Selected tags

Further tags

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μαλάκας, ο χαμένος, ο ηλίθιος, ο εντελώς γκαγκά.

- Ήθελε να μάθει τον Κώστα να φτιάχνει εσπρέσο. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι είναι μπαζωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο της λέξεως «χάος». Κυρίως το συναντάμε στο α’ ενικό του αορίστου - χαώθηκα - και περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μυαλό κάποιου όταν βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, όταν τα έχει παντελώς χαμένα.

Είναι σαν ένα βαριάς μορφής βλακ άουτ και δεν πρέπει να συγχέεται με πιο«λάιτ» εκφράσεις όπως: βάρεσα τιλτ, βάρεσα μπιέλα ή χτύπησα στρόφαλο.

Ενίοτε ως παρεμφερές του έμεινα μαλάκας ή του έμεινα κάγκελο.

(Από ό,τι φαίνεται παρακάτω, χρησιμοποιείται πολύ από ατονιστές)

  1. Οταν συνειδητοποιησα τι σημαινουν αυτα το νουμερα χαωθηκα. Μαζι με την Τουρκια εχουμε κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο της παγκοσμιας πελατειας οπλων. Κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο!! από εδώ

  2. Σκεφτομουν το Shimano Nexus 8, αλλα ειδα οτι βγαινει σε 200 διαφορετικες εκδοσεις και χαωθηκα. Απόεδώ

  3. Πλατιασα λιγο ειναι η αληθεια και ισως χαωθηκα. Παντως για να συνοψισω λιγο… από εδώ

  4. - Τι έγινε χθες με την Λίλιαν; Το έφαγες το γκομενάκι;
    - Άσε με μωρέ με την μισοπαρθένα...
    - Γιατί ρε, τι έγινε;
    - Ούτε που κατάλαβα ρε. Δεν πρόλαβα να της πιάσω το μπούτι καλά καλά και με άρχισε κάτι γιαλομιές
    - Ε και μετά;
    - Τι μετά ρε μαλάκα; Αφού με χάωσε τελείως σε λέω, καθόμουν και την κοίταγα σαν το χαϊβάνι μπας και σταματήσει ή μπας και καταλάβω τουλάστιχον τι λέει, αλλά αρκίδια!

(από euripidisk, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη απο τις λέξεις κάγκελο και LOL .
Η σημασία καθώς και η χρήση της είναι προφανής, χρησιμοποιείται όταν μένουμε κάγκελο, αλλά η κατάσταση είναι ταυτόχρονα αστεία.

- Ρε Γιώργο, τα 'μαθες; Το Μαράκι χώρισε τον Πάνο... Μετά από 4 χρόνια του είπε ότι είναι λεσβία!!!
- ΚαγκεLOL!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καλά πιο μόρτικος και πιο σλανγκιζέ τύπος του γνωστού «γουστάρω».

- Πάμε γηπεδάκι αύριο;
- Γουλάρεις μωρή λούγκρα;

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρτι αφιχθείς τηλεοπτικός νεωτερισμός που δηλώνει την έντονη έκπληξη κάποιου για κάτι που του συνέβη, είδε, άκουσε ή του είπαν.

Η φράση ωστόσο μπορεί να λάβει τραγικές διαστάσεις, αν μεταβληθεί από έκπληξη σε παραδοχή του μεγέθους της μαλακίας που μας δέρνει («δε πηδιόμαστε από τα παράθυρα, λέω εγώ...»).

Αν ακούσω ότι το ΔΝΤ τα βρήκε όλα ΟΚ, θα πηδηχτώ από το παράθυρο...

(από Khan, 20/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικλανιά ολκής που χρησιμοποιείται στο τέλος μιας πρότασης για να δώσει έμφαση σε συγκρίσεις και σημαίνει «όλων των εποχών».

- Είδες τη συνέντευξη του Μάνου στον Σκάι; Χαρακτήρισε των Κων/νο Καραμανλή-θείο ως τον καλύτερο πρωθυπουργό της Ελλάδας έβερ.
- Αυτό είναι η μεγαλύτερη λακίαμα που έχω ακούσει έβερ. Τί να μας πει και ο Μάνος, ο πιο τελειωμένος πολιτικός έβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified