Selected tags

Further tags

Συγκεκριμένα, η μέθοδος του πούστη.

Εν τω στρατεύματι, μέθοδος υπολογισμού απόστασης βολών όλμων, ελλείψει χάρτου, ή παρατηρητού.

Το εγχειρίδιο εκπαίδευσης προκρίνει την μέθοδο του δικράνου (ρίψις μέγιστης εκτιμώμενης βολής, ρίψις ελάχιστης και διαμοιρασμός της απόστασης μεταξύ τους), αλλά ο καραβανάς εκπαιδευτής την απέρριψε ως άχρηστη και προέκρινε τη μέθοδο του πούστη ως ασφαλέστερη.

- Kύριε Λοχαγέ, τι γέμιση να βάλουμε στο βλήμα, δεν ξέρουμε απόσταση από το στόχο, δεν έχουμε χάρτη και οι ασύρματοι δεν δούλεψαν ποτέ. Να χρησιμοποιήσουμε μέθοδο δικράνου;

- Kαλά μαλάκας είσαι ρε ψάρι; Θα χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο του πούστη!

- Δηλαδή;

- Tου πούστη, δεν θα είναι 3000 μέτρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μισογύνης, ο κουλ τύπος που δεν τραβάει κανένα σκάλωμα με τις γυναίκες.

Πάσα (Δ.Π.): Ιρονίκ.

- έχουμε καταλάβει οτι είσαι μισογύνης, αλλιώς δεν εξηγείται που είσαι 40 χρονών και σου φτιάχνει η μαμά σου τηγανίτες.
- εγω μαριαννακι ειμαι αγαπογυνης και τηγανιτες φτιαχνω μονος μου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δε σκαμπάζει μία από το παιχνίδι League Of Legends (LOL), όχι μόνο αυτός που δεν παίζει LOL, αλλά αυτός που δεν το έχει καν ακουστά.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξυπηρετώ κάποιον φίλο/γνωστό σε κάτι που καίγεται και για μένα είναι ευκολάκι.

Συμβαίνει άλλοτε εντελώς τυχαία και άλλοτε ύστερα από ερώτηση / αναζήτηση του ενδιαφερόμενου. Τις περισσότερες φορές η θεόσταλτη λύση έρχεται όταν ο ταλαίπωρος φίλος μας έχει απελπιστεί να ψάχνει εδώ κι εκεί, και ενώ μας λέει το πόνο του, ξαφνικά του παρουσιάζουμε τη λύση στο πιάτο και μάλιστα πολλές φορές χωρίς να πληρώσει. Όλα τα λεφτά η έκφραση «παγωτό» του φίλου!

  1. - Άσ'τα μάστρο-Νίκο, έμεινε το αμάξι από σασμάν και το χρειάζομαι. Και ανταλλακτικό δεν υπάρχει πουθενά!
    - Τυχερός είσαι, τράκαρε ο γείτονας και μου έδωσε το αμάξι για παλιοσίδερα! Και το σασμάν είναι άψογο! Τώρα θα σε κάνω μάγκα! και τζαμπέ μάλιστα!

  2. - Πάλι κόλλησε το ρημάδι το πισί... δεν έχει αρκετή ram και ψιλοκολλάει..
    - Πάνω στην ώρα... έλα σπίτι και πάρε μία που έχω μιας και πήρα άλλο. Θα τη κουμπώσουμε σε χρόνο μηδέν πάνω, να σε φτιάξω μάγκα.

(από Vrastaman, 17/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρώνω τόσα πολλά, όσα και τα αδρόνια που υπάρχουν στο σύμπαν, το οποίο παρεμπίπταμπλυ γαμιέται μονίμως με θέρμη περισσή, ιδίως όταν μας αναγκάζει να πληρώνουμε.

Πιάστηκα μαλάκας και πληρώνω αδρά, αβέρτα κουβέρτα, τα γαμησιάτικα ή απλά έτσι επειδή γουστάρω για να κάνω το κομμάτι μου.

'Η και αδρονίως. Πώς λέμε εναγωνίως; ένα τέτοιο πράγμα.

Ένας μάγκας δεν πληρώνει ποτέ την νύφη, τα σπασμένα, το μάρμαρο... Απλά πληρώνει αδρονίως γιατί έτσι πρέπει και γιατί μπορεί.

  1. Λέλος προς φίλο Βρασίδα:
    - Θυμάσαι που μου είχες πει να μην κάνω καμία μαλακία και νυμφευθώ το Λίλιαν;
    - Ννναί...
    - Την έκανα!._ Έκτοτε τότε πληρώνω αδρονίως.
    - Μμμου χαθείς παλιό χλεχλέ...

  2. - Κοκάλωσέ το, θα στουκάρουμε τη φεράρι (εννοείται σταματημένη στο φανάρι)!
    - Μη μασάς αγορίνα μου, πληρώνω αδρόνια άμα λάχει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που παράχθηκε και χρησιμοποιείται (περισσότερο) από χαζά 14χρονα, που γράφουν το «τι κάνεις μωρό μου» κάπως έτσι: «t knc mwlo m;», και θέλουν να δηλώσουν ότι αστειεύονται, ότι κάνουν πλάκα δηλαδή.

- Ρε!
- Τι;
- Ρε έχασα την αγαπημένη σου μπλούζα, αυτή που μου δάνεισες...
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι;
- Χαχα έλα ρε πλακίζω! Ορίστε εδώ είναι, πάρτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.

Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικα λόγια, κούφια. Λόγια του χειρογλύκανου.

Εκ του βιβλικού Αυνάν, ο οποίος όταν συνευρίσκετο σεξουαλικά με τη γυναίκα του εκλιπόντος αδελφού του εξέχεεν επί της γης.

- Πάμε ρε στην ομιλία, να ακούσουμε τις νέες ιδέες του πανμμέγιστου, θα μας σώσουνε λένε, θα βγούμε από το τέλμα λεει!
- Άσε ρε μη σου πω τίποτα για τη θειά σου τη χορεύτρια...ποιος μιλάει, ο Αυνάν:
- Α...κατάλαβα, αυνανολογίες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified