Selected tags

Further tags

Το κωλόμπαρο της αισχίστης υποστάθμης.

Εκεί που το ποτό είναι φωτιστικό πετρέλαιο απ' την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Ιράκ.

Εκεί που όταν μπεις είσαι μάλλον ο μοναδικός μή μόνιμος πελάτης, και πρέπει να χαιρετήσεις με ένα αδιόρατο κούνημα του φρυδιού τον Μπάμπη το σουγιά και το Χρηστάρα τον ξίδια που τα ακουμπάνε στην τσατσά για την καψούρα της Σουζάνας, βαφτισμένης Μαρίτσας, που κατέχει όλα τα κόλπα του έρωτα (ο χριστός κι η μάνα του...).

Εκεί που οι πουτάνες έχουν πατημένα τα -ήντα στα χρόνια ή/και τα κατονείκοσι στα κιλά, ενδέχεται να έχουν ζωγραφιστή ελιά στο μάγουλο, μιλάνε ελληνικά με άθλια επαρχιώτικη προφορά ή είναι η τρίτη διαλογή της εισαγωγής από πρώην ανατολικό μπλοκ, και υπό κανονικές συνθήκες θα σε πλήρωναν για να σου τραβήξουν μαλακία, αλλά μιας και πήγες εκεί σ' την πέφτουν με ατάκες (τις οποίες θεωρούν ακραία υπονοούμενα) του τύπου «πώς την έχεις σήμερα...τη διάθεση» και μετά ξεσπάνε σ' ένα γέλιο που έρχεται κατευθείαν από την καλύβα του δρακουμέλ, ή «τέλεις ποτό» αντίστοιχα. Όλαφ τά εν μέσω εις βάθος συζητήσεων περί του ό,τι νά 'ναι ή περί της πουτάνας κοινωνίας που από ακτινολόγους στην πρώην (πουτ)σοβιετική λαϊκή δημοκρατία της πουθανίας τις έριξε στο βούρκο και κυρίως πριν καταλάβουν ότι δέν πρόκειται να τις κεράσεις ποτό και ξινίσουν τα μούτρα τους και ενώ εσύ κοιτάς να τελειώσεις (;) το ποτό (;) σου και να πας στο επόμενο αντίστοιχο, για να χτίσεις την ανδρική φιλία σου με τον κολλητό σου που βγήκατε μαζί για ένα ποτό.

Ο γορίλλας έξω απ' το μαγαζί είναι αυστηρά όπσιοναλ και η ύπαρξή του εξαρτάται από τον τζίρο του μαγαζιού.

Θα τα βρείτε σε παρατημένες συνοικίες επαρχιακών πόλεων, στας εθνικάς οδούς, σε παρηκμασμένα λιμάνια.

Συγγενείς έννοιες: τελειωμένος, κατεστραμμένος. Απαντά και ως κατεστραμμενάδικο και ως μαςπηρανειδησόμπαρο.

Αφιερωμένο στο Σταύρο.

Ασσίστ: ΡΤΠ, τζήζας (...).

Μαλάκα πήγαμε στο Μπιγκ Μπεν τις προάλλες, έχασες. Το επικό τελειωμενάδικο. Η κόρη να κάνει κονσομασιόν και η μαμά με κόκκινη δερμάτινη ολόσωμη φόρμα να τσακίζει μοσχαροκεφαλή πάνω στο μπαρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIF σημαίνει Cum In Face, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο πρόσωπο», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια.

Ενώ, λοιπόν, η συφιλιάρα είναι ο φόβος και ο τρόμος του μπουρδελιάρη, η σιφιλιάρα είναι ο αναπαμός του, το μεράκι και το γούστο του. Καθώς βέβαια οι σιφιλιάρες είναι συχνά οι πλέον τελειωμένες, συμβαίνει η σιφιλιάρα να είναι και συφιλιάρα, οπότε θέλει προσοχή! Ο όρος έχει το δικό του σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί εξορκισμό της σύφιλης, που είχε ταλαιπωρήσει κορασίδες και νεανίες, ιδίως στο παρελθόν.

Συνώνυμο: σιφιλιδικιά.

Διάλογος μπουρδελιάρηδων:

- Πώς πήγε χτες με την Τζέσικα;
- Άσε, πού να στα λέω τι μανούρα έπαθα! Η γκόμενα είναι σιφιλιάρα!
- Έλα ρε συ, σε σιφιλιδικιά έπεσες; Γουστάρω! Θα πάω κι εγώ!
- Πήγαινε όσο μπορείς πιο γρήγορα να προλάβεις, γιατί τέτοιο σιφίλιασμα δύσκολα θα ξαναβρείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκυλάδικα, τα άσματα με τρελές ομοιοκαταληξίες. Ακολουθεί λίστα χωμένη αδιακρίτως κι όσοι καβουροσλανγκόσαυροι προσέλθετε:

Θα πάρω την βενζίνη,
κι αναλαμβάνω την ευθύνη,
δέκα χρόνια σ' είχα άχτι,
τώρα θα σ' έχω μόνο στάχτη,
και θα σε βάλω στο κουτί,
πού 'βαζες τα μπικουτί.

«Το νινί,το νινί,
το νινί σέρνει καράβι!
Και δεν τό 'χεις καταλάβει!»

«Είχα καρδιά μεγάλη σαν υφήλιος
κι εσύ τη χώρισες σαν εμφύλιος»

«Τη μπετονιέρα μην παρεξηγάς
αυτή σου δίνει για να φας»

«Από το μασαζ στη γιόγκα , κι απ' τη γιόγκα στο μασάζ
σου το λέω και σου το 'πα το στραβό κορμί δε σαζ...»

«Η μπουρνουζοπετσέτα η καλή
είναι τόσο απαλή
σαν την καρδιά ενός μαρουλιού
είσαι αγάπη τ'Απριλιού»

«Έλα να κάνουμε σεξ,
έλα να κάνουμε σεξ,
η αγάπη μας θα γίνει
ανοξείδωτο πυρέξ»

«Μου 'φυγε η ψυχή μέσα στη νύχτα
μ' αυτά που λες έτσι στην ψύχρα»

«Ρέ μάνα πάρε μου δερμάτινο μπουφάν γιατ'είναι κρίμας
νά μήν έχω κι'έγώ το δικό μου το ίματζ»

«Θωρακισμένη Μερσεντές
εγώ δέν ζήτησα ποτές»

«Το καλύτερο στο άφησα στο τέλος
να σου πω πως ένας ήταν ο Οθέλος!»

«Το κορμί σου το φιδίσιο
που 'ναι μπρος και πίσω ίσιο (!)
αν τυχόν και σου αρέσει
θα σου φτιάξω και τη μέση»

«Εσύ μου έβαλες τα νεύρα μου στην πρίζα
και τα όνειρα μου τα 'κανες κορνίζα...»

«Απόψε,σήμερα και χτές
όλες οι πόρτες είν'κλειστές

κι'εγώ εχω μείνει ΟΞΩ
καί μες'στό θάμπος το θαμπό
παίρνω αμπάριζα να μπώ
και μέ πετάνε ΟΞΩ»

Βενζινά, γέμισε το ρεζερβουάρ
γιατι μου είπε ωρεβουάρ
αυτη που αγαπάω.
Θέλω να τρέξω να τη βρω
και να της πω την αγαπώ
γιατι αλλιως θα τσακιστώ
και στο γκρεμό θα πάω...

«Γλείφε το κόρμι μου γλείφε
έρωτα μου τοκογλύφε»

«Είσαι το ένα... είμαι το άλλο...
Είμαστε δυο άτομα
Σκίσε το λευκό μπλουζάκι,
Πέτα το στο πάτωμα»

«λάιλάιλάιλάιλάιλουλουλού, λάιλάιλάιλάιλάισουρλουλού,
αφότου γνώρισες εμένα, έπαψες ποια να'σαι παρθένα,
γιατί εσύ έχεις ατού, με τύλιξες στην κουρελού»...

έλα στον παππού έλα στον παππού
και μην κοιτάς αλλου....

«Απόψε έχω περίοδο
μα έχω κι άλλη δίοδο»

μεινε μαζι μου εγυος,
ειμαι πολυ φερεγγυος

ΚΑΙ ΠΙΝΩ ΦΡΑΠΕΔΕΣ ΚΑΙ ΚΟΒΩ ΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ«
ΜΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

»ΠΑΨΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΑΡΩ ΣΟΚΟΛΑΤΑ
ΣΚΑΣΕ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑ«
ΛΕΙΛΑ

»ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ,
ΟΤΙ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕ ΤΟ ΒΡΗΚΑ«
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΕΡΛΕΓΚΑΣ

»ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΣΕ ΚΡΑΤΑΩ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΕ ΔΙΩΧΝΩ ΠΙΟ ΚΑΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΝΑΩ«
ΤΑΣΟΣ ΜΠΟΥΓΑΣ

»ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΒΓΑΛ΄ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ
ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΜΕΛΑΤΟ ΑΥΓΟ
ΜΗΝ ΚΟΙΤΑΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΓΑΡΙΔΑ
ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΠΡΟΚΟΠΗ ΔΕΝ ΕΙΔΑ«
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ

»ΣΤΟ ΠΡΟ-ΠΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΧΕΙΟ
ΕΙΣΑΙ ΑΣΣΟΣ ΜΕ ΠΤΥΧΙΟ
ΑΝ Ο ΠΑΟΚ ΦΕΡΕΙ 2
ΛΕΣ ΣΤΗ ΦΤΩΧΙΑ ΣΟΥ ΑΝΤΙΟ
ΑΝ Ο ΛΗΓΩΝ ΕΙΝΑΙ 6
ΤΟΤΕ ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΦΕΞΕΙ«
ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ

»ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΚΟΒΩ ΦΛΕΒΕΣ
ΞΕΝΥΧΤΑΩ ΜΕ ΦΡΑΠΕΔΕΣ
ΚΑΙ ΞΗΛΩΝΩ ΚΑΝΑΠΕΔΕΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ«
ΛΕΠΑ

»ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΣΤΑ ΦΙΛΙΑ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΙΑΡΙΚΑ
ΣΑΝ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ ΤΡΩΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΔΕΚΑΡΙΚΑ«
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

»ΣΕΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΡΙΖΕΙ ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
ΣΕΙΣΜΟΣ ΟΛΗ Η ΓΗ ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ ΤΩΡΑ ΠΟΙΟΣ ΚΡΑΤΙΕΤΑΙ;«
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΤΟΛΑΖΟΣ

»ΕΣΕΝΑ ΣΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ 80 ΒΑΓΟΝΙΑ ΞΥΛΟ
ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΕΡΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΟΥ ΛΙΓΟ«
ΤΑΣΟΣ ΜΠΟΥΓΑΣ

Στης καρδιάς μου το τερέν προηγείσαι 1-0»

Πες μου το ονομα σου πρωτα πρωτα,
να μην μιλαω με μιαν αγνωστη στην πορτα...
Λε.Πα...

«Μπες μες στο καμπριολε
πάμε για κανα καφέ»

«πάρε μου μιά πίπα, να κόψω το τσιγάρο»
Μπουγάς

«Είναι μύθος είναι μύθος το δασύτρυχό μου στήθος»

Χριστίνα Γαλάνη
«Από κορμί είμαι η best
Κι από προσόντα είμαι first
Μ' αυτό στους άντρες κάνω test
Για να διαλέξω.

Μπες όπως όλοι στη γραμμή
Άσε τα μα, τα μου, τα μη
Πέρνα λοιπόν τη δοκιμή
Και ίσως σε επιλέξω»

Πέπη Τσεσμελή
«Σκανδαλίζομαι, μονάχη μου αγγίζομαι
με μια γραβάτα σου ερεθίζομαι»

«Αν θέλεις να ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,
βγάλε όλα τα ρούχα σου κι έλα με τις μπότες»

Λάκης Σκουτάρης
«Κάνε Γιάννη τη δουλειά σου,
κι ύστερα θα' μαι πάλι η θειά σου.»

«Είμαι ένας άνθρωπος τρελός,
σχιζοφρενής και μανιακός,
που μες την τρέλα μου ο φτωχός,
ψάχνω για να' βρω λίγο φως»

«Σκοτάδι, πισσοσκόταδο, μαύρο σκοτάδι πίσσα,
σκοτάδι είσαι σκοτεινό, σκοτοσκοτεινιασμένο,
σκοτάδι κατασκότεινο, και βράδυ βραδιασμένο.»

Άντζελα Ρέμπη
«Αν είχανε φωνή οι γκαρσονιέρες,
θα πέφταν σαν ξερόφυλλα οι βέρες»

Eφη Θώδη
«Θα κάνω ότι μου ζητήσεις, θα κάνω ότι μου ζητήσεις.
Θέλω να ευχαριστηθείς και να με ευχαριστήσεις»

«Θέλω στο σώμα σου σαν μπω, να με χτυπάς με το σαμπώ.»

«Ο ήλιος καιει, καιει για μας τους gay.»

«Φίλα με δεν έχω ΕΙΤΖ, το' πε κι ο γιατρός.»

«Μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος.»

«Σε βρίσκω πολύ κύριο, αλλά περνάω κλιμακτήριο.»

«Μωρό μου είσαι όργιο, σαν τον Άγιο Γεώργιο»

«Σε είδα στο ποδήλατο και ήσουν όλο τρέλα,
μα ξαφνικά κατάλαβα πως έλειπε η σέλλα.»

Με λενε ποπη σαν τη γιαγια μου τη Καλλιοπη....
Με λένε Στέλλα, σαν τη γιαγιά μου την κουνέλα...
Με λένε Πόπη, σαν τον παππού μου τον Προκόπη....

Πάρε τηλέφωνο το κερατά
καλύτερα τώρα παρα μετά.....
Λιβυκός

Η μπουρνουζοπετσέτα η καλή
είναι τόσο απαλή
σαν την καρδιά ενός μαρουλιού
είσαι αγάπη τ'Απριλιού

Φτού,φτύνω αίμα
έγινα φυματικός για σένα

Αυτή η χώρα που κρέμεται σαν πέος στα Βαλκάνια είναι η χώρα των τρελών και
της παράνοιας.
ΑΜΑΝ
Κώστας Καφάσης

«Το βράδυ θα έλθω να σε πάρω
γι'αυτό μη φας, θα φάμε γλάρο»

«Μ'αγαπάς ή τσάμπα πίνω;»

τι κάνω μόνη μου μες το σαλόνι μου«
»πολύ καλά παιρνώ στον καναπέ μου εγώ«
Βανδή

» Πάρ'το Λίζα και κάντο κορνίζα,
και βάλ'το στην πρίζα να γίνει σουξέ,
το πτυχίο δεν μπαίνει στ'αρχείο
κoρίτσι για δύο, τσιφλίκι μπαξε«(!!!!!!)

Είχα καρδια μεγάλη σαν υφήλιος
κι εσύ τη χώρισες σαν εμφύλιος»

τα ματια σου με κενε γιατι σε μανεκενε!

«Μωράκι μου μωράκι μου
γλυκό μελιντζανάκι μου
όταν θα σμίξουμε τα δυό μας
δεν θα φορώ το μποξεράκι μου.»

«Από τον πύργο της Βαβέλ, έφυγα νύχτα με το ΚΤΕΛ.»

Αλλη ειναι η δουλειά του ναύτη
κι άλλη του καντηλανάφτη
.........
ρεφρέν:
Αντρα μου καντηλανάφτη
αχ και να μοιαζες του ναύτη.

«Εσύ, γιατί δεν ξέρω με κέρασες λικέρ,
μα εμένα στην καρδιά μου, δουλεύουν κομπρεσέρ.»

σου στέλνω μήνυμα μ' ένα ταμ ταμ, να μαγειρεύεις με βιτάμ
κι ήσουνα γόησσα κι έκανες μπαμ, κι εγώ σε ψάχνω στο χαμάμ
φεύγω να πάω να βρω στο Μπανκόγκ, τον σύντροφό μου τον Κιγκ-Κογκ
μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκόγκ, μοιάζω με μπάλα του πιγκ-πογκ«
Ν. Άσιμος

Γυμνός μες' το κρεβάτι σου εσένα περιμένω
Κι όλες τις μαλακίες σου σα βλάκας υπομένω
Έρχεσαι πάλι απρόθυμη γεμάτη με προφάσεις
Μου λες »έχω περίοδο, και το γαμήσι να ξεχάσεις...«

CHORUS
Τι κι αν έχεις περίοδο
Έχεις κι άλλη δίοδο !

Πάνε δύο βδομάδες τώρα που μου'ρχεσαι με σερβιέτα
Δεν πάει άλλο έτσι πια ταμπόν, σερβιέτες πέτα
Μου τα'πρηξες τόσο καιρό η ίδια ιστορία
Βαρέθηκα να σε κοιτώ παίζοντας μαλακία

ΣΤΟ ΡΕΤΙΡΕ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ
ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΑΝΩΜΑΛΙΑΣ
ΘΑ 'ΧΟΥΜΕ 11 ΚΟΠΕΛΕΣ
ΘΑ 'ΡΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΝΤΡΕΣ ΜΕ ΟΜΠΡΕΛΕΣ

Αντζελα Ρέμπη »Αν είχανε φωνή οι γκαρσονιέρες,
θα πέφταν σαν ξερόφυλλα οι βέρες

ΑΜΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΛΑΜΑΡΙ
ΤΙ ΤΗΝ ΘΕΛΕΙΣ ΤΗ FERRARI ;
ΤΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΣΟΥ ΜΕ ΚΑΙΝΕ
ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΜΑΝΕΚΕΝΕ

και ειχε ενα φεγγαρι σαν κομμενο νυχι
αλλο να σ'το λεω και αλλο να σου τυχει«
Σαμιου

»Γιάννη μου κάνε τη δουλειά σου
και αύριο θα 'μαι πάλι η θεια σου«!

Το σώμα σου είναι ποίηση και θέλει κλωνοποίηση»

Πηγή: http://students.ceid.upatras.gr και φοράδες.

- Θα παίξουν κανένα τραγούδι της προκοπής εκεί που πάμε ή μόνο σκυλοτράγουδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου στα μεσο-τέλη των ογδόνταζ, και πριν επικρατήσει ο όρος βρώμικο, κυκλοφορούσε το αρκουδολουκάνικο, με τον προσδιορισμό αρκουδοαίματος.

Ο όρος δεν επικράτησε, ίσως γιατί ήταν δεσμευτικός σε σχέση με το κρέας που προσφερόταν, ίσως γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρεις μέσα στην σούρα, ίσως γιατί το βρώμικο ήταν (και είναι) πιο περιγραφικός όρος.

Προέρχεται από το «Ο Αστερίξ στους Βελβετούς»

- Πάμε Μαρινέρο να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν πάμε Μαβίλη για αρκουδολουκάνικο;
- Αρκουδοαίματος; Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί όπου ευδοκιμεί το καμάκι. Στέκι που συχνάζουν γυναίκες-μόνες-ψάχνουν. Μπαράκι ή κλαμπίδι όπου το άγριο φλερτ ρυθμίζει την ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια, εστία σύγχρονου νυφοπάζαρου.

Συγκρίσεις και συσχετίσεις

Να μη συγχέεται με το κωλάδικο ή κωλόμπαρο, ή με το στριπτιζάδικο, πόσο μάλλον με το μπουρδέλο: στο καμακομάγαζο δεν έχεις σεπαρέ, οι γκόμενες δεν είναι πουτάνες, ούτε κάνουνε κονσομασιόν, ούτε τα πετάν, απλές πελάτισσες είναι, όπως και οι άντρες.

Να μη συγχέεται και με το παρτουζάδικο (που μπορούμε να πούμε και αλλαξοκωλάδικο, μαγαζί όπου στήνονται σουίνγκερ πάρτι): αν και στο καμακομάγαζο η αλλαξοκωλιά μπορεί να πάει σύννεφο, ο κανόνας είναι παιχνίδι ανάμεσα σ' εργένισσες κι' εργένηδες, ή που ξενοπηδάνε, και που οπωσδήποτε βρίσκονται σε μάλλον ρομαντική φάση για να καταλήξουν σε οργανωμένο σουίνγκερ κλαμπ.

Τέλος, να μη συγχέεται ούτε με το γκέι μπαρ ή κωλομπαρόμπαρο: αν και στην ατμόσφαιρα πιο πολύ σε γκέι μπαρ φέρνει παρά σε μπουρδέλο, κωλάδικο ή παρτουζάδικο (γκέι μπαρ και καμακομάγαζα έχουν οπωσδήποτε κοινή τομή), το τρου καμακομάγαζο αγκαλιάζει τους πάντες, και ετερό και ομό –άλλο αν οι δε προτιμάν για ευνόητους λόγους τα δικά τους μαγαζιά–, και σίγουρα δεν διαθέτει νταρκ ρουμ.

Το καμακομάγαζο δεν γεννιέται, γίνεται: αντίθετα με τα μπουρδέλα, τα κωλάδικα, τα στριπτιζάδικα, τα παρτουζάδικα ή τα γκέι μπαρ, δεν πλασάρεται ως τέτοιο· προκύπτει ως τέτοιο, μέσα 'πο το κέφι των θαμώνων και πελατών, και τη δική τους πρωτοβουλία. Το μόνο που έχει να κάνει το μέρος είναι να αφήσει χώρο για τέτοιες πρωτοβουλίες. Πώς έχεις ας πούμε βιβλία της λεγόμενης παραλογοτεχνίας απ' τη μια, αφιερωμένης και πρόορισμένης σε ένα είδος, και της απλά λογοτεχνίας απ' την άλλη, που σε πάει όπου θες, έτσι και τα καμακομάγαζα είναι απλά νυχτομάγαζα που τους βγαίνει στο κόκκινο, όχι με το στανιό, αλλά αβίαστα.

Και το κυριότερο, σε αντίθεση με τα άλλα, θα δεις πολύ χαμούρεμα αλλά δύσκολα να δεις πήδημα μες στο μαγαζί. Στο καμακομάγαζο πάει η γυναίκα ξέροντας ότι ό,τι και να γίνει, θα τονωθεί η γυναικεία της αυτοπεποίθηση και άμα θέλει θα γυρίσει σπίτι με παρέα. Ο άντρας πάει ξέροντας ότι τουλάχιστον θα γυρίσει με πολλή δουλειά για το σπίτι, πιθανότατα θα σκάσει κάνα φιλάκι, και αν του κάτσει και γουστάρει, θα γυρίσει σπίτι με παρέα.

Στα καμακομάγαζα, όσο κι' αν χοντρύνει το πράμα, θα παραμείνει ερωτικό, δεν θα διολισθήσει στο ξερά σεξουαλικό, για να χρησιμοποιήσω την ξεχειλωμένη αυτή διάκριση: μέρος για καυλωμένους ερωτιάρηδες ή για σεξουαλικά ανελεύθερους, διαλέγετε και παίρνετε.

Ή τουλάχιστον, έτσι έχω δει εγώ. Συνθηματολογώντας, μπορούμε να πούμε ότι κάθε μπαρ ή κλαμπ θα ήθελε να γίνει καμακομάγαζο. Σύνθημα παραπλανητικό, γιατί απ' την άλλη έχεις και το συμπληρωματικό δέος, τα στέκια για το σβήσιμο· εκεί που καταλήγ' η γκόμενα που παράηταν μπερδεμένη για να μη γυρίσει μόνη, κι' ο γκόμενος που παράηταν σαν αγρίμι για να μη γυρίσει μόνος. Στο σβήσιμο είναι που καμιά φορά ολοκληρώνεται το καμακομάγαζο. Αλλ' ας μιλήσουν κι' οι εργάτες της νύχτας επαυτού.

[...γιατι πολλά τα είπαμε και σήμερα...]

  1. Όλοι όσοι εργαστήκαμε στο Tσακ την περίοδο 1993-1998, ανεξαρτήτως ειδικότητας, έχουμε καλές αναμνήσεις, επειδή εκεί μέσα κυρίως μας δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξουμε αληθινούς δεσμούς φιλίας, αλλά και να γνωρίσουμε ανθρώπους του άλλου φύλου και να κάνουμε σχέσεις. Και τώρα αναρωτιέμαι. Τι είναι αυτό άραγε που εκτόξευσε τη δημοτικότητα αυτού του μαγαζιού στα ύψη; Η αισθητική του χώρου, μάλλον όχι, γιατί πολλοί το χαρακτήριζαν ως υπόγειο υποβρυχίου! [...] Η μουσική του πάλι είναι ένα θέμα συζήτησης που δε με συμφέρει. :-) Μήπως ήταν η επικοινωνία των εργαζομένων με το κοινό τέτοια ή ήταν απλώς καμακομάγαζο; (από εδώ)

  2. Δίπλα στο Frangelico μένεις; Μιλαμε για το καμακομάγαζο (άσχετο :-> τεκνό ο πορτιέρης). Στις 05:00 το πρωί και ερχότανε κόσμος. (από εδώ)

  3. την επομενη μερα ξυπναω ζαβλακομενη απο την κουραση και με αποφασεις να παραμεινω σημερα σπιτι για ταινια. κι εκει που τρωω το μεσημεριανο μου θυμαμαι τον τυπο εχτες και ποσο θα ηθελα να τον γνωρισω. δεν θα το αφησω ετσι σκεφτηκα και αποφασισα να χρησιμοποιησω το καταλληλο εργαλειο για τετοιες «βρωμικες» δουλειες..και φυσικα μιλαω για το γνωστο σε ολους καμακομαγαζο facebooook! (από εδώ)

Σύγκρινε με προκαταρκτικάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να δείτε και μόνοι σας με τη βοήθεια του γκουγκλ (άντε, και του κνάσου), το τζακούζι που, στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει σαν η θερμαινόμενη μπανιέρα, είναι τρέιντμαρκ συγκεκριμένης εταιρείας. Όμως εδώ μας ενδιαφέρει η σλανγκ έννοια της κάθε λέξης. Πάντα.

Ως τζακούζι λοιπόν, στην διάλεκτο της νύχτας, ονομάζεται το σφηνάκι-θάνατος, αποτελούμενο από μισό μέρος ούζο και μισό μέρος απόσταξη από το Τενεσίι των απογόνων του Τζακ του Ντάνιελ, που «αποστάζουν» όταν δεν παίζουν το χαριτωμένο παιχνιδάκι με τους φελλούς και τα βαρέλια. Όποιος έχει πιει σκέτο σφηνάκι ούζου και σκέτο σφηνάκι Τζακ Ντάνιελς και γνωρίζει βασικά μαθηματικά, θα προσθέσει τις 2 επιδράσεις για να βρει την επίδραση του συνδυασμού τους. Και θα κάνει λάθος. Γιατί η επίδραση τους όταν συνδυάζονται ανεβαίνει εκθετικά και γι' αυτό δεν χρειάζονται βασικά μαθηματικά. Μόνο 2 γεια μας.

Αν ακούσετε από φίλο, που δεν είναι μπέκρα, την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι;», καλό θα ήταν να θυμηθείτε τι πουστιά του έχετε παίξει, γιατί το χανγκόβερ δυσκολεύει πολύ τη μνήμη. Αν, δε, ακούσετε την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι υποβρύχιο, σημαίνει πως αυτός που προσφέρεται να κεράσει γνωρίζει ότι του πηδάτε τη γκόμενα και πως τις καπότες που θα βρείτε το πρωί στο πάτωμα τις βγάλατε κλάνοντας.

- Τί έγινε προψέ ρε και εξαφανίστηκες από το μπαρ;
- Άσε, μεγάλη περιπέτεια. Μου την έπεσε κανονικά η ξανθιά που με κοιτούσε! Κέρασα δύο τζακούζια και σε '5 έχει γίνει η γκόμενα! Μετά με πήγε σπίτι της και έγινε το έλα να δεις.
- Ε και τι περιπέτεια;
- Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μπανιέρα με παγάκια!
- Τί; Σου πήρε κανα όργανο;
- Μόνο; 5 λίτρα σωματικά υγρά! Με στέγνωσε!
- Άντε ρε μαλάκα και με κοψοχόλιασες.

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Βλ. και τζακούζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέπει να πιστέψουμε σε έναν κόσμο έξω από την δική μας αντίληψη. Πρέπει να πιστέψουμε ότι οι ανθρώπινες πράξεις διατηρούν το νόημά τους, ακόμα κι όταν δεν τις θυμόμαστε. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και όταν κλείνουμε τα μάτια.
.....................................................................................................................................

Όλα αυτά που υπάρχουν γύρω μας, η οθόνη του υπολογιστή, οι τοίχοι, οι δρόμοι, η γόπα που καίει ακόμα στην άσφαλτο, το κόκκινο μηχανάκι που σταμάτησε και άφησε τη συνοδηγό με αντάλλαγμα ένα φιλί, τα δέντρα που άνθισαν, όλα αυτά, με τις λεπτομέρειές τους, τα χρώματά τους, τους ήχους τους, τις διαπλοκές τους και μέσα σ’ αυτά κι εμείς, με τις χίλιες σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, όλον μας τον κόσμο που αλλάζει κάθε στιγμή μέσα στον κόσμο που αλλάζει κάθε στιγμή, όλα αυτά θα πεθάνουν μόλις σκοτεινιάσει η μέρα ή μόλις σκοτεινιάσει η μνήμη μας γιατί θα χαθούν και θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Κι εμείς μαζί μ’ αυτά, δεν γλιτώνουμε, εμείς, ο Γιώργος, ο Μανώλης, η Όλγα της 11ης Απριλίου και της οκτώ, οκτώ και κάτι το σούρουπο, κι ένας νέος εαυτός μας θα πάρει τη θέση μας σε μία ώρα, σε δυο λεπτά, τώρα και τώρα και τώρα ξανά. Και ποιος ξέρει αν όλοι αυτοί οι διαδοχικοί εαυτοί μας που στέκονται μπροστά στην οθόνη και γράφουν και διαβάζουν ο καθένας με τη σειρά του στον υπολογιστή, ποιος ξέρει αν όλοι αυτοί είναι το ίδιο πρόσωπο ή αυτό το ένα πρόσωπο δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ.

Το σκοτάδι είναι ο πρωταρχικός μας φόβος: ο φόβος της ακατανόητης και αδυσώπητης απώλειας. Και η νύχτα, για το απαράλλαχτο πανάρχαιο κομμάτι της φύσης μας, είναι η κυριαρχία του σκότους.

Όσο όμως η απειλή της νύχτας πέφτει στις πόλεις και τους δρόμους μας, εμείς γραπωνόμαστε από τη ζωή με πείσμα. Κι εκεί βρίσκουμε και τους άλλους ανθρώπους. Και γελώντας θυμωμένα, πυρετικά ή γαλήνια στα μούτρα μιας νύχτας που μπορεί να μην ξημερώσει ποτέ, συναντιόμαστε γύρω από τραπέζια, πάνω από ποτηράκια κρασί, μέσα σε πλήθη ή σε μικρές παρέες, γνωριζόμαστε, ερωτευόμαστε, πονάμε και γιατρευόμαστε.

Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή, και το σκοτάδι παίρνει από εμάς ομήρους, μας κλέβει μνήμες-κομμάτια του εαυτού μας και τα σκορπίζει στη λήθη. Εμείς της συντρίβουμε την κεφαλή και αυτή μας δαγκώνει την φτέρνα. Και τότε, όλα αυτά που ζήσαμε και χάσαμε τα παίρνει η νύχτα.

Υ.Γ. Κι όχι αυταπάτες προπαντός: Ακόμα και όταν διασώσουμε τις αναμνήσεις μας, δεν είναι καθόλου σίγουρο αν οι αναμνήσεις αυτές είναι κάτι που έχουμε ή κάτι που έχουμε πια χάσει. Η νύχτα κερδίζει διαφορετικά: κρατά την πραγματικότητα και μας αφήνει την αόριστη γοητεία της στη μνήμη μας.

Και σ' αυτήν την περίπτωση, το πήρε η νύχτα.
.....................................................................................................................................

© εν μέρει, σε ορισμό και παράδειγμα:

Christopher Nolan, Memento
Γιώργος Σεφέρης, Η Στέρνα
Αγία Γραφή, Γένεσις
Μανώλης Αναγνωστάκης, Επίλογος
Χρήστος Θηβαίος, Καλή σου νύχτα
Κ.Π. Καβάφης, Καισαρίων
Τάκης Σιμώτας, Νίκος Παπάζογλου, Κανείς εδώ δεν τραγουδά
Σωκράτης Μάλαμας, Τίποτα δε χάθηκε

- Τι κάνεις εκεί ρε με το κρασί;
- Ξέρεις πως μ' αρέσει αυτό το τραγούδι... «Θυμήθηκα που πίναμε σε τούτο το τραπέζι...» Τι λες να γίνονται όλες οι στιγμές που περνάν και χάνονται; Ζούνε μέσα μας; Πεθαίνουν; Σβήνουν για πάντα; Βγάζω νόημα ή γυαλίζει το μάτι μου;
- Και τα δύο... Ποιες στιγμές;
- Τόσο είχε ο μήνας και τότε, αλλά ξημέρωνε Σάββατο, όχι Κυριακή. Της μιλούσα, μου μιλούσε, ακούγαμε την μπάντα των παιδιών από την Τούμπα, τα θυμάσαι τα παιδιά; Μετά πιο κοντά, μετά το φιλί. Κι ύστερα πέρασαν χρόνια, Σαλονίκες, Αθήνες, τηλέφωνα, σαββατοκύριακα, εκδρομές. Και μετά χώρια. Άλλα τόσα χρόνια. Κι από όλα αυτά, στο τέλος βρέθηκα με μισό κουτί αντικείμενα που δεν μου μιλάνε, δε λένε τίποτα. Γι' αυτό σε ρωτάω, που πήγαν οι στιγμές που ζήσαμε;
- Τις πήρε η νύχτα, αδερφέ, τις πήρε η νύχτα...
- ...
- Δεν μου είπες, τι έκανες με το κρασί;
- Όποτε παίζει αυτό το τραγούδι και βρεθώ να τα πίνω πάνω σε χωματένιο πάτωμα, ρίχνω ζούλα λίγο κρασί καταγής.
- Αυτό δεν το κάνουν για τους νεκρούς; Η δικιά σου δεν πέθανε πια. Μην το παρατραβάς!
- Ναι, έχεις δίκιο... Άκου τι έβαλε: «Τίποτα δε χάθηκε ποτέ από κανέναν»...

(από Mr. Cadmus, 11/02/12)"Eternal Sunshine of the Spotless Mind" (2004). (από patsis, 15/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified