Selected tags

Further tags

Συντάσσεται με τη λέξη μπουκάλι, ή με το είδος ή την επωνυμία του ξιδιού που θα αγοραστεί. Το ξίδι ή το μπουκάλι μπαίνει συνήθως χωρίς άρθρο, αν πρόκειται για ένα, ή το πολύ με λέξεις τύπου «κάνα», βλ. παραδείγματα.

Λέγεται στο έτσι, συνήθως χωρίς χωρικό προσδιορισμό και χωρίς υπονοούμενα, εννοώντας αγορά φιάλης με ξίδι προς ομαδική κατανάλωση. Συνήθως σε μπαρ, κλάμπ, μπητσόμπαρο ή μπαρόκλαμπο, ενδεχομένως δε και σε μπητσόκλαμπο, αλλά όχι περιοριστικά.

Λογικά, η φράση είναι σύντμηση του «βάζω ρεφενέ για μπουκάλι», αλλά ίσως να μην είναι κ πολύ τραβηγμένο να το ετυμολογήσει κανείς απ' το ότι όταν παίρνεις μπουκάλι σε μαγαζί το βάζουν σε τραπέζι με τα σχετικά να το διακοσμούν. Κλίνω υπέρ της πρώτης πάντως.

  1. - Πώς θα την παίξουμε απόψενες;
    - Εμένα θα μ' έψηνε να βάλουμε κάνα μπουκαλάκι μπακάρντι.
    - Ού ρε φλώρε. Ρε Γιάννη, πιάσε ένα μπουκάλι άμπσολουτ με τα παρελκόμενα.

  2. - Ρε θείο, έχουμε ξεμείνει από ξίδια στο γραφείο και μάθς χωρίς αλκοόλ δεν γκένεν.
    - Να βάλουμε κονιακάκι;
    - Μέσα.

  3. - Τι είπε χτες;
    - Χαλαρά μωρέ. Βάλαμε ένα μπουκαλάκι στο Captain's corner, αλλά το λήξαμε νωρίς τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίτιμο του επί χρήμασι γαμησιού.
Εξαρτάται από το τι γούστα θα βγάλει ο γαμιάς, το μπάνικον της εμφάνισής του, αλλά και την πιάτσα (ας είναι και τηλεφωνική ή νετική) όπου γίνεται το κονέ. Επίσης, το πλήθος, τα προσόντα, η ηλικία και το φύλλο των νταλαβεριζόμενων, όπως και ο γαμιστρώνας παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Επειδή το γαμήσι είναι πολυσήμαντο, οι εποχές στριμόκωλες και το τζάμπα πέθανε, ακούγεται αγανακτισμένα όπου εκμετάλλευση.

Σε σύγκριση, το κλασικό γαμησιάτικα ακούγεται ανάλαφρος μπαμπαδισμός.

Συναντάται κι ως γάμιστρο.

  1. Ένα εικοσιπεντάρι το γάμιστρο, ενώ οι πιο άσχημες και ηλικιωμένες κατεβαίνουν και στο δεκάρικο. Στο ισόγειο υπάρχει το καφενεδάκι για τους νταβατζήδες. Αυτοί όλη μέρα μπεκρουλιάζουν και δέρνουν τις γυναίκες τους. Στο πάνω πάτωμα στεγάζεται η Αστυνομία. Μια ομάδα αστυφυλάκων με υπαστυνόμο. Υποτίθεται πως προστατεύουν τις γυναίκες από πελάτες και προαγωγούς.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Η αληθινή, δεν κυβέρνησε ποτέ. (αναφέρεται στη «γενιά του Πολυτεχνείου») Αυτοί που καπηλεύονται το Πολυτεχνείο από την άλλη φόρεσαν ζιβάγκο και τα μάμησαν όλα για 20+χρόνια για να αναλάβουν οι άλλοι και να μας ζητήσουν και τα....γάμηστρα!

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σινάφια ανταγωνιστικών επιχειρηματιών, μπασμένων στα βαθιά κόλπα αφανών και σιωπηλών κομματόσκυλων, της παράγκας, ενημερωμένων μουμουέδων κι όχι μόνον, έτσι αποκαλείται ο εχέμυθος ντιλιβεράς των μπικικινίων της διαπλοκής, δωροδοκίας, των μιζεκλικίων, της μιζθοδοσίας, της ευγενούς χορηγίας, του λαδιού ντε, για την ομαλή λειτουργία των μηχανισμών για το ...κοινό καλό.

Και φυσικά ο κουβαλητής ποτέ δε ρωτά πόσο μακριά πηγαίνει η βαλίτσα, για της οποίας το περιεχόμενο ξέρει καλά πως ποτέ δε θα αισθάνονταν άνετα εν είδει επιταγής σε φάκελο ευδώδη κεκλισμένον: αυτή δεν περνά τόσο άνετα κάτω από τα ραντάρ.

Για αυτούς που δεν ξέχασαν την εποχή μεταφοράς τούβλων σε κούτες από πάμπερς, είναι σχεδόν συγκινητική τόσο η ιστορική συνέχεια, όσο κι η εξέλιξη της όλης θαυματουργής διαδικασίας που μετατρέπει βρώμικο ή μαύρο χρήμα από επιχειρηματικό, είτε σε αντίστοιχο πολιτικό, είτε σε καθαγιασμένο από τον τζόγο, κεφάλαιο προς νόμιμες επενδύσεις.

Ο όρος ξαναβγήκε στην επιφάνεια λόγω των πρόσφατων παραγκοεξελίξεων που συντάραξαν το πανελλήνιο. Το περίεργο τάιμινγκ, μια κι ο Ερμής είν’ αθώος, αποδίδεται, με βεβαιότητα, στο πως βρισκόμαστε μεταξύ εκλείψεων.

1.
Όταν ξεκινάει ο απεργός μιλώντας για τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν, (ναυτεργάτες), ή για τις εταιρίες που θα τους πάρουν ολωνών το επάγγελμα και θα τους κάνουν φτωχομπινέδες μεροκαματιάρηδες, (φορτηγατζήδες), ή για το ξεπούλημα της ενέργειας της χώρας σε βαλιτσάκηδες λαμόγια που κοιτάνε, ίσα που προφταίνουν, ν’ αρπάξουν κάτι απ’ τα έτοιμα, τώρα που βρήκανε τη χώρα αφύλακτη και σε τιμή ευκαιρίας, (εργαζόμενοι της ΔΕΗ), έρχονται τότε τα ξεπουλημένα παπαγαλάκια, μαζί κι η τσαπερδόνα χορεύτρια βουλευτής, και αρχίζουν εν χορώ να ξετυλίγουνε θαρρείς όπως το πατρόν, τον παμπάλαιο διάλογο της πλύστρας:….

2.
Μόλις «δέσει» το στήσιμο, οι λεγόμενοι «επενδυτές» ή «βαλιτσάκηδες» αναλαμβάνουν δράση. Το βρώμικο χρήμα που έχει συγκεντρωθεί από άλλες παράνομες δραστηριότητες πρέπει να ξεπλυθεί και το ποδόσφαιρο αποτελεί (παγκοσμίως) μια διαδεδομένη δίοδο.

(Όλα από το δίχτυ)

Προς αναζητητές κλεμένων: Cherchez le valisas! (από sstteffannoss, 26/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στριπτιζάδικο (από το σωλήνα στην πίστα).

- Πού θα βγούμε απόψε;
- Έχω όρεξη να πιάσω κανά κωλαράκι.
- ΟΚ, οπότε πάμε σωληνάδικο να δούμε τις κόρες του σωλήνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το εν λόγω διαμάντι ήρθε να προστεθεί στην ένδοξη παράδοση της Κουτσουμπήλως, του Γκουντουμπήτρου και του Γκεραπιού, το σωτήριο έτος 1992. Πρόκειται για το «Killing in the name of» των Rage against the Machine, όπου ο διαρκώς επαναλαμβανόμενος στίχος «now you do what they told ya» μεταμορφώνεται σε «και του το 'πα του πούστη».

Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι η φράση δεν έχει καμία σχέση με τους φθόγγους που όντως ακούγονται στο τραγούδι. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται για παράκουσμα, όχι μόνο τουλάχιστον (άλλωστε, εκείνη την εποχή, τα αγγλικά ήταν πλέον λίγο-πολύ οικεία στους Έλληνες, τουλάχιστον για το target group συγκροτημάτων όπως οι RATM).

Πιθανότερο θεωρούμε να προέκυψε επειδή ταιριάζει ΑΨΟΓΑ στον ρυθμό, στο μέτρο, στο ύφος και στην εκφορά. Εξού και τραγουδήθηκε με πολύ πάθος και πολύ headbanging από ένα σωρό κόσμο που ήξερε μια χαρά να πει το «σωστό» - ΑΝ ήθελε, που ΔΕΝ ήθελε. Διότι φακ γιου, ρε, δε θα κάνει ό,τι του λες. Μαδερφάκεεεερ!

Και το υπερclassic και cult σημείο στο Killing in the name of των R.A.T.M, εκεί που λέει now you do what they told ya και αντικαταστάθηκε ως εξής: Και του το πα του πούστη. Εμείς οι βλαχοι, όπως λάχει... [από φόρουμ, σε συζήτηση για «misheard lyrics»]

(ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του πούστη. (ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του ΠΟΥΣΤΗ. (ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του ΠΟΥΣΤΗ! (ντούρουμ-ντουμ) Και του ΤΟ 'ΠΑ του ΠΟΥΣΤΗ!!! (ντούρουμ-ντουμ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗ!!! (ντούρουμ-ντουμ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! (σχιζοφρένεια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Κοκτέιλ που περιλαμβάνει πέντε «άσπρα» (διαφανή) ποτά, τα εξής τέσσερα: βότκα, ρούμι, τεκίλα και τζιν. Το πέμπτο είναι μπαλαντέρ, αναλόγως την παραλλαγή, και όχι πάντα άσπρο. Παίζει με μαρτίνι, με κουαντρώ, με κουρασάο (ή κουρακάο, για τους λαϊκούς τύπους), με ζαμπούκα και όχι μόνο.

Σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι με πάγο, το μη αλκοολούχο συμπλήρωμα είναι συνήθως λάιμ ή λεμοναδίτσα, και μπαίνει και μια σταλιά κοακόλα για το χρώμα. Δυνατό, όχι και καταστροφή όμως. Επισήμως λέγεται Long Island Iced Tea, τουλάχιστον το ορίτζιναλ.

2. Υπερκαμένο «κοκτέιλ» που αποτελείται από πέντε άσπρα και τίποτα άλλο. Μόνο αλκοόλ, χωρίς χυμούς και αναψυκτικά και χαζά. Το μπαλαντέρ εδώ είναι όντως άσπρο, συχνότερα μαρτίνι ή ζαμπούκα, αλλά ενίοτε και εγχώριο απόσταγμα (ούζο, ρακή, τσίπουρο, ό,τι έχει ο καθένας). Κυκλοφορεί και σε τούρμπο: έξι άσπρα, εφτά άσπρα, και ούτω καθεξής.

Απευθύνεται κυρίως σε πιτσιρικάδες που μόλις άρχισαν να πίνουν, και πειραματίζονται με ενθουσιασμό μέχρι να πάθουν και να μάθουν. Ελαφρώς πασέ, πάντως (ευτυχώς).

1α. - Μόλις έχω γυρίσει από τις Κάννες, από το μέρος που ο μικροαστισμός συναντάει την ψευτογκλαμουριά πάνω από ένα κοκτέιλ Paradise (μικροί το λέγαμε και «πέντε άσπρα με blue Curaçao»). [κείμενο από Lifo]

1β. Long Island Iced Tea (5 άσπρα)

Υλικά: 1/2 μεζούρα Ασπρο ρούμι
1/2 μεζούρα Βότκα
1/2 μεζούρα Gin
1/2 μεζούρα Τεκίλα
1/2 μεζούρα Cointreau
1/2 μεζούρα Πορτοκαλάδα
splash Coca Cola
πάγος
ψηλό ποτήρι για long drinks
φέτα από πορτοκάλι για διακόσμηση

Εκτέλεση: Σε ένα σέικερ βάζουμε λίγα παγάκια με το Ρούμι, τη Βότκα, το Gin, την Τεκίλα και το Cointreau. Τα χτυπάμε καλά και αδειάζουμε το περιεχόμενο σε ένα ψηλό ποτήρι με παγάκια. Προσθέτουμε την πορτοκαλάδα και τέλος, μια σταλιά Coca Cola, ίσα ίσα για να θολώσει την πορτοκαλάδα και να δώσει το χρώμα του Iced Tea. Καλαμάκι και μια φέτα πορτοκάλι και έτοιμο το αυθεντικό Long Island Iced Tea. [μία συνταγή απ' τις πολλές]

2α. - Φίλε, μιλάμε, χτες πήγαμε στο Γιατομπουτσομπάρ, που ο μπάρμαν είναι κολλητός κιέτσ', και του είπαμε να μας βάλει το πιο δυνατό ποτό που ξέρει! Και μας έβαλε πέντε άσπρα, φίλε! Βότκα, ρούμι, τεκίλα και κάτι τέτοια! Ήπιαμε πέντε ο καθένας και τα 'δαμε όλα, φίλε!
- Πφφφ, αυτό δεν είναι τίποτα! Εμείς προχτές πήγαμε στο Κουκουρούκου, που ξέρουμε τον τύπο που το έχει, και μίλησε του μπάρμαν να μας περιποιηθεί κιέτσ', και μας έβαλε ΕΞΙ άσπρα! Ήπιαμε δέκα ο καθένας μονορούφι και ξερνάγαμε όλη νύχτα, γαμώ τις φάσεις μιλάμε!
- Πφφφφφφ, σας έχω όλους! Εμείς πήγαμε στο Ντιριντάχτα, που ξέρουμε τον πορτιέρη ναούμ', και είπε στου μπάρμαν να μας βάλει ΕΦΤΑ άσπρα! Δε θυμάμαι τίποτα!

2β. - Να δω τον Σημίτη τύφλα απο μοχίτος κι ας πεθάνωωωωωωω.
- Μοχίτο; Ενα σέικερ πέντε άσπρα σου βρίσκεται; [σχόλια από μπλογκ]

2γ. - [Θυμάμαι τα] πέντε άσπρα. Και μάλιστα υπάρχει ο μύθος οτι άμα αντικαταστήσεις την σαμπούκα με Μαρτίνι, γίνεται και καλά μπόμπα. Και σαν πιτσιρικάς έλεγα «ενα 5 άσπρα με μαρτίνι»... Φυσικά το 5 άσπρα βγαίνει κάτασπρο, είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να λιώσεις (το μοναδικό πεντακάθαρο κοκτέιλ). Αν βάλεις κάτι παραπάνω (π.χ. τσίπουρο... ), τότε έχεις κλεισει πρώτο τραπέζι στο νοσοκομείο.
- Θυμάμαι μπάρμαν που λάνσαρε τα «7 λευκά». Με πρόσθετο ούζο και Martini Dry. Αλλά δεν πινόταν. [από φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κέντρο διασκέδασης ορθίων.

Όρος του '90 για μαγαζιά, κυρίως ελληνάδικα, με χαρακτηριστικότατη απουσία τραπεζιών και καθισμάτων και διακριτική παρουσία ελάχιστων σκαμπό στην μπάρα.

Η απουσία τον καθισμάτων αποσκοπούσε στην δραματική αύξηση της χωρητικότητας -και κατά συνέπεια του συνολικού τζίρου, ειδικά αν υπολογιστεί πως ο αριθμός των ατόμων δεν ήταν ανάλογος του χώρου, αλλά ανάλογος τις ανοχής και αντοχής των ήδη ευρισκομένων, εντός του μαγαζιού, ατόμων. Κάτι τέτοιο βέβαια παρείχε επιπλέον ασφάλεια, καθώς σε περίπτωση λιποθυμίας δεν υπήρχε φόβος πτώσης και άρα τραυματισμού.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, της διαρρύθμισής και της γενικότερης λειτουργίας τους ήταν η έντονη μουσική και τα φωτορυθμικά σε σχέση με την επιφάνεια του μαγαζιού, η υπερυψωμένη πίστα ελάχιστων τετραγωνικών (προαιρετικά) και τέλος η απουσία κλιματισμού και εξαερισμού, κάτι που πρόσδιδε ζεστασιά στο χώρο και ατελείωτες στιγμές εφίδρωσης.

Συνώνυμα: χοροπηδάδικο, ελληνάδικο, σκυλάδικο κ.α..

- Θες ελληνική διασκέδαση;
- Θέλω.
- Πάμε σε ένα ορθάδικο!
- Έχω φλεβίτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί τύπου κλαμπ ή μπαρ που εξειδικεύεται στην διοργάνωση και πραγματοποίηση συναυλιών (live < λάιβ στο ελληνικότερο).

Η διαφορά του κατ' εξοχήν λαϊβάδικου σε σχέση με τα διάφορα μπαράκια ή κλαμπάκια που διοργανώνουν περιστασιακές εμφανίσεις μουσικών ή συγκροτημάτων, έγκειται στην ειδική διαμόρφωση του χώρου (ύπαρξη σκηνής, υπερυψωμένης ή στο επίπεδο του πατώματος) έναντι της δημιουργίας χώρου μέσω της αφαίρεσης τραπεζιών, πάγκων, καναπέδων στα δεύτερα, καθώς και στον ιδιόκτητο ηχητικό και μουσικό εξοπλισμό (π.χ. ολοκληρωμένο σετ ντραμς, ενισχυτές, κονσόλες, P.A. κλπ συναφή), αν και το δεύτερο δεν αποτελεί πάντα κανόνα. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι τ' ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν στάνταρ εβδομαδιαίο πρόγραμμα εμφανίσεων, αλλά φιλοξενούν διάφορες διοργανώσεις, συχνά με συνεχή ροή διαφορετικών συναυλιών.

Τα λαϊβάδικα δεν περιορίζονται σε συναυλίες συγκεκριμένων μουσικών ιδιωμάτων, αν και στα καθ' ημάς ασχολούνται περισσότερο με ροκ / μέταλ και έντεχνη ελληνική μουσική. Πρέπει επίσης να αναφερθεί τ' ότι όσον αφορά το σκέλος της παροχής αλκοολούχων, τα λαϊβάδικα δεν διαφέρουν σχεδόν σε τίποτα απ' τα παραδοσιακά κλαμπάκια-μπαράκια-ελληνάδικα, είτε ως προς τις τιμές και την ακρίβεια, είτε ως προς την ποιότητα - η μπόμπα πάει σύννεφο και στα μεν και στα δε.

Οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών αυτών λέγονται λαϊβάδες.

  1. Τον θυμάμαι στις αρχές τις δεκαετίας του 80 να παίζει συχνά-πυκνά σε ένα λαιβάδικο στην Μεσογείων στο ύψος της Αγ.Παρασκευής . «Ρόδα» το λέγανε το μαγαζί αν θυμάμαι καλά και μάζευε 50-100 άτομα.Όταν δεν έπαιζε ο Nick,παίζανε οι «Μουσικές Ταξιαρχίες».Τέλειο line up για τότε.Ιδανικό. (Εδώ)

  2. Το ΑΝ είναι για το πολύ 350 άτομα. Παραπάνω χωράει μεν, αλλά δεν φχαριστιέσαι συναυλία, εκτός εάν είσαι στις 5 πρώτες σειρές. Βασικά πιο πολύ κοντά σε προβάδικο πάει παρά σε λαιβάδικο. (Εκεί)

  3. Εδω θα ηθελα να αναφερω ενα μαγαζι το οποιο δεν ηταν μεταλ, αλλα αποτελουσε μια πολυ καλη προσπαθεια προς την κατευθυνση αυτου που λεω ''σωστο ροκ κλαμπ''. Τελη 90 και το μαγαζι ηταν το Bug στο Γκαζι. Αρκετα μεγαλος χωρος, industrial σκηνικο με σωληνες τεραστιους ανεμιστηρες κτλ. Η μουσικη ηταν αυστηρα ξενη και κινουνταν απο το mainstream rock της εποχης, στο ανερχομενο crossover (μετεπειτα numetal), industrial και στο τσακιρ κεφι επιλεγμενα μεταλ κομματια. Μπορει μουσικα να μην με καλυπτε 100% αλλα ηταν ενας πολυ ωραιος χωρος, προπαντως με καλο κοσμο και οχι καμμενους και πρεζακια. Σωστος ηχος και πολλες ωραιες παρουσιες χεχε, μιας και ηταν παντα τιγκα. Μετα εγινε αποτυχημενο λαιβαδικο και τελικα απ οτι εμαθα gay bar (ε ρε νηλες που θα επαιξαν τις πρωτες μερες) (Λίγο πιο πέρα)

(από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified