Selected tags

Further tags

Ένα πολύ καλοσχεδιασμένο αντικείμενο, με ιδιαίτερο και ψαγμένο στυλ, με μοντέρνο και μινιμαλιστικό κυρίως σχεδιασμό.
Αν είναι μπαρόκ, ρουστίκ ή οτιδήποτε άλλο, όσο καλοσχεδιασμένο κι είναι δεν χαρακτηρίζεται έτσι.

Όλοι αυτοί οι ορισμοί προκύπτουν από τον αγγλικό όρο design, γιατί στα ελληνικά δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος πλην του σχεδιασμού, που είναι αρκετά προβληματικός εφόσον χρησιμοποιείται για τελείως διαφορετικά πράγματα.

Πχ. σχεδιαστής μπορεί να είναι ο γραφίστας, μπορεί να είναι και ο χειριστής autocad που φτιάχνει αρχιτεκτονικά σχέδια, ή κάποιος που σχεδιάζει ρούχα.

  1. Ανακάλυψα ένα σούπερ ντιζαϊνάτο μπαράκι, είσαι για κανένα ποτάκι το βράδυ μωρό;

  2. Πάει ο άλλος και παίρνει laptop χωρίς να κοιτάξει specs, παρά μόνο κοιτάει να είναι ντιζαϊνάτο για να πουλά μούρη.

  3. Πολύ ντιζαϊνάτο το καινούργιο κινητό της Τsimpanarxidi.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαξ ο κοινός.

Κοίτα πώς πάει ο Καραχαζούλης... δεξί χέρι - δεξί πόδι... Μα πόσο γκάου-μπίου μπορεί να είναι;

Τhe Seeker (The Who) (από allivegp, 23/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρίζει χαλαρή «φάση ζωής» κατά την οποία το υποκείμενο σπαταλά τον περισσότερο χρόνο του χωρίς να κάνει κάτι δημιουργικό. Αν δεν αναφέρεται σε μακρά χρονική περίοδο τότε μπορεί να υποδηλώνει και την στιγμιαία βαριεστημάρα.

  2. Χαρακτηρίζει μία κατάσταση για την οποία πρέπει να γίνει κουβέντα μεταξύ φίλων για να ξεκαθαριστούν κάποια θέματα. Η κουβέντα αυτή θέλει αρκετό χρόνο και γίνεται πιο άνετα με συνοδεία φραπέ και συναφών.

  3. Χαλαρή συνάντηση μεταξύ φίλων έτσι για να βρεθούνε.

  4. Φραπεδοκουβέντες.

- Eκτοτε και λογο φοιτητικης ζωης εν οψη τα ψιλοπαρατησα και πηρα την αγουσα στην φραπεδοκατασταση τοτε.....
(εδώ)

- Aστο βρε Στελιο αφου ειναι παλιοραμολιμεντα δεν κουνιεται κανεις απο τη φραπεδοκατασταση που βρισκεται.....
(εδώ)

- Και τι θα κάνουμε με τις καινούργιες απαιτήσεις του Νίκου σχετικά με το moderation του forum;
- Φραπεδοκατάσταση, θέλει συζήτηση για να δούμε πως θα αντιδράσουμε

(από Khan, 20/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παππούς. Προέρχεται από το προσφιλές Jurassic Park και τους δεινοσαύρους για τους οποίους είναι γνωστό. Κατ' αναλογία, όπως οι δεινόσαυροι χρονολογούνται κάτι χρόνια πριν, αντίστοιχα και οι πρεσβύτεροι χιουμοριστικά ονομάζονται έτσι.

Συνώνυμα: ο με το ένα πόδι στον τάφο, ο ξεχασμένος από το Χάρο, κλπ

Τασούλα: - Πολύ μου αρέσει αυτός ο μαλλιάς που κάθεται απέναντι...
Σπυριδούλα: - Ποιος καλέ; Αυτός με την κοτσίδα και τα άσπρα μαλλιά; Αυτός είναι τζουράσιους!

Stegosaurus από την ιουράσια περίοδος: 199 ως  145 εκατομμύρια  χρόνια πριν. (από tryager, 23/07/10)τζουράσιους οργανάκιους (από Vrastaman, 23/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πεντακάθαρο χωρίς ίχνος βρομιάς.

  2. Σένιο, χωρίς προβλήματα.

- Κυρά-Κούλα στον έκανα γουλί τον καμπινέ!
(Κώστας Τσάκωνας στη «Μεγάλη Απόφραξη» - θέλει να πει ότι ξεβούλωσε τη λεκάνη από το σκέτο και ότι πλέον είναι έτοιμη προς χρήση και κατάχρηση χωρίς προβλήματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συμπαθητικές ερασιτεχνικές ομαδούλες εναντίον των οποίων επιλέγουν να δίνουν φιλικά προετοιμασίας σχεδόν όλες οι ελληνικές ομάδες της Super League. Αυτές προέρχονται πάντα από την περιοχή στην οποία κάνει την θερινή της προετοιμασία η εκάστοτε ομαδάρα μας (λέμε τώρα).

- Έδωσε φιλίκο η ΑΕΚ χθες έμαθα;
- Ναι, 11-0 τους πήραμε.
- Σώπα ρε, ποιους;
- Μία Αουγκσμπάουερ 87 ή κάτι τέτοιο. Μία τοπική πιτσαρία.

To "λογότυπο" της Ιταλικής ομάδας Ρόμα, "κάποτε". Λέμε τώρα! (από GATZMAN, 17/07/10)Ρόμα (από GATZMAN, 17/07/10)Αν η Πίτσα, παντρευόταν τον Ρώμα, θα λεγόταν Πίτσα Ρώμα (από GATZMAN, 17/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιροσλάνγκ αναφερόμενο στο διάσημο κολπάκι - «εφέ» του αστέρος της μπάλας ο οποίος προσπαθεί να την διατηρήσει στον αέρα χωρίς αυτή να «σκάσει» στο έδαφος, με επαναλαμβανόμενες κρούσεις - «γκελ», με το πόδι, το κεφάλι, τους ώμους και όποιο άλλο μέλος του σώματος πλην των χεριών...

Έτσι, εκ παραφθοράς του λόγου και δεδομένης της παρομοιάζουσας με την πτήση των αγγέλων πορείας της μπάλας, από τα «γκελάκια» προκύπτουν τα «αγγελάκια»....

Σημειούται ότι, όπως λέει και ένας αστικός μύθος, ο μεγάλος αστήρ Ρονάλντο (του οποίου το ταλέντο, δυστυχώς δεν απολαύσαμε όσο θα θέλαμε, ένεκα πρόωρων τραυματισμών του) ξεκίνησε τα πρώτα του μεροκάματα ως φτωχός πιτσιρικάς, κάνοντας πολύωρα και αξιοθαύμαστα αγγελάκια στις παραλίες Ιπανέμα κλπ.

Κόουτς του ερασιτεχνικού: «Άσε τα αγγελάκια, ρε κωλόπαιδο και βάλε τη μπάλα κάτω να βγάλεις καμιά πάσα! Δε σε πήραμε για να μας ζαλίζεις!...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή προσευχή ''Πάτερ Ημών''. Στον ενικό, λειτουργεί σαν απειλή. (πχ. κάτσε ήσυχα αλλιώς θα ακούσεις το πάτερ ημών). Ο πληθυντικός όμως, δίνει στη φράση μας μια χροιά προειδοποίησης, συμβουλής, προετοιμασίας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Ενίοτε, χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Απλά ο αδόκιμος πληθυντικός δίνει μια όχι τόσο επίσημη νότα, μια πιο σκωπτική άποψη.

Φαίνεται (ή ακούγεται καλύτερα) σαν μπαμπαδισμός, αλλά δεν είναι.

  1. Σύμφωνα με την επίμαχη μετάφραση, η ημέρα της κρίσεως κοντοζυγώνει: 21 Μαΐου του 2011. Αφήστε τα πληκτρολόγια κι αρχίστε τα πατερημά!
    (από φόρουμ lexilogia.gr)

  2. να απολυθούν όλοι οι παπάδες.
    ποιά είναι η παραγωγκότητά τους ;
    με τα πατερημά και κυριελέησον ανεβαίνει το ΑΕΠ ; (απο phorum.gr)

  3. Ρε σου λέω, τα' χω πάρει! Θα με δούνε και θα αρχίσουνε τα πατερημά ....

(από Galadriel, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified