Το Cum In Face, όπου το σπέρμα πέφτει στα μαλλιά ξανθιάς, θυμίζοντας εντυπωσιακά το ομώνυμο οθωμανικό γλυκό. Το συνήθιζε ο Peter North, που σημάδευε την χωρίστρα. Σερβίρεται παχύ ως μετασοδομιστική αποδόμηση. Πάω στοίχημα ότι το σχόλιο της Mes θα είναι «ίου, μα εντελώς ίου».

Caveat: Αν χρησιμοποιήσετε την έκφραση για μελαχρινή, καστανομάλλα ή κοκκινομάλλα, είστε σλανγκικώς μη ορθός.

Πάσα: John Black, encore.

- Και πώς πήγε χτες με την Λάουρα;
- Πολύ ρομαντικά όπως πάντα. Έβαλα απαλή γαμωτζάζ στο ημίφως. Αρχίσαμε με έναν ιεραπόστολο, συνεχίσαμε με ένα σκυλίσιο και στην κρίσιμη στιγμή της σέρβιρα κανταΐφι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει: 1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά. 2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.

Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.

  1. πούστης
  2. πουστρόνι
  3. πουσταράς
  4. πουστάρα
  5. πουστράκος
  6. γερόπουστας
  7. σκατόπουστας
  8. παλιόπουστας
  9. πουστόγερος
  10. ομοφυλόφιλος
  11. ομορφυλόφιλος
  12. αμφιφυλόφιλος
  13. μπάι
  14. γκέι
  15. τοιούτος
  16. τοιουτιέν
  17. του σωματείου
  18. της συνομοταξίας
  19. αποκλίνων
  20. ανώμαλος
  21. ανωμαλιάρης
  22. ανωμαλάρας
  23. ντιγκιντάγκας, ο
  24. ντιντής
  25. πισωγλέντης
  26. κολομπαράς
  27. γιουσουφάκι
  28. πεοθηλαστής
  29. παρτόλας
  30. τρανσέξουαλ
  31. τράντζα
  32. τραβεστί
  33. μετροσέξουαλ
  34. μετρό
  35. τρανς
  36. εγχειρισμένος
  37. παρενδυσιακός
  38. Συβαρίτης
  39. αρσενοκοίτης
  40. μαλακός
  41. κεκινημένος
  42. κίναιδος
  43. κιναιδουάρδος
  44. σοδομιστής
  45. σοδομίτης
  46. pédé
  47. παιδεραστής
  48. οπισθογαμικός
  49. πλατωνικός/ πλατωνιστής
  50. ευαίσθητος / ευαισθητούλης
  51. με ιδιαιτερότητες
  52. γαμιόλης
  53. φαγκότο
  54. φαγκοτίνος
  55. fag
  56. τρίτο φύλο
  57. τρίτο στεφάνι
  58. τρίτο πρόγραμμα
  59. ανδρόγυνος
  60. ερμαφρόδιτος
  61. θηλυπρεπής
  62. γυναικωτός
  63. φλώρος
  64. χλεχλές
  65. λελές
  66. φλωράτσα
  67. σουσέλ
  68. πιπίλας
  69. Ασλάνης
  70. πουσταριό
  71. πούστρα
  72. πούσταρος
  73. ξεκωλιάρης / ξεκωλιασμένος
  74. ευρύπρωκτος
  75. κωλόφαρδος
  76. ξεφωνημένη/-ος
  77. θηλύγλωττος
  78. τελειωμένος /-η
  79. gay over
  80. πουστανελάς
  81. πουσταρέλι
  82. πούσταρχος
  83. πουστέρι
  84. πούστης κινέζος
  85. πουστιέρα
  86. πουστοκαλαμαράς
  87. πουστρίτσα
  88. πουστωδία
  89. αγριόπουστας
  90. ψωλαρπάχτρας
  91. μπακλαβάς/ back-love-ass
  92. δηλωμένη
  93. κραγμένος/-η
  94. μποτομιέρα
  95. βερς
  96. αδελφή του ελέους
  97. brokeback/ brokeback mountain
  98. bareback
  99. queen
  100. βασίλισσα
  101. raging queen
  102. queer
  103. back-feaster
  104. φτερού
  105. λουλού
  106. αδερφή
  107. αδερφάρα
  108. κακή αδερφή
  109. κακός πούστης
  110. στρίγκλα
  111. αδερφή νοσοκόμα
  112. κουνιστός
  113. κουνίστρα
  114. κουδουνίστρα
  115. κούκλα
  116. λούγκρα
  117. Λουγκρητία
  118. φλωρούμπας
  119. συκιά/συκή
  120. χαϊδοκώλης
  121. μπινές
  122. μπινεδιάρης
  123. φτωχομπινές
  124. αλλαξοκώλης
  125. poutsless
  126. γαμόπουστας
  127. γαμιολόπουστας
  128. λιχνομέσης
  129. πισωγλεντζές
  130. πισωκίνητος
  131. πισωγιομίδης
  132. παππούστης
  133. πουστρίγκος
  134. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
  135. κωλοσφυρίχτρας
  136. πιπεροτρίφτης
  137. φούστης
  138. καταπυγών
  139. φούστα-μπλούζα
  140. νάιλον
  141. Μαρίνος
  142. γκαρσονιέρα, garconniere
  143. τσαχπινογαργαλόπουστα
  144. τσαχπινογαργαλιάρης
  145. Συκαρία
  146. πουστάρδα
  147. αδελφίνι
  148. Πουστώ
  149. τραβέλι
  150. πους τις
  151. Οιδίπους τις
  152. καριολόπουστα(ς)
  153. βρωμόπουστα(ς)
  154. κωλομπαράς
  155. παιδέρας
  156. εναλλασσόμενος
  157. εναλλακτικός
  158. ο πους της καθέτου
  159. φιρουλί φιρουλό
  160. σφυριχτρούλα/ης
  161. Μπομπ Σφουγγαράκης
  162. Αχιλλέας από Κάιρο
  163. τσιμπούκια ο τίγρης
  164. πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης
  165. πισωκέντης
  166. γκέιλορντ
  167. απεόφοβος
  168. gay pride
  169. gay parade
  170. κουνάμενος λυγάμενος
  171. κουνάμενος σουρνάμενος
  172. πούδρα/ φούστα μπλούζα κι ελαφριά πούδρα
  173. φιρφιρής
  174. τσιχλιμπίχλης
  175. γκλεγκλές
  176. άλλη ομάδα
  177. καμπανόκωλος
  178. ντούρντουλο
  179. φολκσβάγκεν κλούβα
  180. γκέο βαγκέο
  181. γαμιολία
  182. νεράιδος
  183. Χάρρυ Πρώκτερ
  184. φτωχομπινεδιάρης
  185. πανηγυρικός γκέι
  186. γκέι για τα πανηγύρια
  187. stray/ στρέι
  188. αγορίτσι
  189. σκατίπουστα
  190. ύποπτος
  191. γαβαλάκης, ο
  192. φλωρόπουστας
  193. πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος
  194. πεολειχούδης
  195. τσιμπουκομικρούλης
  196. ΛΟΑΤ
  197. εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ
  198. Φουστάνος
  199. Tom Pousti
  200. μητροσεξουαλικός
  201. πεολιχούδης
  202. πεοχειλουδάκη
  203. πεοχειλουδάκι
  204. Χειλουδάκη
  205. κοπέλα τελειωμένη
  206. πουστρόνιο
  207. φρόιλάιν
  208. κρυφόπουστας
  209. ο-γκέι
  210. αρσακειάδα
  211. (οπαδός του) vivere periκωλοsamente
  212. πουστέρω
  213. πουστερίας
  214. χαλαρή σούστα
  215. σκυλόπουστας
  216. αρχιδόπουστας
  217. αδελφάτο
  218. ετερόπουστας
  219. ζαρκαδόπουστα
  220. θρασύπουστας
  221. καβατζόπουστας
  222. λουμπίνα
  223. πουστόνεο
  224. αραχνοΰφαντος
  225. στάκι
  226. τσιγκανόπουστας
  227. καραπουσταριό
  228. τομπαίρνουλας
  229. βε
  230. πούσταπς
  231. μπινταράς
  232. κουρτσουμπανάς
  233. Αναΐς από το Παναής
  234. καταπιόλης
  235. κωλόμπα
  236. κωλόμπο(ς)
  237. cowgay/ καουγκέης
  238. ναζιάρης
  239. γκεϊστάπο
  240. σπερμοδιψής
  241. σουσούμης
  242. πεσίχαρος
  243. πασιχαρής
  244. γκεϊμπέκης
  245. πουστόμωρο
  246. τιτίκα
  247. πετούγια
  248. καψοκώλης
  249. γκεϊλλιτέχνης
  250. αδερφρίκη
  251. εισπρώκτωρ
  252. πουστοστρατός
  253. κακσάκας
  254. cocksucker
  255. κακσάκαρας
  256. σύντεκνος
  257. ενεργοπαθητικός
  258. τοπ
  259. μπότομ
  260. ντιγκέι, ο
  261. ντιγκιντάγκαρ
  262. τζέη
  263. e-gay
  264. πρωκτικάντζα
  265. κωλοβρέχτης
  266. πουτσογλέντης
  267. πουστηρέλα
  268. γερομπινές
  269. (Μαρσέλ) προύστης
  270. λούλα
  271. γκέουλας
  272. [αποσιστωμένη]
  273. Ροζαλία
  274. asinus asinum fricat
  275. οπισθογεμής
  276. Γκέιμπελς
  277. κουνιοτράμπαλη
  278. γκότσης
  279. ξεσκισμένη
  280. φούλα
  281. κυρία
  282. αδερφούλα
  283. ρουμπινές
  284. αρφή
  285. σκαραβαίος
  286. πούστης με αρχίδια
  287. οσκαρόπουστας
  288. πουσταλαζών
  289. ψωλοπερήφανος
  290. πουστροζιγκόλι
  291. πασπαρτού
  292. λυσσάρα
  293. αγριογκέι
  294. πεταχτούλης
  295. πισωκούντης
  296. πισωσκούντης
  297. του συλλόγου
  298. τσιριμπίμ τσιριμπόμ
  299. double-energy man
  300. κωλοτούρης
  301. πασαγαμιόλης
  302. αβροβάτης
  303. αβροβόστρυχος
  304. εδρόστροφος
  305. πυγιστής
  306. λαικαστής
  307. λαϊστέρα
  308. πούστης από κούνια
  309. παλιαδερφή
  310. γλυκούλης
  311. αβρός
  312. αβρότροπος
  313. αβρόφρων
  314. λεκανατζής
  315. ντήζελ
  316. Ριρής
  317. κωλόμπος
  318. τριλειρόπουστας
  319. τριλειρογκέι
  320. πουστοπατέρας
  321. πουστοκοτέτσι
  322. αρχιπαλιόπουστας
  323. ποστόπι, ποστόπα, post-op
  324. φλωρόκουπας
  325. πριόπι, pre-op
  326. εγκλωβισμένος
  327. παλαιόπουστας
  328. τρύπιος
  329. τρυπαντωνάκης
  330. τρυπημένος
  331. άθλιον πουστί
  332. πούστρινγκ
  333. γιαουρτομούνα
  334. C.D., cross-dresser
  335. drag queen
  336. she-male
  337. homo
  338. ροζ τρίγωνο
  339. ουράνιο τόξο
  340. sub
  341. κωλόμουνο
  342. φικιρίκης
  343. βιγκολεβίγκος
  344. ίριδα
  345. σκατόφλωρος
  346. πουτσογλείφτης
  347. γλεντζές
  348. γλέντης
  349. σπερμοσταγής
  350. σπερμοβόρος
  351. σερνικοθήλυκος
  352. ντεμί
  353. κεχαριτωμένος
  354. κουκλεντές
  355. πουσταρίκος
  356. γκεόσταλτος
  357. bear / αρκούδος
  358. πατόφλωρος
  359. πατ ντε φλερ
  360. καράπουστα
  361. βαρβατόπουστας
  362. πουστώνιο
  363. εξάτμιση
  364. χαριτοδιπλωμένος
  365. ρήτωρ Φελλάτιος
  366. στράκι
  367. α πουστεριόρι
  368. σκατίφλωρος
  369. αντιπαθητικόπουστας
  370. ευφράπουστ
  371. Τζουζέπε Λουγκρατόρε
  372. Ουρανία
  373. πούσθης
  374. οπισθιοδρομικός
  375. φιρφιρίκουλας
  376. προϊσταμένη, η
  377. νεραϊδιάρης
  378. σαπουνομαζώχτρα
  379. σκύφτης
  380. φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα
  381. Φιφή, η
  382. ντίγκης
  383. πεταλούδα/ πεταλουδίτσα/ πεταλούδα της νύχτας
  384. αρσενοκνίτης
  385. σουβλίτσα
  386. Λωξάντρα
  387. Ρούλης
  388. θείος Μπέρνι
  389. καμούφλω
  390. εμμανουέλος
  391. περάστε κόσμε
  392. αστράφικ/ asstraffic
  393. πεοπαίρνουλας
  394. πισωκούμπουρος
  395. κουνενές
  396. λουκία
  397. κωλοφύρης
  398. πισωλούρης
  399. δεντρογαλιά
  400. λεβεντόκωλος
  401. αμαζόνος
  402. ευκώλος
  403. τσαγιέρα
  404. τετραγωνική ρίζα
  405. ερμής
  406. γαμημένος μαλάκας
  407. πουστομαλάκας, μαλακόπουστας
  408. λιγδοκώλης
  409. κρέμα καραμελέ
  410. τέτοιος
  411. μπαμιάκιας
  412. Νάμουνα Μουνάκι
  413. ρετροσέξουαλ/ ρετρό
  414. butty boy
  415. μπάντζι
  416. γκέινγκστερ
  417. κάστρο κλόουν
  418. κοτοπουλάκι
  419. τσαμπ
  420. κυνηγός μυγών
  421. οιηματοιούτος
  422. θελγεσίπυγος
  423. θελγεσίτρυπος
  424. μοδίστρα
  425. καστράτος
  426. Συγγρουφίξ
  427. ομοσκυλόσκυλος
  428. AC/DC
  429. μπάι μπάι ντάρλινγκ
  430. αμφίβιος
  431. παντός καιρού
  432. Freddie Mercury
  433. οδοντόπουστα
  434. αρκούρδος
  435. αρκουδίτσα
  436. αρκουδοπεταλούδα
  437. φουσκωτόπουστας
  438. φλωρεντία
  439. πάστα φλώρα
  440. στηπού
  441. ξεφτιλομπατιρόπουστας
  442. πουστοσέξουαλ
  443. λόμπας
  444. λο
  445. λομπίσκος
  446. μπισκότο
  447. πετσοπάς
  448. τσολιάς στα υποβρύχια
  449. πισωκολλητός
  450. τρωκτικάντζας
  451. μυοπνίχτης /-χτρα
  452. μπισκοτοτεκνό
  453. παιδοτρίβης
  454. κιοτσέκι
  455. γκρέτα
  456. λουγκρέτα
  457. λουγκρέσκω
  458. λουκρητία
  459. καλιαρντός
  460. μελανζέ
  461. φιλέλληνας
  462. γκέισα
  463. ταραντέλα
  464. Ιβ Σεν Φλωράν
  465. μπάιρον
  466. downtown
  467. ντιστεγκές
  468. γκέτσης
  469. πουστόμαγκας
  470. πουστριλέ
  471. πουστρελέ
  472. πουστλέ
  473. λαχταροψώλης
  474. αλητόπουστας
  475. ανέμη
  476. ανεμόμυλος
  477. πισωβρόντης
  478. γλειψαρχίδας
  479. σερβιτόρος
  480. πρωκτοπενταετηρίς
  481. αβροείμας
  482. αβροκόμας
  483. αβρόπους
  484. αΐτας / αΐτης
  485. ανδροβάτης
  486. ανδροθήλυς
  487. ανδροκοίτης
  488. ανδροκόμος
  489. ανδρολάγνος
  490. ανδρομανής
  491. ανδροπόρνος
  492. αρρητοποιός
  493. αρρητουργός
  494. αρρενομίκτης
  495. αρρενοφθόρος
  496. βάτταλος
  497. γλούτης
  498. γονοπότης
  499. γυναικανήρ
  500. γυναικίας
  501. γυναικόμιμος
  502. γυναικόφωνος
  503. γυναικοφυής
  504. γύνανδρος
  505. γύννις
  506. εθελόπορνος
  507. ημίγυνος
  508. ημιθήλυς
  509. θηλάρσην
  510. θηλυδρίας
  511. θηλυμίτρης
  512. θηλύστολος
  513. θρυπτικός
  514. κατάπρωκτος
  515. καταπυγόσυνος
  516. κέλωρ
  517. κίναδος
  518. κινησίας
  519. κοπραγωγός
  520. χαλκιδεύς
  521. λακαταπυγών
  522. λάστρις
  523. λάσταυρος
  524. μαλακίας
  525. μαλακίων
  526. οπισθοβάτης
  527. οπισθοβατικός
  528. παθικός
  529. παιδίσκος
  530. παιδοκόραξ
  531. παιδομανής
  532. παιδοπίπης
  533. παιδοφιλής
  534. παιδοφθόρος
  535. παρατετλιμένος
  536. πρωκτόσοφος
  537. πυγαίος
  538. πυγαλγής
  539. τσαγερό
  540. πυγοστόλος
  541. σαυκρόπους
  542. σαύλος
  543. σίφνιος / σιφνιαστής
  544. σφίγκτης
  545. φίληβος
  546. φιλομείραξ
  547. φοινικιστής
  548. σουρλουλού
  549. γυναίκα σκέτη
  550. τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα
  551. πουρολουμπίνα
  552. κορακοβλαστήμω
  553. ξεκωλιάρα πριγκήπισσα
  554. κλασόπουστας
  555. αδελφή ψυχή
  556. βιρτζινόλουμπα
  557. ταραφόλουμπα / γκραν ταραφόλουμπα
  558. λουμπινίστρα
  559. καραλούμπω
  560. ετρούσκα
  561. κροτάλω
  562. τζαζκαραμπαζού
  563. μούσμουλο
  564. φραγκολουμπίνα
  565. πούιστς
  566. ματζιρόπουστας
  567. αμφιλοχίας
  568. αμφιλόχιος
  569. αμφίλοχος
  570. παούστης
  571. χωνί
  572. τσιγκολελέτα
  573. γουρούνα
  574. σαλιγκαρόπουστας
  575. οπισθοχαρής
  576. λούσυ
  577. τρίπουστας
  578. ωμοσέξουαλ
  579. δαντέλα
  580. θυμιατό
  581. κωλοκουνίστρα
  582. τζίρτζιφλος
  583. λιβανιστήρι
  584. βουλγάρικο θυμιατήρι
  585. δίευρος

Περιττεύει.

(από knasos, 04/06/09)(από Jonas, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πλέον γνωστόν τοις πάσι, ότι αι γυναίκαι φορούσιν συχνάκις και πολλάκις εσώρουχο τρόπον τινά «μειωμένου εμβαδού», κοινώς στρινγκ. Εξεπλάγην όμως όταν ανεκάλυψα ότι και άρρενες φέρουν τοιαύτο εσώρουχο, με κατεξοχήν εκπρόσωπο τον γνωστό ποδοσφαιριστή Δαβίδ Βεκάμιο εξ Ιγγλετέρας. Έχοντας κατανοήσει τον κίνδυνο, τον οποίο διατρέχει το άρρεν φύλο παρά τοιαύτου εσωρούχου, σας καλώ λοιπόν δια της παρούσης να συνομολογίσομεν και συναποφασίσομεν τα κάτωθι:

Εν. Άνδραι οι οποίοι φορούσιν εσώρουχο στρινγκ θα θεωρούνται και καταδικάζονται ως gay over.

Δυο. Οι άνωθεν φέροντες εσώρουχο τύπου «στρινγκ» θα χαρακτηρίζονται πλέον ως «πουστρινγκ», ήτοι ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως.

Τρία. Αι δημοτικαί αυτοδιοικήσεις Μυκόνου τε και Τήλου καταδικάζονται, λόγω ενθάρρυνσης των όσων φέρουν «στρινγκ».

Τα ανωτέρω να διαδοθούν εις όλα τα μέλη του παρόντος διαδικτυακού τόπου.

Εν Αθήναι,
Γεώργιος Ζάκκης του Αγαθοκλέους

Αγησίλαος: «Δε διανοήσαι, ω φίλτατε, τι αντίκρυσον εμπρός μου! Ο Ανδροκλής εισήλθε σε κατάστημα εσωρούχω ίνα αγοράσει στρινγκ!!!».

Αγαθοκλης: «Μα δια όνομα του Υψίστου! Και ο Ανδροκλής εστί... πουστρινγκ! Οποία κατάπτωσις πλέον, οποία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνίδα (munida) στην καθομιλουμένη αποκαλείται ένα από τα μεγαλύτερα γένη καρκινοειδών των τεσσάρων θαλασσώνε. Σλανγκιστί όμως αφορά σε άλλη οικογένεια (ενίοτε δαγκανοφόρου) πανίδος: στις μούνες που αναπτύσσονται και ενδη-μούν σε συγκεκριμένα οικοσυστήματα.

Της πατρίδας μου η μουνίδα χαρακτηρίζεται από πλουσιότατη βιοποικιλότητα, από τα λιλιπούτεια τουμπανάκια-πουτσομεζέδες μέχρι και τα δίμετρα και καμαρωτά λεβεντόμουνα τ. ανέβα να φιλήσεις, κατέβα να γαμήσεις. Οι συναγωνιστές και συναγωνίστριες του σλανγκρρ έχουν ήδη ταξιμουνήσει πληθώρα καυλιδερών και μη ομοταξιών, όπως ενδεικτικά: κλεψυδρομούνες, μπουκαλομούνες, αρχοντομούνες, αχλαδομούνες, πιπινέζες, μηλαρούδες, μικρές τουμπανίστριες, κοντοπούτανα, ζουμπουρλούδικες φρατζολίνες, λειψυδρομούνες, αχλαδομουνοπατσαβούρες, διάφορες συνομοταξίες μπαζοειδών και ταλιμπάν.

Νέα είδη ανακα... αποκαλύπτονται καθημερινά.

- Έχουμε τη χλωρίδα την πανίδα και την... μουνίδα.
(εδώ)

[Παρακάτω αναπαράγω email αγνώστου μητρός που μόλις έλαβα]

Η μουνίδα της Ελλάδος

Πουτσομεζές ο Μεγαλόβυζος

(Phallovoris Μagnomaestus)

Πουτσομεζές ο Μεγαλόβυζος
Ενδημικό είδος όλης της Ηπειρωτικής Ελλάδας κυρίως της επαρχίας, συμπεριφέρεται ως αρπακτικό χρησιμοποιώντας το στήθος του και το μακιγιάζ για να προσελκύσει το ταίρι. Είναι κοινωνικό και κυνηγάει σε αγέλες. Έχει αναπτύξει δυνατή φυσιολογία πάνω από την μέση όπου και είναι το δυνατό του σημείο καθώς υστερεί γενικά γραμμής και ιδιαίτερου κάλλους στο σώμα.

Ύψος: 1.50-1.65
Κώμη: συνήθως ξανθή, αλλά ποικίλλει σε όλο το εύρος.
Ξέρει να μαγειρεύει; Ίσως
Ξέρει να γαμιέται; Ίσως

Ο Μεγαλόβυζος δεν απειλείται με εξαφάνιση.
Phallovoris ΜagnomaestusPhallovoris Μagnomaestus

Καμπυλωτός ο ήμερος

(Inflecta Domesticus)

Καμπυλωτός ο ήμερος
Δημοφιλές και πολυπληθές είδος που βρίσκεται και οικόσιτο σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στις αυστηρά αστικές. Είναι αποκλειστικά ημερόβιο, μη επιθετικό, φημιζόμενο για την μετρημένη ομορφιά ή τα σωματικά προσόντα που κρύβει καλά κάτω από την καθημερινή εμφάνιση. Συχνά συγχέεται με τον ημιάγριο συγγενή του, τον Μεγαλόβυζο.

Ύψος: 1.60-172
Κώμη: Καστανή-Μελαχρινή, ανάλογα με τον βιότοπο.
Ξέρει να μαγειρεύει; Ναι
Ξέρει να γαμιέται; Ναι

Ο Καμπυλωτός δεν απειλείται με εξαφάνιση.
Inflecta DomesticusInflecta Domesticus

Μούναρος ο Ανορεξικός

(Archontomounarus Anorexicus)

Μούναρος ο Ανορεξικός
Γηγενές ή και αποδημητικό, ο Ανορεξικός συναντάται συνήθως σε ακριβές αστικές περιοχές της Ελλάδας, σε κοπάδι ή κατά μόνας. Καμουφλάρεται σαν μοντέλο για να προσελκύσει κάποιο δυνατό ταίρι αλλά συνήθως είναι πιο δύσκολο στο ζευγάρωμα, όπου αναγκάζει τα αρσενικά να μονομαχήσουν. Έχει φυσικό εχθρό τον Μεγαλόβυζο. Έχει μεγαλοπρεπή εμφάνιση και είναι το αγαπημένο είδος πολλών φυσιοδιφών.

Ύψος: 1.67-1.77
Κώμη: Ξανθιά έως πολύ ξανθιά, σπανίως κόκκινη.
Ξέρει να μαγειρεύει; Όχι συνήθως.
Ξέρει να γαμιέται; Όχι συνήθως.

Δεν απειλείται, αλλά βρίσκεται σε κάποια σπανιότητα.
Archontomounarus AnorexicusArchontomounarus Anorexicus

Μούναρος ο Κομψός

(Mounarus Elegantis)

Μούναρος ο Κομψός
Το είδος αυτό του γένους Μούναρος αποτελεί μια μικρή μειοψηφία σε όλον τον Ελλαδικό χώρο καθώς αποτελεί φοβερό δείγμα κάλλους και μαστίζεται από την λαθροθηρία. Είναι είδος που κυνηγάει μόνο του, έχει σωματικά χαρίσματα και μπορεί να αντιμετωπίσει σχεδόν κάθε ανταγωνιστή καθώς είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας (κορυφαίος καταναλωτής). Μπορεί να ζήσει παντού και μερικές φορές απαντάται και σε σπίτια απλών ανθρώπων όπου καταλήγει εκεί τυχαία. Λέγεται ότι είναι μεγάλη τύχη να βρεις στον σπίτι σου έναν Μούναρο. Διατηρεί κάποια αντιπαλότητα με τον Καμπυλωτό τον Οικόσιτο ο οποίος συχνά τον θεωρεί εισβολέα.

Ύψος: 1.60-1.75
Κώμη: Αποχρώσεις του καστανόξανθου ή και μελαχρινό.
Ξέρει να μαγειρεύει; Όχι συνήθως.
Ξέρει να γαμιέται; Δεν είναι ευρέως γνωστό καθώς πολύ λίγοι το έχουν «πιάσει».

Κινδυνεύει με εξαφάνιση.
Mounarus ElegantisMounarus Elegantis

Κόμματος ο Ψαγμένος

(Commatis Intellectualis)

Κόμματος ο Ψαγμένος
Σπάνιο είδος και αυτό, συνήθως απαντάται στον πυρήνα των αστικών περιοχών. Χρησιμοποιεί ιδιαίτερους κώδικες επικοινωνίας και έχει μια ελκυστική εναλλακτική εμφάνιση. Είναι φυτοφάγο και βοσκάει σε ιδιαίτερης μορφολογίας βοσκότοπους (θέατρα, βιβλιοθήκες, αριστερά στέκια, ψαγμένα cafe, ψαγμένα γυράδικα). Όταν υπάρξει έλλειψη τροφής μπορεί να κατεβεί και σε κυνηγότοπους άλλων αρπακτικών το οποίο προκαλεί συχνά αψιμαχίες, συνήθως με τον Anorexicus.

Ύψος: Μεγάλη ποικιλομορφία
Κώμη: Ο ελληνικός μελαχρινό (hellenicus) και ο ευρωπαϊκός κόκκινο (europae)
Ξέρει να μαγειρεύει; «hell no»
Ξέρει να γαμιέται; Συνήθως όχι.

Απειλείται (κυρίως σε νεαρές ηλικίες).
Commatis IntellectualisCommatis Intellectualis

Καυλοπαγίδα η Αθλητική

(Altius Fortius)

Καυλοπαγίδα η Αθλητική
Άλλο ένα αστικό-προαστιακό είδος που απαντάται κατά μόνας και χαρακτηρίζεται από μεγάλη αθλητικότητα και ταχύτητα. Είναι πολυπόθητος μεζές ιδιαίτερα για τα οπίσθιά τα οποία είναι πολύ δημοφιλή στην λαϊκή κουλτούρα. Οι εμπειρογνώμονες λένε ότι θέλει μεγάλη τέχνη για να καβαλήσεις ένα τέτοιο. Κυρίως ημερόβιο, αλλά κυνηγάει και την νύχτα καμουφλαρισμένο.

Ύψος: Μεγάλη ποικιλομορφία
Κώμη: Κάτι σε σκούρο κότσο.
Ξέρει να μαγειρεύει; Μεγάλη ποικιλομορφία.
Ξέρει να γαμιέται; Συνήθως ναι.

Δεν απειλείται, αλλά βρίσκεται σε κάποια σπανιότητα.
Altius FortiusAltius Fortius

Κοντοπούτανος ο Χαριτωμένος

(Brevis Cutis)

Κοντοπούτανος ο Χαριτωμένος
Ίσως ένα από τα πιο συχνά απαντώμενα θηλαστικά στην χώρα μας, τυπικό είδος και του άστεως αλλά και της υπαίθρου, ο Κοντοπούτανος είναι το καμάρι του ελληνικού οικοσυστήματος. Εξημερωμένο αλλά και άγριο, κυνηγάει σε μεγάλες ή μικρές αγέλες και φημίζεται για το πολύ χαριτωμένο πρόσωπό του, το οποίο αντισταθμίζει το χαμηλό ή μέτριο ανάστημα. Ως δραστήριο αρπακτικό ανταγωνίζεται αλλά και συνεργάζεται με όλα τα είδη σχεδόν στην μάχη για την επιβίωση. Κοντινός εξάδελφος του Καμπυλωτού, αν και λιγότερο εντυπωσιακός.

Ύψος: 1.45-1.60
Κώμη: Συνήθως καστανό και μελαχρινό.
Ξέρει να μαγειρεύει; Μεγάλη ποικιλομορφία.
Ξέρει να γαμιέται; Συνήθως ναι.

Δεν απειλείται.
Brevis CutisBrevis Cutis

Μουνίδα των Ελληνικών θαλασσώνε (από Vrastaman, 06/03/12)"88 lines about 44 women", the Nails. (από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετατροπή του άντρα από ετεροφυλόφιλο σε ομοφυλόφιλο (οι αμφιφυλόφιλοι αγνοούνται ως κατηγορία, αν πας με άντρα είσαι πούστης). Αν και η επιστήμη έχει δείξει ότι αλλαγή των σεξουαλικών προτιμήσεων δεν είναι δυνατό να γίνει, είναι βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στην συντηρητική κοινωνία μας ότι ο αντρισμός είναι κάτι που κινδυνεύει να χαθεί, ότι... λίγο το Τσέρνομπιλ, λίγο τα στενά εσώρουχα, λίγο η τηλεόραση, λίγο οι κακές παρέες, δε θέλει πολύ ο άνθρωπος!

Όχι στην οργανωμένη πουστοποίηση των αντρών μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που τείνει να γίνει θρησκεία για τον πάσχοντα.

Προδίδει υπέρ - μακροχρόνια αγαμία σε διάστημα τέτοιο, ώστε η τελευταία ερωτική συνεύρεση να χάνεται στο βάθος του χρόνου.

Ο αγάμιος (θρησκευτικοποίηση του αγάμητου) έχει πλέον αποφασίσει την αγαμία του, την υποστηρίζει και από πρόβλημα την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Θεωρεί πλέον προβληματικούς αυτούς που ζουν μια φυσιολογική κατ’ άλλους ζωή και βρίσκεται με το ένα πόδι στον Άθω.

-Την αγαμοσύνη μου μέσα

(για άλλους, το χ..... μου)

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμία, αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified