου. Η γκεοσύνη άλλοτε πανηγυρίζεται εν χορδαίς και οργάνοις και άλλοτε αναδύεται πιο απλά χωρίς φτερά και τυμπανοκρουσίες.
  • Το σεξιστικό κράξιμο κάποιου υποτιθέμενου ομοφυλόφιλου από τρίτους: Φαινόμουνο βαθύτατα φασιστερό, όπως όταν η «Αυριανή» αποκαλούσε τον Μάνο Χατζηδάκι «χαμερπή ομοφυλόφιλο» και «κίναιδο ολκής», προτρέποντας τους γονείς να προστατευόσουν τα παιδιά τους «από το ηθικό ΑIDS αυτού του βρωμερού υποκειμένου» (εδώ, βλ. και παράδειγμα 2).
  • Η δημόσια παραδοχή κάποιου «ένοχου μυστικού», όχι ντε και καλά σεξουαλικής φύσεως:Όταν πιχί κάποιος παραδέχεται ότι έχει κάνει πλαστική εγχείριση, είναι άθεος, την έχει μικρή, κ.ά. (βλ. παράδειγμα 3)

    Εκ του αγγλικάνικου outing.

1.
Περιμένω να γίνει ένα άουτινγκ στους ομοφιλόφιλους συντρόφους που είναι στην κυβέρνηση (...) να βγούνε να πούνε ότι είναι ομοφιλόφιλοι όσοι είναι και είναι αρκετοί (...) Αυτός ο άνδρας ο Βαρουφάκης ο Γιάνης (...) εκεί που είχε ανάψει η κουβέντα δεν άντεξε (...) και άρχισαν να του φεύγουν τα χέρια αριστερά και δεξιά σαν κοπελίτσα, ο δε Τσακαλώτος αφέθηκε κι αυτός σαν πεταλουδίτσα (...) ο Σακελλαρίδης - προσέξτε, αυτά είναι σοβαρά σημειολογικά - φεύγει κανονικά σαν κοπέλα τελειωμένη, δηλαδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί... (Τζίμης Πανούσης «Στο Μικρόφωνο» του e-roi.gr, 4/2/15)

2.
Αλλά και άλλοι «εθνοπροδότες» υφίστανται τακτικό «άουτινγκ» από τις ναζιστικές φυλλάδες:

  • «Η γνωστή για τις “ανωμαλίες” της Λιάνα Κανέλλη θα ”βραβευόταν” φέτος με το επαίσχυντο “βραβείο Ιπεκτσί”…» («Στόχος», 10.2.1993).%
  • Όταν κάποιοι έγραψαν σε αθηναϊκό τοίχο ότι «Ο Μεγαλέξανδρος ήταν αδελφή» -Μάρτιος 1993- τα πυρά, προφανώς, στράφηκαν εκ νέου κατά των «προδοτών ομοφυλοφίλων». «Υπερασπιζόμενος τα όσα έγραψε για τον κοσμοκράτορα μας Μεγαλέξανδρο η σπείρα των Δημητράδων, ο εραστής του Γιωργάκη Παπανδρέου, Γρηγόρης Βαλλιανάτος, παρουσίασε “πίνακα” όλων των διασήμων Ελλήνων στους οποίους απέδωσε τις δικές του ιδιότητες» (17.3.1993)

3.
Κάνω άουτινγκ για το μικρό μου πουλί, να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι μικροτσούτσουνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την αξιολύπητη συνομοταξία των ατόμων που ψάχνουν επισταμένα για γυναικεία συντροφιά (με το πουλί στο χέρι), αλλά συγχρόνως διατηρούν έναν εξόχως σοβινιστικό και καθόλου ανθρωπιστικό χαρακτήρα (αρχιδάκια), δηλαδή αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που ασχολούνται μαζί τους ως αντικείμενα - είναι νεολογισμός και προτείνεται η χρήση του ως βρισιά.

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όλοι γνωρίζουμε κάποιον.

(από electron, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρουφίτσες, βαρουθείτσες

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες βαρουφακιστριώνε:

1.
Βαρουφίτσα και η Ντόροθι Κίνγκ!

2.
Ισπανίδα δημοσιογράφος δηλώνει «Βαρουφίτσα»

3.
Υπαρχουν και οι γυναικες λιγο μεγαλης ηλικιας που ειναι φαν του Βαρουφακη. Οι γνωστες και ως Βαρουθείτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified