Selected tags

Further tags

Προφ εκ του αγγλικού after (βλ. και άφτερ), είναι το -άδικο μέρος, όπου πας μετά, δηλαδή επακριβώς στις αργάμιση, ή μετά από κάτι, δηλαδή αφτερότερα. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση είναι το afterhours club αλλά στα ελληνικά το αφτεράδικο μπορεί να σημάνει κάπως διαφορετικά πράγματα.

Μπορεί να είναι ένα μπαράκι ή κλαμπάκι που το ξενυχτάει όλη τη νύχτα, όσο πάει.

Ή κάποιο μέρος που πας μετά το ξενύχτι και το ξεσάλωμα, για να στανιάρεις από την κραιπάλη, και να φας κάτι όπως πατσά, ή κάτι βρώμικο, που θα σε συνεφέρει από το μεθύσι, κάνοντας τα διάφορα κόλπα που γνωρίζουν οι χανγκάιβερ. Ως προς αυτή τη δεύτερη σημασία βλέπε τα κάτωθι παραδείγματα:

1.Ακόμα κι αν σιχαίνεσαι τον πατσά, το Αυτόφωρο της Αλεξάνδρας είναι εκείνο το «πήγε κιόλας 6...κοντεύει να ξημερώσει, πιάσε μία πατσές και ποδαράκια» ξημέρωμα που μαζί με την παρέα σου σας έχει βρει να μετράτε αστείες στιγμές από το περασμένο βράδυ, τη χυλόπιτα που σας έδωσε μια αγέλη κοριτσιών και πολλά άλλα. (Εδώ).

2.Το πιο ιστορικό αφτεράδικο της πόλης. [...] “Εκείνες τις εποχές η νύχτα ζούσε μεγάλες στιγμές. Έβγαιναν παρέες 15-20 άτομα, πήγαιναν μπουζούκια, ξόδευαν λεφτά και μετά ερχόντουσαν εδώ και ξόδευαν άλλα τόσα. Τσακώνονταν ποιος θα κεράσει τον άλλον. Παλιά εδώ είχαμε ουρές. Έπαιρνε ο άλλος την σούπα και την έτρωγε στο αμάξι έξω γιατί δεν είχε τραπέζι. Κάποια περίοδο είχα και πορτιέρη γιατί τσακώνονταν ποιος θα μπει. Ήταν και λίγο μεθυσμένοι από πριν και καταλαβαίνεις. Αίμα κι άμμος ήταν τότε. Όλη η Αθήνα, ένα τεράστιο πάρτι”. (Αναπόληση εϊτίλας εδώ).

3.έτσι από το να μαζεύεται και ο ίδιος σε άλλα στέκια, έφτιαξε αυτός το καλύτερο αφτεράδικο σουβλάκι και μαζεύει όλους τους φίλους του ιδιοκτήτες από νυχτερινά μαγαζιά και τους εργαζόμενους τους. (Εδώ)

Γενικά πάντως το αφτεράδικο, βγάζει κάποια παράκμα με την καλή έννοια και μια έλλειψη κανόνων, που παρόλο που είναι παρακμιακό ή μάλλον επειδή είναι παρακμιακό σου δίνει μια σιγουριά, ξέρεις ότι θα το βρεις εκεί, δεν θα σε προδώσει. Ξέρεις ότι όταν θα έχεις φτάσει στο πάτωμα της μέθης, θα υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο, το βρώμικο άφτερ, ή ξέρεις ότι άμα θα έχεις βαρεθεί από την γκλαμουριά των κλαμπακίων, θα υπάρχει κάτι πιο αναπαυτικά ντέκα για σβήσιμο. Πώς να το κάνουμε εκ των πραγμάτωνε η κατάστα άφτερ παραπέμπει σε ποστίλα και σε τελειωμενάδικες συνθήκες, ή άλλοτε σε έναν συνδυασμό παράκμας και χαλαρουίτας, μιας δηλαδή απελευθερωτικά χαλαρωτικής και απενοχοποιημένης παρακμής.

Και για να θυμούνται οι παλιοί/ μαθαίνουν οι νεώτεροι ορισμένα από τα διαμαντάκια του σάιτ, παραθέτω πώς περιγράφει τα λίγο πιο ψαγμένα αφτεράδικα από το κλασικό πατσατζίδικο ή βρώμικο, ο Κνάσος:

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

εδώ

Και μερικά παραδείγματα από το Διαδίκτυο (εδώ για μπαράκια αφτεράδικα):

Τα καλύτερα after-άδικα της πόλης. Στέκι ξενύχτηδων και σουρεάλ σκηνικών από το 1989. Το πιο κλασικό after της πόλης δικαιωματικά, ο Batman έχει κοιμίσει και μεθύσει όλους όσους υπήρξαν για μια, δύο ή και παραπάνω νύχτες της ζωής τους, εργένηδες, χωρισμένοι, μποέμ, νυχτόβιοι και ερωτευμένοι. Στέκι που γνωρίζουν πολλοί αλλά που πηγαίνουν λίγοι, αφού η απουσία ταμπέλας χρήζει να το επισκεφτείς με παραδοσιακούς μύστες του. [...] Ό,τι γίνεται στο Batman, μένει στο Batman είναι το σύνθημα που συνοδεύει το εν λόγω after σε πολλές παρέες. [...] Χρυσές και κόκκινες αποχρώσεις, κομμένα χέρια αλά Adams family, θέσεις διαχωρισμένες με δίχτυα και ένας κορμός στη μέση του μπαρ. Το Μπρίκι αποτελεί κλασική επιλογή ξενύχτηδων και ερωτικών παρορμήσεων. [...] Με μουσική "όλα τα έχει ο μπαξές", με φτηνά ποτά και με διακόσμηση "ντύθηκα πρόχειρα και έβγαλα το κραγιόν μου", στον Άνθρωπο θα γνωρίσετε αταίριαστους θαμώνες, διαθέσιμους για όλα! [...] Χρώματα παντού, περίεργα παιδικά φωτιστικά, ζωγραφισμένες τοιχογραφίες, αυλή, δύο stages και μια μπάρα για το τέλος είναι όλα όσα χρειάζονται οι πιο friendly νυχτόβιοι τύποι για να κλείσουν ευχάριστα το βράδυ τους και είναι όλα όσα παρέχει το Νηπιαγωγείο. [...] Κλίμα φιλόξενο, φωτισμός "καθωσπρέπει" με ευγενικούς θαμώνες και ιδιοκτήτες, το Barelhouse, στο όλο και πιο αναπτυσσόμενο μπαρόβιο Κουκάκι, αποτελεί ιδανική επιλογή για όλα τα "σκυλιά της νύχτας". (Η Αθήνα ξενυχτάει).

Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένα αφτεράδικα είναι τόοοοσο άφτερ ώστε όχι μόνο μας πιάνει το ξημέρωμα αλλά και το μεσημέρι, υπάρχει και μια ντεκαφεϊνέ χρήση του αφτεράδικου, που είναι να πέφτεις για ύπνο νωρίς και να πηγαίνεις στο αφτεράδικο νωρίς το πρωί έως μεσημέρι (ελεεινά χιπστέρια!). Είναι κάτι σαν αυτό που λέμε πιο χίπστερ γίνεσαι μέϊνστριμ.

Ένα μεγαλύτερο ποσοστό των θαμώνων του Skull είναι άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα και όταν σχολάνε ξεδίνουν από την πίεση της βάρδιάς τους εκεί, ενώ οι περισσότεροι πελάτες του μαγαζιού που συνηθίζουν να το επισκέπτονται Κυριακή πρωί είναι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί κανονικά και ξυπνούν για να πάνε για χορό. «Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις αγουροξυπνημένο κόσμο, που δεν δουλεύει την Κυριακή, να έχει μόλις πιει καφέ και να έρχεται σ' εμάς". (Από τη Γλάιφο).

"Το πιο καθαρό βρώμικο"= το πιο ντεκαφεϊνέ όνομα για αφτεράδικο

Ευτυχώς στη χιπυστερική εποχή μας παραμένουν και κάποιοι υπερήρωες να φυλάνε την πόλη στις κρίσιμες άφτερ στιγμές, προκαλώντας και ακραίες αφτεράδικες καταστάσεις.

Μπάτμαν: Οι υπερήρωες που φυλάνε την πόλη στις άφτερ ώρες της

"Batman" [...γιατί...] και, τέλος, δεν έκλεινα ποτέ, ούτε όταν έβγαζε νόμους ο Παπαθεμελής ούτε τίποτα. Εμείς μένουμε ανοιχτοί για να φυλάμε την πόλη. [...] «Ο Τάκης και η Φιλία γνωρίστηκαν στο μαγαζί. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Τη νύχτα του γάμου τους, αφού χαιρέτησαν τους συγγενείς στην εκκλησία, ήρθαν σκαστοί στο μαγαζί. Έδωσαν σε όλους μπομπονιέρες και κέρασαν ποτά. Τους έπαιρναν τηλέφωνο από το τραπέζι: “Πού είστε;” Ο Τάκης τους έλεγε: “Εμείς στο “Batman” γνωριστήκαμε, θα πιούμε πρώτα το ποτό μας εδώ και μετά θα ’ρθούμε”». (Εδώ).

Πλατεία Μαβίλη Τέσσερις παρά

Μαζί μ' ένα ψώνιο κι οι δύο χαμένοι, τρώγατε σάντουιτς θολή ματιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.

Το κούρεμα επανήλθε στο προσκήνιο με την πρόσφατη εθελοντική έκπτωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας του Ελληνικού χρέους. Το τίμημα του τεράστιου αυτού «πακέτου βοήθειας» (κατά Γ.Α.Π.) αναγκαστικά συνεπάγεται την κατά τουλάστιχον 50% μείωση του βιoτικού μας επιπέδου και την κατά 100% απώλεια της όποιας εθνικής μας κυριαρχίας. Αποτελεί μετάνοια για τα μεταπολιτευτικά μας ανομήματα.

Άλλη περίπτωση εθελοντικού κουρέματος: το αυτομαστίγωμα και σφοδρό άδειασμα των τσιφτετελλήνων που άσκησε ο Νιόνιος στο ομώνυμο αποτυχημένο δίσκο του («μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε, οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε;»).

Η πρόσφατη προϋστερία βρίθει από παραδείγματα «μη εθελοντικού κουρέματος»: την εκδορά και διαπόμπευση τέντυ-μπόυ από μπασκίνες στα εξήνταζ, το πέρασμα με την ψιλή παστρικιών που συναναστρέφονταν Γερμανούς ή συμμάχους από ΕΛΑΣίτες και ταλιμπάν.

- Το κόστος (ενός κουρέματος) θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα εν δυνάμει οφέλη για τους πολίτες, την οικονομία, το ελληνικό και ευρωπαϊκό σύστημα, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, όλη την Ευρωζώνη.
(Γιώργος Παπανδρέου, εδώ)

- Η αναδιάρθρωση, το κούρεμα του χρέους, θα ήταν ένα τεράστιο λάθος για τη χώρα. Θα είχε τρομακτικό κόστος, χωρίς κανένα όφελος. (Γιώργος Παπακωνσταντίνου, εκεί)

- Το soundtrack των ημερών. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για το θέμα των ημερών: Το κούρεμα. Ανέκαθεν, από τον Σαμψών και τη Δαλιδά μέχρι το νόμο περί τεντιμποϊσμού και τους ονειροκρίτες, το haircut είχε συμβολική σημασία. Γενικά δεν είναι για καλό...
(δισκογραφία για το κούρεμα, παραπέρα)

- Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από 'δω και μπρος..
(Σαββόπουλος, «το Κούρεμα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλοιώδης τύπος που ανοίγει / κλείνει πόρτα - κορδόνι - τζαμαρία και χαιρετάει κόσμο σε κλαμπ / εστιατόρια / καφετέριες κτλ. Χαιρετίζει γνωστούς και αγνώστους εγκάρδια εάν είναι φιλικός καλυνυχτάκιας ή αυστηρά άμα κρύβει ένα αίσθημα βλαχοκατοτερότητας. Ενδύεται συνήθως με δανεικό κουστούμι και αποφεύγει το black light καθώς έχει να το πλύνει από τότε που θυμάται με αποτέλεσμα να «λάμπει» η μασχάλη του σακακιού.

Κύριος ρόλος του να αποχαιρετάει στην έξοδο, εξ ου και η ονομασία του, με αγκαλιά στους άνδρες και φιλιά και πιθανώς θώπευμα μηρού εις τις γυναίκες. Αρέσκεται σε δηλώσεις «μη χαθούμε» και «τα λέμε». Επιβιώνει τις νυχτερινές ώρες κυρίως το ανδρικό φύλο, αλλά έχουν παρατηρηθεί και πολλοί θηλυκοί καληνυχτάκηδες κατά τη διάρκεια της μέρας κυρίως σε καφετέριες και μπαρ.

Μελετάται πιθανή συγγένεια με καθολικούς κληρικούς και κυρίως καρδιναλίους αφού έχει παρατηρηθεί φοβερή ομοιότητα στο ύφος τους. Περίπου σε ποσοστό 83% είναι δυσλεκτικοί καθώς το να βρεις το όνομα σου στη λίστα σωστά ορθογραφικά είναι θέμα τύχης (πχ εάν ονομάζεται κάποιος Αίαντας Πυγμαλίων πιθανώς να μην μπορέσει να τον αναγνώσει στη λίστα).

Αντλεί τη δύναμη του από τον μεντεσέ, τυχόν απομάκρυνση του επιδρά καταλυτικά επάνω του.

- Πάρε το μπουφάν σου και πάμε.
- Μισό να χαιρετήσω τον καληνυχτάκια στη πόρτα.
...

- Παιχταρά μου μάτσα μουτσα... χάρηκα!
- Φιλιά αγορίνα μου, μη χαθούμε..
- Τα λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ψηλό, στενό και κυλινδρικό ποτήρι για ποτό, σε αντίθεση ιδίως με το χαμηλό, που είναι, προφανώς, χαμηλότερο, πλατύτερο και συχνά χοανοειδές. Η διάκριση είναι χρήσιμη στην παραγγελία ποτών που συνηθίζεται να σερβίρονται στα ποτήρια και του ενός και του άλλου τύπου.

  1. Από εδώ:
    Πάτε βγαίνετε φώτο στα μπουζούκια και μετά ποζάρετε σε μνήματα με γαρίφαλα στο χέρι και Τζόνι σε σωλήνα.

  2. Από εδώ:
    μαλακία η ποντιακή [σ.σ: εννοεί μύτη], δε μπορείς να πιεις ποτό σε σωλήνα

  3. Από εδώ:
    μαλιστα εκεινο τον καιρο στα σκυλαδικα ηταν μοδα να πινουν το ουισκι σε σωληνα

Ποτήρι ποτού "σωλήνας" Ποτήρι ποτού "χαμηλό"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σχετικά παλαιά λέξη, την βρίσκω και στη Βικούλα να ορίζεται ως "η γυναίκα που επί πληρωμή κρατά συντροφιά σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης" και να ετυμολογείται (pardon my french): <γαλλικό consommatrice, θηλυκό του consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo, αν και οι ίδιοι οι Γάλλοι μάλλον τη λένε entraîneuse (δες). Συνώνυμα: μπαρόβια, τσαγού, ενώ γενικότερο είναι το καμπαρετζού. Ο όρος υπήρχε τουλάχιστον από την ένδοξη εποχή των τρουμπαίων τη δεκαετία του 1960, ενώ δεν μπορώ να βρω από πότε λέγεται στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με σχετικά άρθρα στο Ιντερνέτι, η κονσοματρίς δεν είναι απαραίτητα πόρνη.

«Η κονσοματρίς δεν καταλήγει απαραίτητα στο κρεβάτι. Η δουλειά περιλαμβάνει τη συντροφιά στο μπαρ με ποτά, είναι φυσικά ερωτικοποιημένη παρέα αλλά δεν περιλαμβάνει το σεξ. Οι άντρες πάνε να πιούνε με γυναίκες, να χαλαρώσουν, αναζητούν την ευκαιρία μιας γνωριμίας και ίσως και μιας σχέσης, το σεξ δεν είναι αυτοσκοπός. Εκεί μέσα ο άνδρας δεν είναι κυνηγός, και δεν έχει ρίσκο. Γι' αυτό και συχνά, οι σχέσεις που δημιουργούνται καταλήγουν ακόμα και σε γάμο. [...] Η έρευνα ξεπέρασε τα δύο χρόνια, ξεκίνησα από Αθήνα, πήγα Ξάνθη, Ιεράπετρα, Τρίπολη, Κόρινθο, Αργος, ουσιαστικά ακολουθούσα κάποιες γυναίκες στις κινήσεις τους με μερικές από τις οποίες έχω ακόμα σχέσεις». Και σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε; «Η έρευνα αυτή μου επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ένα συνεχές οικονομικών και σεξουαλικών ανταλλαγών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, από το ευκαιριακό σεξ, την αγοραία σχέση έως και τον γάμο». (Ο ερωτικός μας πολιτισμός).

Σήμερα ο όρος είναι πεπαλαιωμένος, οιονεί μπαμπαδισμός. Μια στριπτιτζού/λικνιτζού/φραπεδιάρα δεν θα αποκληθεί κονσοματρίς, ακόμη κι αν μέρος της δουλειάς που κάνει είναι το πουτό μαζί με τον χουρό. Οι κονσοματρίς είναι περισσότερο όχι αυτές που δουλεύουν στα γκλαμουράτα στριπ-κλαμπ, αλλά σε πιο παρακμιακά κωλόμπαρα, τα κονσοματζίδικα. Συχνά οι κονσοματρίς είναι πιο μεγάλες σε ηλικία, λιγότερο όμορφες και γκλαμουράτες από τις τζούδες και τις τρύπερ, και απευθύνονται σε αντίστοιχης ηλικίας και ωριμότητας (#not) θαμώνες ζαχοπουλάδικων. Ό,τι όμως χάνουν σε ομορφιά και νιάτα το κερδίζουν σε εμπειρία ζωής και ψυχολογία, καθώς έχοντας σπουδάσει στην Εκόλ Νορμάλ Συπεριέρ ντε λα Βι δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά από τις ψυχανάλατες γιαλόμες.

"Μαθαίνω τους πελάτες να διαβάζω"

Οι γυναίκες εκεί στολίζονται με τέτοια επιμέλεια μόνο και μόνο γιατί γνωρίζουν ότι το μάτι του άνδρα είναι πιο εξελιγμένο από το μυαλό του. Συνήθως συναντάς κοπέλες ή μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, την Πολωνία, την Βουλγαρία, τη Ρουμανία και ελάχιστες Ελληνίδες που θέλουν να συμπληρώσουν το εισόδημα τους. Τα σώματα τους σε σχέση με των χορευτριών είναι ταλαιπωρημένα. Περισσότερο πρησμένα και τα μάτια στο πρόσωπο βαθαίνουν, σημαίνοντας κούραση. Οι κονσοματρίς ξέρουν πώς να κάνουν έναν άνδρα να χαρεί. Άμεσα ή υπαινισσόμενα μιλούν για το σεξ. Η φαντασίωση της πιθανότητας της σεξουαλικής συνεύρεσης καλλιεργείται συστηματικά αλλά αναβάλλεται επ’ αόριστον με ταχυδακτυλουργικούς τρόπους. Ικανές να μιλάνε για το πόσο καλές μητέρες είναι πριν αφεθούν. (Εδώ).

Αν πιστέψουμε τα άρθρα του Διαδικτύου, η δουλειά των κονσοματρίς είναι περισσότερο κοντά σε ψυχολόγο παρά σε πόρνη. Βλ. παρακάτω.

Επάγγελμα κονσοματρίς. Με τι ψυχολογία έρχονται οι άντρες στο μπαρ; Έρχονται άτομα που έχουν προβλήματα, παντρεμένοι και απογοητευμένοι πιο πολύ. Ο καθένας εκεί μέσα μπορεί να βγάλει ό,τι του ρθει εκείνη τη στιγμή, ό,τι ανωμαλία έχει. Ένας άνθρωπος έξω δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτός. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς έξω δεν τολμούν να μιλήσουν σε κοπέλα, μου το ΄χουν πει πάρα πολύ, λένε «θα έτρωγα χυλόπιτα». Είναι παντρεμένοι, είναι λεύτεροι, είναι νεαροί, είμαστε κάτι σαν ψυχολόγοι. Λένε σ΄ εμάς αυτά που δεν λένε σε άλλους, κάθε είδους ανωμαλία. Τι σου λένε δηλαδή; Τα προβλήματά τους με τις γυναίκες τους και με κάποιο τρόπο επειδή γινόμαστε ψυχολόγοι τους δένονται μαζί μας. Κι έρχονται, ξανάρχονται, μπορεί να φάνε σκάλωμα μαζί σου και σου λένε τα ίδια και τα ίδια. Εγώ έχω πελάτες που έρχονται και τρεις φορές την εβδομάδα ο καθένας. Έ, δεν θ΄ αλλάξει ρεπερτόριο. Μου λέει «έχω προβλήματα μαζί της, μου κάνει το ένα, μου κάνει το άλλο» Και πολλά κορίτσια παθαίνουν κρίσεις πανικού απ΄ αυτό. Μια φίλη μου που κάνει τη δουλειά 15 χρόνια παίρνει χάπια κατάθλιψης. Πίνει όλο το βράδυ, ξυπνάει το πρωί αισθάνεται τρόμο. Υπάρχει άγχος, μπορεί να φύγει μια κοπέλα χωρίς ένα ευρώ, εμείς δεν έχουμε μισθό. Αν δεν κάνει ποτά Και ποτέ δεν πρέπει να δείξεις ότι έχεις προβλήματα, επικεντρώνεσαι στα δικά του ενώ εσύ αυτό που σκέφτεσαι όταν πηγαίνεις κοντά του είναι τα χρέη σου, η οικογένειά σου, οι περισσότερες έχουν παιδιά. (Εδώ).

Ωστόσο, αυτή η συγκριτικά ειδυλλιακή εικόνα που παρουσιάζεται στο ιντερνέτι ενδέχεται να απέχει από την πραγματικότητα που μπορεί να υποκρύπτει πολύ μεγαλύτερη εκμετάλλευση των γυναικών αυτών. Πάντως το κονσοματρίς είναι ένας όρος που φαίνεται να καλύπτει μια γκρίζα ζώνη, καθώς χαρακτηρίζει γυναίκες που δραστηριοποιούνται όχι μόνο σε κωλάδικα, αλλά και σε σκυλάδικα, που προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αυξήσουν τον τζίρο τους. Κατά συνέπεια, είναι και βαριά προσβόλα να πεις μια σκυλού κονσοματρίς.

Κατερίνα Στανίση: Ξέρεις, ειδικά τότε, ο πελάτης είχε μεγάλη δύναμη και πάντα δίκιο. Αν σε ζητούσε ένας θαμώνας κι εσύ δεν πήγαινες, μπορούσε να το πει στον μαγαζάτορα και να σε διώξει. Θα έπαιρνε άλλη τραγουδίστρια, που θα μιλούσε στους πελάτες. Σιγά το δύσκολο! Αλλά δεν υπήρξα ποτέ κονσοματρίς, πάντα ήμουν τραγουδίστρια. Αλλά τότε επιβαλλόταν να πας στον πελάτη να πείτε δυο λόγια. Η νύχτα ήταν σκληρή και αλύπητη. Θα έχανα τη δουλειά μου! Αυτό ήταν τότε το σύστημα. Γιατί να λέμε ψέματα στον κόσμο;». (Εδώ).

Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά ως μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο, ο οποίος προσπαθεί με πλάγιους τρόπους, όπως με σεξουαλικά δελέατα, να αποκομίσει οφέλη. Γενικά στον "χαρακτήρα" της κονσοματρίς είναι να τάζει πολλά και να πραγματοποιεί λίγα, ενώ υποδαυλίζει έναν άπειρο πόθο. Οπότε και μεταφορικά μπορεί να χαρακτηρίσει γυναίκα ή και άντρα που προσπαθεί να κερδίσει το μάξιμουμ που μπορεί προσφέροντας τα λιγότερα.

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το αρρωστούργημα του μεγάλου μας λογοτέχνη και πολιτικού Πέτρου Τατσόπουλου Η Καρδιά του Κτήνους

-Τι σπούδαζες;
Υπομονή... Υπομονή...
-Πολιτική Επιστήμη.
Η απάντησή μου την έριξε σε βαθύ συλλογισμό. Στενοχωρήθηκε.
-Δουλειά που πήγες και διάλεξες...
Δεν πιστεύω να έπεσα σε πτυχιούχο κονσοματρίς που σνομπάρει τη σπουδαιότητα της δικής μου επιστήμης.
-Δεν σε κατάλαβα.
-Λέω δουλειά που διάλεξες.
Επανάλαβε εκλαμβάνοντας μάλλον την απορία μου για βαρηκοία. Αλλά συνέχισε κι επικάλυψε το παλιό μυστήριο των σπουδών της με νέο:
-Δεν βλέπεις που τους πήραν σβάρνα και τους καθαρίζουν έναν έναν;
Ανησύχησα. Δεν είχα πληροφορηθεί τη συνωμοσία εναντίον των πολιτικών επιστημόνων και ζούσα με την αυταπάτη πως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, πεθαίνουν από φυσικά αίτια, το πολύ έως τροχαία.
-Άσε που είναι σάπιοι έως το κόκκαλο!
Ήξερε τόσα πολλά για τη διαφθορά του ακαδημαϊκού κατεστημένου;
-Για μια ψήφο πουλάνε την ψυχή τους στο διάβολο.
Όλα τα μαγειρέματα στις εκλογές διδακτικού προσωπικού; Μήπως δούλευε επιμελήτρια τα πρωινά;
-Ποτέ μου δε χώνεψα τους πολιτικούς.
Ένας προβολέας ξάφνου άναψε στο νου μου και φώτισε τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. [...]
-Γλυκό μου κορίτσι άλλο οι πολιτικοί επιστήμονες και άλλο οι πολιτικοί.

Εδώ

Ακολουθεί μια συγκριτική κωλομπαρολογία που δείχνει μια μετάβαση από το καραμελόδραμα....

"Είμαι του μπαρ, μα είμαι κυρία"

σε μια πιο προσγειωμένη κατάσταση από το Λίλιαν.

Ο τύπος στη γωνία

Σύγκρινε με τον κλάδο των στριπτιτζούδων (και των ηλεκτρολόγων):

Τι κι αν είμαι στριπτιτζού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νυχτοπερπατά, δηλαδή επιδίδεται σε δραστηριότητες, όπως pub-crawling, bar-hopping, party-crashing*, clubbing* και Ταλιμπάν.

Η λέξη δεν είναι νεώτερη κουλεζιά των τρεντυφατσουλακίων, αλλά υπάρχει τουλάστιχον απ' το 1928, απ' το ιστορικό ρεμπέτικο «Νέοι Χασικλήδες».

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, Πρώτο Θέμα:

Η κυρία Σαχλαμούνα, υπόδειγμα αφυδατωμένης πουρίτσας κρυφαδερφής, από αυτές που βλέπεις να παραπατάνε ξημερώματα καθημερινής στις παρόδους της Φυλής, αναζητώντας τον δήμιό τους, μπας και λυτρωθούν επιτέλους από την αθλιότητά τους. Η κυρία Σαχλαμούνα φυσικά στερείται ακόμα και την απελπισμένη αξιοπρέπεια που φοράει σαν περήφανο κασκόλ και ο πιο παραιτημένος νυχτοπερπατητής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ:

Νέοι Χασικλήδες.

Έμαθα πως παίζεις ζάρια, πως είσαι χασικλής,
είσαι μάγκας, τσικ λεβέντης, νυχτοπερπατητής.

Έλα μαγκάκι μου μικρό που χω δυο χρόνια να σου πω.

Τούρνε και τούρνε... τουρνέ και ναι
πες μου ρε μάγκα μου το ναι.

Μου παν είσαι μοσχομάγκας, είσαι και μπελαλής
εξηγείσαι στις ταβέρνες, είσαι και νταβατζής.

Έλα μαγκάκι πες το το ναι και ό,τι θέλεις από με.

Τούρνε και τούρνε... τουρνέ και ναι
πες το ρε μάγκα μου το ναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Στο μπουρδελοϊδίωμα, αποτελεί τεχνικό όρο ειδικά για την στριπτιτζού.

Όχι δηλαδή ότι οι άλλες κορασίδες δεν ξεβρακώνονται, αλλά η διαφορά είναι ότι οι τζούδες μόνο ξεβρακώνονται (που λέει ο λόγος δηλαδή), ενώ οι άλλες γαμιούνται κιόλας.

Εξάλλου, ο όρος χρησιμοποιείται μειωτικώς κυρίως για να πλήξει την ψευτογκλαμουριά του σωληνάδικου, με το να αναδείξει την ταπεινή κοινωνική προέλευση (τ. Sans-culottes) των εν λόγω κορασίδων, που τις κάνει μάγκες και ντίβες ο κάθε αγαπούλης, ενώ κατά την πιο κυνική άποψη των παλαίμαχων στριποβετεράνων, που χρησιμοποιούν τον όρο, αποτελούν απλώς αποπροσανατολισμένες βλαχάρες, που δεν αξίζουν το όλο φαντασιακό παίγνιο.

  1. Ναι ρε για να πηδήξουμε μια ξεβράκωτη τώρα να κάνουμε ολόκληρο επιτελικό σχέδιο. Καλααααααααααααά (Απάντηση σε θρεντ: «Πώς ρίχνουμε στριπτιτζούδες»)

  2. Θα ερθεις για λιγο οπως λες και θα κυνηγας τις ξεβρακωτες; (Απάντηση σε θρεντ «Που πάνε για μπάνιο οι στριπτιτζούδες;»)

ξεβράκωτη μοτο (από dryhammer, 18/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified