Further tags

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστο και κοινότατο επίθετο εις βάρος μη μεμυημένου ανθρώπου (άραγε πανηγυρικά αναγκαστικής λείας), είτε στην καθημερινή αστική συναλλαγή (δηλ. αγαθιάρης / άπειρος / αγνός που οφείλεται στην ηλικία / μόρφωση / αντίληψη / συναισθηματισμό / κοινωνική καταγωγή κλπ), είτε στα ενδότερα μιας συγκεκριμένης συντεχνίας (καταχρηστικά, αφού κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα -εξ άλλου επτασφράγιστα- μυστικά κάθε σιναφιού, της νυν και αεί προ-βιομηχανικής Ελλάδας κι ας κοκορεύονται οι μεμυημένοι παίζοντας μπάλα στην έδρα τους, βλ. σχόλια λήμματος σχολιό).

Ενώ λέγεται και στην καθομιλουμένη, στην παλιότερη αργκό είχε την ιδιαζόντως υποτιμητική σημασία του θύματος και σήμερα παρατηρείται η αναβίωση της λέξης σε αργκοτική χρήση (όπως και της λέξης «θύμα») με την αυτή σημασία.

Χρησιμοποιείται με το μεταβατικό ενεργητικής διάθεσης ρήμα «πιάνω / -ομαι».

Ως ιδιωματικώς αμετάβατο σε μέση πλάγια (ή περιποιητική ή ωφελείας!) διάθεση, μπορεί μόνο να απαντηθεί στην σπανιοτάτη όσο και ακραία περίπτωση, κατά την οποίαν ο αετονύχης ειδοποιεί το θύμα περί το κοροϊδιλίκι του, ακριβώς κατά την στιγμή που το εξαπατά: «Πιάνομαι (=κονομάω) κορόιδο!»

Αντίστοιχα ισχύουν και με το μεταβατικό ρήμα α' συζυγίας «σπάζω» (ενεργητικής + παθητικής διάθεσης), που απέκτησε νεωστί παθητική φωνή, ως αμετάβατος ιδιωματισμός «σπάζομαι/σπάστηκα», ενώ αντίστροφα το αμετάβατο παθητικής διάθεσης ρήμα «χαλάω», έγινε μεταβατικό μέσο αυτοπαθές (ή ευθύ) «χαλιέμαι».

Εννοιολογικά, το ρήμα πιάνω /-ομαι + κορόιδο, έχει την σημασία της κατάληψης εξ απίνης και της συνεπαγόμενης αιχμαλωσίας του θύματος από τον θύτη.

Ετυμολογικά, προέρχεται απο την κουρά (<κείρομαι) των εριφίων (κατά τον γλωσσολόγο-αν/χη Κατσάμπελα), ως κουρό-γιδο.

Σε πολλούς λαούς εκτός από τον ελληνικό, η κώμη και η γενειάδα αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, της ευρωστίας και της ομορφιάς. Το κούρεμα και δη το φορσέ, θεωρείται αναντάμ- μπαμπαντάμ δεινό για την αξιοπρέπεια του ατόμου. Εξ ου το ρήμα «κουράζομαι» = άχθομαι, στεναχωριέμαι, βαρυγκομώ.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, διατηρούσαν πλούσια μαλλιά, τα οποία έκοβαν σε περίοδο πένθους.

Οι βυζαντινοί κούρευαν άτσαλα όσους διαπόμπευαν ή λύντσαραν.

Οι δυτικοί κούρευαν ή αφαιρούσαν την διακοσμητική περούκα, σε όσους επρόκειτο να εκτελεσθούν (βλ. την Εσμεράλδα στην «Παναγία των Παρισίων», Ιωάννα της Λωραίνης, Μαίρη Στιούαρτ κλπ).

Τα παληκάρια του ’21 κούρευαν και ξούριζαν με το μαχαίρι τους κιοτήδες και τους μπαμπέσηδες (βλ. «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μπαϊρακτάρης, ξεφτίλιζε τα κουτσαβάκια, κόβοντάς τους το τσουλούφι και το μουστάκι.

Οι καταδικασθέντες με το Νόμο 4.000/1958, κουρεύονταν με την ψιλή και διαπομπεύονταν δημοσία.

Ορισμένοι ΕΛΑΣίτες (όπως και οι Γάλλοι ΜΑΚΙ) κούρευαν τα κορίτσια ελευθερίων ηθών, επειδής (λέει) πήγαιναν με Γερμανούς ή Εγγλεζάκια.

Ο Λαδάς επί Χούντας, ξαπόστελνε τα καρακόλια στους δρόμους, να κόψουνε τα μαλλιά των «χίππηδων».

Στον στρατό (και μέχρι πρότινος στο σχολείο και στη φυλακή), το υποχρεωτικό κούρεμα ισοδυναμεί με εξάλειψη της ατομικότητας. Οι επικλήσεις-αντιπαραβολές της μακράς κώμης του Καραϊσκάκη προς αυτήν ενός προσαχθέντος διαμαρτυρομένου μανιάουρα, ελάχιστα πείθουν τους μπάτσους κατά τις «εξακριβώσεις».

Άλλωστε, μέχρι πρότινος (καμιά 20 χρόνια), όταν κάποιο παιδάκι ερχόταν στο σχολείο φρεσκοκουρεμένο, είτε λόγω σχολικής πειθαρχίας (παλιότερα οι άρρενες μαθητές ήταν άπαντες «εν χρώ κεκαρμένοι» και βάζανε πηλίκια με την κουκουβάγια να καλύψουνε την κουρούπα) ή ένεκα πρακτικών λόγων (δηλ. για να μην πιάνουν ψείρες, ενώ επιπροσθέτως τα έλουζαν και με ξίδι), είτε λόγω αμφισβητούμενης αισθητικής ή οικονομίας (για να μην πληρώνουνε μπαρμπέρη κάθε τρεις και λίγο) των γονιών, τα άλλα μαθητούδια του φώναζαν «κουρεμένο γίδι!» μέχρι να γίνει καυγάς ή να βαρεθούνε και να σκάσουνε.

Υφίσταται και ως γνωστό και αμφίβολης προαίρεσης παιδικό παιχνίδι «το κορόιδο», όπου καλείται ένα παιδί να μπει στη μέση ενός κύκλου παιδιών και κυνηγά τη μπάλα που πασάρουν γρήγορα οι άλλοι μεταξύ τους κι όταν την πιάσει, μπαίνει στον κύκλο αυτός που την έχασε κ.ο.κ.

Αντίστοιχα, η παιγνιώδης έκφραση λέγεται και στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα ψευτοπασάρει την μπάλα μεταξύ των παικτών της, αποφεύγοντας να παίξει (συνήθως αφού κερδίζει για να «ροκανίσει το χρόνο» μέχρι τη λήξη του μάτς), ενώ οι αντίπαλοι κάθιδροι τρέχουν να την προλάβουν μπας και ισοφαρίσουν.

Περί του ποιος θεωρείται κορόιδο στην Ελλάδα, ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει το λήμμα ξύπνιος, δηλαδή τον αντίποδά του δίκην αρνητικού ορισμού, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.

Πάντως, το κορόιδο είναι ο αποδιοπομπαίος και διαπομπευόμενος τράγος της κοινωνίας, που δεν αναγνωρίζει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θύματος-θύτη, όπως τα ζώα. Ο αγαθός γίγαντας Γκρισίνο, δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γενναιόδωρα παραχωρούν στον άλλο την θέση του κορόιδου, αφού το δικαστήριο της ανθρώπινης ψυχής δέχεται άνευ ετέρου τινός την ομολογία του άλλου σε ενοχή, ενώ για την επίκληση αθωότητας διατάσσει αποδείξεις.

Παράγωγα: Κοροϊδεύω=σκώπτω / ειρωνεύομαι / εξαπατώ / κάνω πλάκα κλπ, κορόιδο γίνεσαι; (=ασφαλώς συμφωνώ/βέβαια, κατά τα «πλάκα με κάνεις;» / «χαζός είσαι;» κλπ), μη γίνεσαι κορόιδο, κοροϊδάρα, κοροϊδίστικος, κοροϊδάκι, κάνε το κορόιδο (προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις, κατά το «κάνω το Γερμανό / Αμερικάνο / Κινέζο» / «κάνω την κυρία» κλπ, την κορόιδα μου κάνεις; (τον ψόφιο κοριό), το κοροϊδιλίκι σου δεν έχει φράχτη/σπάει τζάμι κλπ.

Παρόμοια: Πιάνομαι Κώτσος (μετωνυμικώς εκ του αφελούς επαρχιώτη με το τυχαίο όνομα «Κώστας»), θύμα, αναμπαίζω (βλ. Φιδέμπορας), μπαίγνιο, ξεφτίλα, ρόμπα, ρεντίκολο, άθυρμα, Αμερικανάκι;, Τζώνης (εγγλεζάκι-αμερικανάκι), ζυμάρι, ψημάρ(ν)ι, γελάνε κι οι σαύρες με το χάλι σου, σε κλαίνε και τα ρεγγοκέφαλα, σε πήρανε χαμπάρι κλπ.

Σχετικά: «Αλίμονο στους νέους» (που έχει εφαρμογή και στον στρατό ως ιαχή παλιών), όπου ο σωφέρ Ντούζος κλέβει το «κορόιδο» τον αφεντικό του, «Κορόιδο γαμπρέ» με τον Αυλωνίτη, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» με τον Ηλιόπουλο, «Κορόιδο άδικα περνάς» (παλιό ρεμπέτικο), «Καθάρισε τη θέση σου» Β. Τσιτσάνης (αποκαλεί κορόιδο τον αντίζηλό του), «Ο Γρηγόρης» (σκυλοτράγουδο του ’60, λέει «βρέ Γρηγόρη πώς τα έχεις κάνει ρόιδο-σύ το ζόρικο αγόρι- πώς επιάστηκες κορόιδο»), «Τα κορόιδα οι αρχαίοι» (βιβλίο Γ. Μαρμαρίδης) κλπ.

Σημειωτέον ότι οι εκφράσεις «κάνω τον Γερμανό» ή το μεταγενέστερο «κάνω τον Αμερικάνο» (=κάνω ότι δεν καταλαβαίνω / την κορόιδα), επινοήθηκαν κατά σειρά εμφανίσεως ξένων στρατών κατοχής (!) στην Ελλάδα, ενώ ο δόλιος ο Κινέζος (εκτός της εν Ελλάδι παρουσίας Απωασιατών κατά τον 1ο Παγκόσμιο στη Σαλονίκη ως αποικιακές εφεδρείες που τραβολογούσανε μαζί τους οι «σύμμαχοι»), ήρθε με κάθε άλλο παρά κατακτητικές διαθέσεις. Και η αναφορά σ’ αυτόν, γίνεται μόνο και μόνο λόγω ασυνεννοησίας.
Κανείς ποτέ όμως δεν είπε «κάνω τον Ιταλό», μ’ αυτή την έννοια...

Οι Γερμανοί κι οι Αγγλο-αμερικάνοι «Τζώνηδες» φαντάροι, είτε οι πρώτοι ως βεριτάμπλ κατακτητές είτε οι λοιποί ως «σύμμαχοι», γαμούσανε και δέρνανε στην Ελλάδα (όπως συνεχίζεται σήμερα στη Σούδα), αλλά δεν καταλαβαίνανε (ούτε και θέλανε να καταλάβουνε) τη γλώσσα και τα έθιμα του τόπου και γι’ αυτό τα μαγκάκια, κοιτάγανε να τους φάνε κάνα φράγκο (π.χ. στον παπά / μπαρμπούτι ή στα λειψά τσιγάρα στις κούτες ή τσούρνεμα πράσου απο την πουτάνα στο μπουρδέλο) ή να κάνουνε μικρο-εμπόριο με στρατιωτικό υλικό (π.χ. μεταπουλούσαν καναν αμερικάνικο ναυτικό επενδύτη, βλ. και τα λεγόμενα «κασμήρια θαλάσσης» = γιουσουρουμτζήδικα υφάσματα δήθεν εισαγωγής με τράμπα απο ναυτικούς) ή εν ανάγκη και να το βουτάρανε (π.χ. σαλταδόροι που κλέβανε γερμανικό ψωμί, όπλα, ρεζέρβες αυτοκινήτων γερμανικών και κατόπιν εγγλέζικων οχημάτων κλπ), για να το πουλήσουνε στη μαύρη αγορά, εκ πείνης (βλ. καλώς ήρθε το δολλάριο!).

Οι Γερμαναράδες και τα Αγγλο-αμερικανάκια κάνανε χαμογελώντας «Γιά» και «σούαρ» και τέτοια, αφού δεν πολυκαταλάβαιναν τι διαμείβεται, αλλά δεν παρέλειπαν να ρίχνουν στο ψαχνό, όταν παίρνανε πρέφα το μπαλαμούτι.

Τα παλληκαράκια που πέσανε στη μάχη της μπομπότας, ήταν και τα μόνα που δεν φύγανε κοροϊδίστικα...

- Ρε γαμώτο, πάλι χώθηκα να πάω στη δουλειά το Σάββατο. Μόνο σ’ εμένα λέει το αφεντικό, αφού όταν πλακώσει δουλειά, οι υπόλοιποι κάνουν τον ψόφιο κοριό. Μαύρο Παρασκευόβραδο θα κάνω... - Άντε μωρή κοροϊδάρα! Αφού σ’ έχουνε πάρει χαμπάρι όλοι! Γράψ’ τους όλους στ’ αρχίδια σου και πάμε για μπανάκι το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει γρήγορα και πολύ.

-Κοίτα ρε μαλάκα αυτόν τον χαυταλεύρα, έχει φάει 2 πιτόγυρα με μια μπουκιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευκολόπιστος, αφελής και λοιπές διαβαθμίσεις του χαζού, βλάκα κλπ.

Ρε τον μπουνταλά, πάλι του τη φέρανε.

(από Khan, 30/08/13)

Βλ. και τουντς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως σωστά έχει επισημανθεί από πολλά άτομα, οι λέξεις που σχετίζονται με την ιδιότητα του μαλάκα στη χώρα μας είναι πάρα πολλές. Όπως οι Εσκιμώοι έχουν τις... λέξεις για τον πάγο και το χιόνι, οι Κοζάκοι για τα άλογα (βλ. σχόλιο Βασίλη-7 στο λήμμα μαλέφας), εμείς έχουμε τις... λέξεις για τον μαλάκα.

Διακεκριμένοι επιστήμονες, έχουν γράψει τις... μελέτες για την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη γλώσσα. Έτσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίον, στη χώρα που άκμασε προ αιώνων το αθάνατο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και ακμάζει σήμερα η μαλακία, έχουμε πολλές μαλακοειδείς λέξεις.

Αν ήταν, η μαλακία επιστήμη... τότε στα σίγουρα, η κάθε σχετική λέξη με τη λέξη μαλάκας, θα μπορούσε να σχετίζεται με έναν αυτόνομο μεταπτυχιακό κύκλο σε κάποιο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ (πού αλλού;)

Ο όρος «μαλάκας υπηρεσίας», θυμίζει αξιωματικό υπηρεσίας, λοχία υπηρεσίας, κλπ, αλλά εδώ είπαμε... έχουμε να κάνουμε με μαλάκα. Για να δούμε λοιπόν, σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να αναφερθεί ο όρος;

Ως μαλάκας υπηρεσίας θα μπορούσε να θεωρείται:

- Κάποιος μαλάκας (μαλακάκος, μαλάκας με πατέντα, γκράντε μαλάκας, οποιοσδήποτε. Όλοι οι καλοί μαλάκες χωράνε) που σε δεδομένη στιγμή λέει, ή κάνει κάποια μαλακία, υπηρετώντας έτσι την «επιστήμη» της μαλακίας.

- Κάποιος που χωρίς να θεωρείται μαλάκας, είπε ή έκανε σε ανύποπτο χρόνο ερασιτεχνική, εθελοντική προσφορά στη μαλακία. Μπορεί να 'χε το ακαφελόγιστο, μπορεί να 'ταν μπαγιάτικο μύδι απ' την εξάντληση... Δεν παίζει ρόλο. Την προσφορά του, την έκανε.

- Κάποιο πρόσωπο με θεσμοθετημένο ρόλο, αντί να υπηρετεί το ρόλο που του ανετέθη, φαίνεται πως υπηρετεί άλλο ρόλο. Το ρόλο του μαλάκα. Φυσικά, μαλάκας υπηρεσίας θεωρείται κι αυτός που συνέβαλε σ' αυτό. Π.χ: θεωρείται έτσι, ένας μαλάκας πρωκτυπουργός, αλλά κι ο «κυρίαρχος» λαός που τον ψήφισε.

Σε αυτή τη χώρα πάντως, από δυο πράγματα δεν πάσχουμε. Από ελπίδα και από μαλακία. Γι' αυτό και μονίμως τρέφουμε ελπίδες, για τον νέο πρωθυπουργό (που μπορεί να είχε ξανακυβερνήσει στο παρελθόν και να φόρτιζε στο μεταξύ σε φάση αγρανάπαυσης). Κάνουμε τη μαλακία να τον ψηφίσουμε, και μετά σα μαλάκες της παρέας, τρώμε στη μάπα ένα ακόμα μαλάκα με πατέντα. Αφού σιγουρευτούμε πως τη φάγαμε, αγνοώντας πως το 'χουμε ξανά δει το έργο (λες κι είναι ταινία της Φίνος Φίλμ), ανυπομονούμε για το πότε θα 'ρθει η ώρα, να ξανακάνουμε τη μαλακία, να βγάλουμε τον επόμενο μαλάκα.
Ρε αν η ελπίδα κι η μαλακία είχαν αξία, ζάπλουτοι θα 'μασταν.

- Κάποιος γκόμενος κάποιας, από κάποιους πρώην της (που αυτή έτζασε), ή από κάποιους επίδοξους εραστές της (που τους πρόσφερε χυλόπιτα).

  1. Από πρόσφατο αληθινό περιστατικό στην εταιρεία.

Οι υπάλληλοι βαράνε μαλακία στους κουλούς (τουτέστιν δεν κάνουν τίποτα) και το 'χουν ρίξει σε κοινωνική κριτική. Σε κάποια φάση γίνεται κουβέντα για τη μαλακία κάποιου, που σημειωτέον δεν είναι ο μοναδικός μαλάκας της παρέας. Ξαφνικά... εμφανίζεται ένα άτομο (Γιάννης) και φτάνει ακριβώς, στο εξής σημείο της κουβέντας.

Βασίλης:
- Βρήκε ο μαλάκας φθηνό απορρυπαντικό στα Λίντλ κι αγόρασε 170 κιλά!
Γιάννης:
- Χα! Ποιος ήταν ο μαλάκας υπηρεσίας βρε παιδιά; Έχουμε πολλούς, που να πάρει.

  1. - Καλά ρε μεγάλε... Να κάνει τη μαλακία κανένας άσχετος να πω εντάξει. Αλλά εσύ που 'σαι γκουρού σ' αυτά, να πας να πιστέψεις τις μαλακίες αυτού του μπιριμπριτζή πωλητή και να αγοράσεις αυτή τη.... μπαγκατέλα; Τίποτα. Τίποτα. Ήσουν ο μαλάκας υπηρεσίας κι η υπηρεσία σου μόλις τελείωσε. Ας μην το κρύψωμεν άλλωστε.

  2. - Αισθάνομαι μαλάκας υπηρεσίας όταν με την ψήφο μου συμβάλλω στο να έρθουν στην κυβέρνηση οι αποτυχημένοι του παρελθόντος.
    - Μην απογοητεύεσαι. Είμαστε απόγονοι των Αφελίμ φίλε. Με δυο λόγια: Μαλάκες είμαστε, μαλακίες κάνουμε, μαλάκες βγάζουμε. Λογικό δεν είναι;
    - Μαλάκες οι απόγονοι των Ε;
    - E... Αυτή σου τη μαλακία πάλι που την πας; Mα άευροςάνθρωπος, να πηγαίνεις να χρεώνεσαι, για να αγοράζεις τα βιβλία του εθνικού συνωμοσιολόγου;

  3. - Τώρα, η παλιοπουτάνα, έχει μαλάκα υπηρεσίας τον Τέρη.
    - Για την πρώην σου, που σε έτζασε, λες, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούμε έτσι:

  • κάποιον που οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα, είτε επειδή χάνει (κάνει τις... μαλακίες), είτε επειδή είναι τίγκα στις ανασφάλειες (π.χ.: σύμπλεγμα κατωτερότητας), μ' αποτέλεσμα να τον έχουν του χεριού τους, να τον εκμεταλλεύονται να τον πιάνουν κότσο, κορόιδο, να του δίνουν τα χειρότερα, τα δυσκολότερα, να μην υπολογίζουν την παρουσία του, να τον ανέχονται, να τον γειώνουν, να τον θεωρούν μπαλαντέρ για κάθε δύσκολη και ανεπιθύμητη κατάσταση (βλ. παρ. 1).
  • κάποιον που αυτός θεωρεί πως οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα μ’ αποτέλεσμα να τον αδικούν και να τον πιάνουν κορόιδο. Πράγμα που ωστόσο θα μπορούσε να μην υφίσταται (βλ. παρ. 2).
  • ο εξυπνάκιας που, νομίζοντας πως είναι πιο ξύπνιος απ' τους άλλους, δεν δείχνει τη στοιχειώδη σύνεση και την πατάει (βλ. παρ. 3).
  • μια κοινωνική ομάδα (με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου), που τα μέλη της θεωρούν πως είναι εξαπατημένα από άλλες κοινωνικές ομάδες, κάτι που μπορεί να συμβαίνει κιόλας (π.χ.: ένα κράτος που το θεωρούν τόσο οι πολίτες του, όσο και οι αλλοεθνείς ως κράτος gtpπροδιαγραφών, ώστε να τρώει απ' τα προηγμένα κράτη, την κοροϊδία και την εκμετάλλευση της αρκούδας, π.χ: εργαζόμενοι σε μια εταιρεία που παίρνουν μισθούς πείνας, βγάζουν τη... δουλεία, ξεσκίζονται σε απλήρωτες υπερωρίες, κ.λπ.). Βλ. παρ. 4.
  1. Να γίνεις λίγο πιο αρχίδι από δαύτους και να κερδίσεις τον διαγωνισμό γκαρίσματος, γιατί αλλιώς για άλλη μια φορά θα είσαι ο μαλάκας της παρέας που θα πρέπει να βάλει νερό στο κρασί του και να υποχωρήσει.
    Δες

  2. Αν δεν μιλούσα, αισθανόμουν ο μαλάκας της παρέας. Αν μιλούσα όμως, φανταζόμουν τους πάντες να αναρωτιούνται πότε θα σταματήσω, για να συνεχίσει η συζήτηση κανονικά.
    Δες

  3. Από τη μια ο μαλάκας της παρέας, που νομίζει ότι είναι μαγκιά να πάει στο σπίτι με τον κύκνο στη μασχάλη, αδιαφορώντας αν αυτό που κάνει θα του κόψει το κυνήγι για πάντα. Δες

  4. Είναι ο μαλάκας της παρέας που όλοι τον κοροϊδεύουν και τον έχουν τρελάνει στο φατούρο. Ο λόγος για το Ελληνικό κράτος.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της αγαθομούνας, δηλαδή ο αγαθιάρης, ο αφελής, ο καλοπροαίρετος μέχρι ανοησίας, τελικά ο μαλακάκος.

Να σημειωθούν:

  1. Ορισμένα (όχι όλα!) θηλυκά ουσιαστικά με β' συνθετικό το -μούνα έχουν αρχίσει να σχηματίζουν και αρσενικό αντίστοιχο. Κλασικό παράδειγμα το κλαψομούνης. Μάλλον όμως αποδίδουμε σ' αυτούς τους άντρες -μούνηδες μια βασικά θηλυκή συμπεριφορά (με την κακή έννοια).

  2. Το αρχαίο ιδανικό καλός καγαθός έχει σλανγκιστεί από το Νεοέλληνα με τελείως αρνητική σημασία ως καλοκαγαθιάρης , δηλαδή αγαθομούνης. Μια θεαματική ανατροπή!

Σύγκρινε: χαζομούνης, χαφτομούνης.

Αγαθομούνης σήμερα, κερατάς αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο μπουνταλάς, ο μπουμπούνας, το χάπατο. Τύπος αφελής, χοντροκέφαλος και πεισματάρης.

Πάντα στο ουδέτερο, το ντουρντουβάκι. Βορειοελλαδίτικη λέξη. Ειδικότερα, συνηθίζεται στην Ανατολική Μακεδονία - και υπάρχει λόγος για αυτό.

Η λέξη χρονολογείται από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Πολλούς νέους τότε οι Βούλγαροι τους έπαιρναν ομήρους και τους έστελναν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα. Οι όμηροι αυτοί λεγόταν ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι είναι παραφθορά του βουλγάρικου тру̀дови войски, τρούντοβι βόιτσκι = τάγματα εργασίας ή, ίσως, του тру̀дов войник, τρούντοβ βόινικ = φαντάρος αγγαρείας. Ανάλογα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν τα τάγματα σκαπανέων στη Μακρόνησο.

Γι΄αυτούς που υπηρέτησαν στα βουλγάρικα τάγματα εργασίας, το όνομα ντουρντουβάκια έγινε μετά την απελευθέρωση τίτλος τιμής. Αλλά, οι αγγαρειομάχοι είναι πάντα παιδιά ενός κατώτερου θεού - και η λέξη αναπόφευκτα κράτησε και την απαξιωτική σημασία που είχε και το тру̀дов войник στα Βουλγάρικα.

  1. - Μα τι ντουρντουβάκι είσαι... τι πόντιος... αντί να μου πάρεις τηλέφωνο για να το προλάβω...μα είναι δυνατόν...! (Από φόρουμ)

  2. Τώρα θα πεις: και πού πάει η ιδεολογία; Ε, είπαμε και αυτή είναι καλή, όταν ταιριάζει ο ωροσκόπος και όταν ο οπουρτουνισμός το επιτάσσει, ενώ πάντα τα ντουρντουβάκια υπακούουν στο όνομα της σοφίας του κόμματος. (Δ. Σκαμπαρδώνης στην εφημερίδα «Μακεδονία», 07/12/08)

  3. Για να μην υπάρξει αντίσταση οι Βούλγαροι έπαιρναν όλους τους νέους σε τάγματα εργασίας, τα Ντουρντουβάκια (στα βουλγάρικα μπουνταλάς στρατιώτης), 70.000 συνολικά παληκάρια.

Τα ντουρντουβάκια τα έπαιρναν στη Βουλγαρία για καταναγκαστική εργασία, μέσα στο λιοπύρι, στα βουνά και τους κάμπους φτιάχνοντας δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δύο ώρες, με ελάχιστο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Οποιος απαρνιόταν την Ελληνική καταγωγή και γραφόταν Βούλγαρος γλύτωνε από όλα αυτά.

(Από συνέντευξη του Δημήτρη Μπατσιούλα, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Ντουρντουβάκια»)

Όμηροι σε βουλγάρικο τάγμα εργασίας (από poniroskylo, 20/03/09)Το εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπατσιούλα (από poniroskylo, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified