Further tags

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόπιομα, αυτό που μένει από το ποτό στο ποτήρι και κατ' επέκταση το κακής ποιότητας κρασί ή άλλο ποτό. Ίσως από το ενετικό vadagno. (Δες).

Μας κέρασε βιδάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα ιταλικής προέλευσης (ίσως από το pace [=ειρήνη] και την έκφραση siamo pace [=είμαστε ισόπαλοι]). Είναι συνώνυμο του επιρρήματος ίσα, υπονοώντας όμως ότι αυτή η ισορροπία έρχεται σαν ισοστάθμιση, εξίσωση ή ανταπόδοση.

Συναντάται στον λόγο είτε μόνο του, είτε με τα ρήματα είμαι, γίνομαι, έρχομαι σχηματίζοντας εκφράσεις που έχουν και μονολεκτικό τύπο πατσίζω.

  1. - Λοιπόν, από τα δύο χιλιάδες εγώ παίρνω χίλια ευρώ, κρατάω και από τα δικά σου τα τριακόσια που μου χρωστάς και σου δίνω εφτακόσια. Είμαστε πάτσι;
    - Πάτσι.

  2. - Λοιπόν, έχουμε χάσει ήδη δυο παιχνίδια. Σοβαρευτείτε στα επόμενα δύο μπας και πατσίσουμε, γιατί βλέπω να μας παίρνουν και τα σώβρακα αν συνεχίσουμε έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής φράση. Ως επιφώνημα σημαίνει «τρέλα!» ενώ ως επιθετικός προσδιορισμός, σημαίνει «τρελός/ή/ό», με την έμφαση να πέφτει στην άγνοια κινδύνου - στα όρια του απονενοημένου διαβήματος - που συνοδεύει μια ανορθολογική, παράτολμη, και γενικά φεύγα και γεια σου πράξη.
Προέρχεται από το «άλμα/πήδημα του θανάτου», το γνωστό νούμερο του τσίρκου, το οποίο προφανώς είχε γίνει γνωστό με την ιταλική του ονομασία, λόγω των ιταλικών καταβολών του τσίρκου ως θεάματος.

Το να κάνεις το άλμα στο κενό ή στην άλλη πλευρά (αυτή του παραλόγου) ως συνώνυμο της τρέλας ανακλάται φυσικά και στο κλασικότατο σαλτάρω.

Η φράση χρησιμοποιείται και σχεδόν κυριολεκτικά στην ειδησεογραφία σε σχέση με αυτόχειρες, και παίζουν και άπειρα λογοπαίγνια-σεφερλισμοί λόγω «πηδήματος».

- Πάω να της μιλήσω...Λίλιαν είπαμε;
- Σάλτο μορτάλε φίλε...
- Λες δηλαδή να πηδήξουμε
- μμμμ....

ΚΑΙ σαλταρισμένος ΚΑΙ σαλτάρει (από Galadriel, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.

  1. Άρθρο του Ριζοσπάστη: Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
    Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.

  2. Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη: «Θα τους πάρω με το ματσούκι
    Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified