1. 'Η αλλιώς κιτρικό οξύ. Είναι μια φυσική χημική ουσία που περιέχεται σε υψηλή ποσότητα στα λεμόνια και άλλα εσπεριδοειδή και σε μικρότερη περιεκτικότητα σε άλλα φρούτα (φράουλες, ανανά κ.α). Χρησιμεύει σαν φυσικό συντηρητικό/πηκτικό και σαν ρυθμιστής οξύτητας σε κονσέρβες, μαρμελάδες κ.α. Χρησιμοποιείται σε μικρή ποσότητα αντί του λεμονιού.

  2. Στον μαγικό μικρόκοσμο των πρεζάκηδων χρησιμοποιείται για το τελετουργικό του «βαρέματος», το λεγόμενο «βράσιμο» ή προπαρασκευή, την διαδικασία δηλαδή που μετατρέπεται το «βραχάκι» (η πρέζα, η ηρωϊνη) σε υγρό για να γίνει ενέσιμη. Γίνεται σε κουταλάκι με νερό και λίγο ξινό πάνω από καμινέτο ή/και αναπτήρα αν πρόκειται για hardcore πρεζάκι που βιάζεται τόσο να τρυπηθεί και το καμινέτο φαντάζει εκείνη την στιγμή περιττή πολυτέλεια.

  3. Σαν μέρος της έκφρασης «Μου/σου/του/της αρέσουν τα ξινά», αναφέρεται κυρίως σε ερωτικές καταστάσεις που «τσούζουν» σαν το ξινό, αλλά ταυτόχρονα αρέσουν συνάμα (σεξ από γκώλον, μικροοργιάκια, kinky καταστάσεις κ.α.). Μπορεί να ειπωθεί για όλους, γυναίκες, γκέι, κωλομπαράδες κτλ.

  1. - Βάζε στην μαρμελάδα πάντα μετά το βράσιμό της λεμόνι ή ξινό για να μην κρυσταλλώνει.

  2. - Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Ξέχασες το ξινό; Πώς θα βαρέσουμε ρε τώρα; Πάμε στο μανάβη να πάρουμε κανά λεμόνι έτσι όπως τα'κανες!

  3. - Ωραίο μωρό η Γιώτα έτσι; Δεν λέει πολλά από φάτσα αλλά έχω μάθει από γνωστό μου που την πήρε ότι είναι πολύ χαλαρή κατάσταση και της αρέσουν τα ξινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής, το σπίτι. O Ηλίας Πετρόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι το σχετικά σπάνιο αυτό λήμμαν προσεγγίζει περισσότερο την έννοια του διαφθορείου παρά του μπουρδέλου. Και πράγματι, οι ελάχιστες καταγραφές στον γούγλη είναι μεταφορικές.

Αντί να αποτολμήσω εικασίες για το πώς κολλάει η έννοια «ρουφιάνος», σας παραπέμπω σε μια εξαιρετική ανάλυση εδώ προκειμένου να αποφασίσουμε μαζί.

Ασίστ: deinosavros.

- Για τον οίκο ανοχής, και γενικότερα, για την στέγη / στέγαση του αποκαλούμενου παράνομου έρωτος διαθέτουμε πολλά συνώνυμα: πουτανόσπιτο / ρουφιανόσπιτο / παλιόσπιτο / πορνόσπιτο / κερχανές ή κερχανάς / πουταναριό / τα δημόσια / τα καλά τα σπίτια ή και απλώς σπίτι. Οι δημοσιογράφοι ελάνσαραν την λέξη διαφθορείον που, για την ακρίβεια, σημαίνει: ρουφιανόσπιτο - και όχι μποντέλο.
(Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σ. 8-9)

- Ρουφιανοσπιτο των λαμόγιων (Βουλη) (εδώ)

- Η καταγγελία της φοροδιαφυγής είναι ρουφιανιά, η φοροδιαφυγή τότε τί είναι; Το γεγονός ότι η οικονομία στενάζει, οι μισθοί κόβονται, και θα κοπούν και άλλο, ότι του ΦΠΑ μένει στο 23%, με τον υδραυλικό να σου κλείνει το μάτι (με απόδειξη 80, χωρίς απόδειξη 60) τί είναι;;; Πάντως αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε στη Γερμανία από το ’80 με ουσιαστικά αποτελέσματα. Με τη λογική του «καταγγελία για φοροδιαφυγή είναι ρουφιανιά» τότε και η αποκάλυψη για τα αυθαίρετα των υπουργών είανι ρουφιανιά και τα μπλόγκς που τα αποκαλύπτουν είναι ρουφιανόσπιτα.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίτιμο του επί χρήμασι γαμησιού.
Εξαρτάται από το τι γούστα θα βγάλει ο γαμιάς, το μπάνικον της εμφάνισής του, αλλά και την πιάτσα (ας είναι και τηλεφωνική ή νετική) όπου γίνεται το κονέ. Επίσης, το πλήθος, τα προσόντα, η ηλικία και το φύλλο των νταλαβεριζόμενων, όπως και ο γαμιστρώνας παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Επειδή το γαμήσι είναι πολυσήμαντο, οι εποχές στριμόκωλες και το τζάμπα πέθανε, ακούγεται αγανακτισμένα όπου εκμετάλλευση.

Σε σύγκριση, το κλασικό γαμησιάτικα ακούγεται ανάλαφρος μπαμπαδισμός.

Συναντάται κι ως γάμιστρο.

  1. Ένα εικοσιπεντάρι το γάμιστρο, ενώ οι πιο άσχημες και ηλικιωμένες κατεβαίνουν και στο δεκάρικο. Στο ισόγειο υπάρχει το καφενεδάκι για τους νταβατζήδες. Αυτοί όλη μέρα μπεκρουλιάζουν και δέρνουν τις γυναίκες τους. Στο πάνω πάτωμα στεγάζεται η Αστυνομία. Μια ομάδα αστυφυλάκων με υπαστυνόμο. Υποτίθεται πως προστατεύουν τις γυναίκες από πελάτες και προαγωγούς.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Η αληθινή, δεν κυβέρνησε ποτέ. (αναφέρεται στη «γενιά του Πολυτεχνείου») Αυτοί που καπηλεύονται το Πολυτεχνείο από την άλλη φόρεσαν ζιβάγκο και τα μάμησαν όλα για 20+χρόνια για να αναλάβουν οι άλλοι και να μας ζητήσουν και τα....γάμηστρα!

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται και για την κυριολεκτική πόρνη, την πουτάνα, αλλά κυρίως για αυτή που έχει τάσεις πουτανιάς και εκφυλιάς. Ως ύβρη διαθέτουμε και το πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα.

  2. Στην στρατιωτική αργκό είναι το «κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες». Επίσης λέγεται μπουρδελιάρα.

  3. Λίγο πιο δοκίμως, είναι και το χαρακτηριστικό φως (συνήθως κοκκινωπό) που υπάρχει στα μπουρδέλα, αλλά αυτό περισσότερο λέγεται μπουρδελιάρα.

  1. Ελέος ρε γμτ έχουν λυσσάξει με την πουτανιάρα και σιγά τι έκανε,ένα πήδημα σε κάμερα ουαου, γμτ την δήθεν σοβαροφανεία και το σεμνά και ταπεινά σας!!! Δεν μπορώ άλλο δήθεν ηθικής . Υ.Γ.Ούτε πρότυπο γίνεται να γίνει αυτή ή οποία άλλη ούτε τίποτα,αν θες να είσαι πουτανιάρα θα γίνεις ακόμα και αν ζεις στο Πακιστάν που τις λιθοβολούν. (Τζούλια Αλεξανδράτου- το καυτό πορνό βίντεο).

  2. Κι αυτή η πουτανιάρα δεν σβήνει με τίποτα γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γνωστού λόφου του Λυκαβηττού, γνωστού εξ αρχαιοτάτων χρόνων στα ζευγαράκια (άνευ αλλά κυρίως με Ι.Χ.) και όπως είναι φυσικό, στους παρελκόμενους ματάκηδες.

Η παράφραση οφείλεται στις ερωτικές δραστηριότητες στις οποίες αρέσκονται τα εν λόγω ζευγαράκια, εις το πιο λαϊκόν (βλ. σχετικό παράδειγμα στο λήμμα γαμάω) και ουδεμία σχέση υπάρχει επί του προκειμένου με τo εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (μεγάλη η χάρη του) και τη φράση «Kάβαλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε».

Ένα (περισσότερο) πονηρό μυαλό βεβαίως, θα μπορούσε να συνδυάσει το «...προσκυνάνε» με το σκύψιμο και εντός του αναπτυχθέντος εκκλησιαστικού μοτίβου, να συμπληρώσει με την εξίσου γνωστή παραίνεση:

«Σκύψε Ευλογημένη» (λήμμα το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχει καταχωρηθεί!).

Όπως είναι λογικό, ο Καβαλητός ευρίσκεται στις δόξες του κατά τις νυχτερινές ώρες και ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Παρόλο που τα διάφορα ξενοδοχεία «της ώρας» (ουδεμία σχέση με τα κοψίδια), θεωρητικώς θα μείωναν τους επισκέπτες, κάτι η οικονομική συγκυρία, κάτι η πράσινη φύσις, κάτι οι φήμες ότι στα ΧΧΧ σε κινηματογραφούν, διατηρούν τον αριθμό των ζευγαρακίων σε υψηλά επίπεδα.

Το κέφι βέβαια είναι το ζευγαράκι το οποίο είναι μέσα στο γλέντι πάνω στη στροφή, την ώρα που κατεβαίνουν 10.000 αυτοκίνητα στο τέλος συναυλίας και τους κορνάρουν.

Κατεβαίναμε χθες βράδυ από την συναυλία των Banistir-Doolap και κατάλαβα γιατί τον λένε Καβαλητό...

Βλ. σχετικά: καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified