Further tags

Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συρμπούκια είναι το γέμισμα, το τιγκάρισμα θα λέγαμε στην αργκό, η υπερπλήρωση π.χ. σε ένα μεταφορικό μέσο (λεωφορείο κλπ), καμιά σχέση με τα σιμπούκια. Από το surbooking.

Μεσ' το λεωφορείο γίνεται το αδιαχώρητο.
- Πω ρε μαλάκα μου, τι έγινε τώρα; Τι συρμπούκια είναι αυτά...
- Ναι ρε γαμώ, ωωω... κοίτα ο εφα-ψίας ρε... όρε γέλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς σινεφίλ ορισμός του ρεψίματος. Όπου ο παραγωγός του ρεψίματος, αμέσως μετά το ρέψιμο που εκτελείται με κίνηση της κεφαλής δίκην βρυχηθμού λέοντος, αναφωνεί: ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ!, το οποίον παραπέμπει και στις γνωστές εισαγωγές ταινιών της περί ου ο λόγος εταιρείας με σήμα το λιοντάρι που βρυχάται δις.

Ο ΡΕΨΑΣ: «Κρρρρρρρρ! Ξέρω και τις άλλες τρεις λέξεις! ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ»
Και η ομήγυρις ανταπαντά: «Σκάστε ρε! αρχινάει ο ΡΑΪΑΝ!»

(για τον γερμανό μεταφραστή) (από Galadriel, 28/05/12)

Δες και λάιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεγονός απίθανο και εξαιρετικά δύσκολο να γίνει πιστευτό. Κατάσταση τόσο ασύμβατη με την κοινή λογική που η ίδια η ουσία της πραγματικότητας φαίνεται να κάνει κοιλιά και να διαστρέφεται.

Προφ προερχόμενο από το κλασικό, περιλάλητο κι αγαπημένο The Matrix, που έδωσε στον κόσμο άλλη μια διάσταση: δε ζεις πραγματικά αυτή τη ζωή, πρόκειται για μια ονειρική κατάσταση που σου υποβάλει ένα τσούρμο μηχανές που ζουν παρασιτικά ρουφώντας τη ζωτική σου ενέργεια, όσο εσύ είσαι βυσματωμένος σε καταστολή μέσα σε σιχαμερά κουκούλια.

Πού και πού αντιλαμβάνεσαι κάτι παραμορφώσεις του χωροχρονικού περιβάλλοντος που οφείλονται σε μπαγκ του προγράμματος κι αν είσαι λίγο ψυλλιασμένος, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ρωγμή στο μάτριξ: δεν είναι αλήθεια αυτό που ζεις, είναι όνειρο, τσιμπήσου για να δεις αν το ζεις αληθινά. Πονάει Νίο; Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;

Ενίοτε η μαγκιά της δημιουργίας ρωγμής στο μάτριξ, της οδυνηρής επαφής με την πραγματική υπόσταση του κόσμου, πέρα από τη βολική άγνοια, αποτελεί αυτοτελή στόχο (βλ. σχετικό παράδειγμα). Μεγάλα φιλοσοφικά διλήμματα χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις, γιατί όπως είπε κι ο Cypher στον αναίσθητο Μορφέα «Αν μας είχες πει την αλήθεια, θα σου 'χαμε απαντήσει να χώσεις εκείνο το γαμοκόκκινο χαπάκι στον κώλο σου».

(σ.ς. Το λένε κι οι εγγλέζοι: matrix hole)

Δικό μου: Ρωγμή στο μάτριξ. Κάμινγκ σουν το ε θίατερ νίαρ γιου. (απίστευτο, ο τζίζας έχει ορίσει ο ίδιος μια ατάκα ελληνικής μικροαστικής μιζέριας).

Δικό μας: Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Ναι, ναι, την είδα modswatch, ελέγχουμε τους μοντς, στηρίζουμε το έργο τους).

Αλλουνών: Ο εντοιχισμός μας στο Μάτριξ συνεπάγεται, ότι η δημιουργία ρωγμής σε αυτό δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς ρωγμή στην παραμορφωμένη μας ύπαρξη. [...] μια ρωγμή στο Μάτριξ προϋποθέτει συνθλιβή κάποιων πολύ στοιχειωδών, πολύ βασικών τμημάτων μας.

Δανεικό: - Είδες τη γκόμενα του Μήτσου; Τη λες άνετο δεκάρι!
- Μαλάκα... κι αυτός μπουχέσας και μπατάκι... Αυτό είναι ρωγμή στο μάτριξ, ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό επιφώνημα αηδίας / ειρωνείας.

Διαφημιστικό μιμήδιο που έγινε βάιραλ σε χρόνο ντετέ λίγο προ των εκλογών του 2012. Συχνά απευθύνεται με μαζοχιστική διάθεση εις εαυτόν, ειδικά όταν κάποιος πρόκειται να σε πηδήξει (Τασούλα εν όψει χουφτώματος Κίτσου, Μπένυ ατενίζοντας προεκλογικά τον Τσίπρα, κλπ). Για να είναι πλήρως αποδοτικό, δέον να εκφέρεται μακρόσυρτα και βουκολικώ τω τρόπω.

Η ανάρτηξις του λήμμαν γίνεται με πάσα επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε εάν θα αντέξει στον αδυσώπουτσο σλανγκικό χρόνο.

- Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει την έκφραση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας από γνωστή διαφήμιση για τον ίδιο ότι «έχει ξεφύγει», ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση από την ίδια διαφήμιση. Τράτζικ»!
(Ποντίκι)

- «Τράτζικ» το δημοτικό συμβούλιο Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης (εδώ)

- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ… ΤΡΑΤΖΙΚ: Τρεις και ο κούκος στην ομιλία Βενιζέλου (εκεί)

- Solarium με αποτέλεσμα.....ΤΡΑΤΖΙΚ.....
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ατάκες, διαφημίσεις, γιουτουμπάκια, γαμήδια, κ.ταλ. εξαπλώνονται αστραπιαία δίκην ιογενών μιμηδίωνε μέσω κοινωνικών δικτύων, μουμουέ, ή από στόμα σε στόμα.

Πρόκειται για συνηθισμένο μηχανισμό εξάπλωσης σλανγκικών νοσημάτων.

Αγγλιστί: to go viral. Βλ. επίσης, viral marketing.

- Το πολυσυζητημένο βιντεάκι της «I am Hellene» έγινε αυτή τη βδομάδα το πιο πρόσφατο ελληνικό βάιραλ με πάνω από 1.000.000 χτυπήματα...
(εδώ)

- ...ιιιι χωρίς πλάκα έχει γίνει βάιραλ!
(Galadriel, αναφερόμενη στην μουνίδα)

- Τράτζικ!
(Μπένι, φορέας σχετικού βάϊρους, προς παιδαριογέροντα Τσίπρα, εκεί)

Κάνε μου βάιραλ (από Vrastaman, 07/05/12)Βάϊραλ απάντηση στην ιογενή Hellene. (από Vrastaman, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του δηθενιά, δηλαδή το αυθεντικό, δη ρήαλ θινγκ, δη ρήαλ σταφ, το πραγματικό και όχι φαντασιακό, επιτηδευμένο, γιαλαντζί ή ντεμέκ. Εκ της αγγλικής λέξης original και της σλανγκικής κατάληξης -ιά. Κάτι, δηλαδή, που έχει κερδηθεί με πόνο και πίκρα. Ως μέρος είναι ό,τι δεν έχει προλάβει να γίνει τουριστίκλα, ούτε δηθενάδικο.

  1. Μάλλον. Παραδοσιακά και διεθνώς οι πιο ρηξικέλευθες μουσικές τάσεις του 20ου αιώνα ξεπήδησαν από την κοκκινότουβλη βροχερή εργατιά του Μάντσεστερ, τα βρώμικα στενά του Ανατολικού Λονδίνου, τα γκέτο του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, το μαύρο περιθώριο του Σικάγο και της Λουιζιάνα. Κοινός παρονομαστής η απόγνωση, η αντίδραση, η απόδραση. Μα και στην Ελλάδα, το ίδιο: τα πιο διαχρονικά μας ρεύματα δημιουργήθηκαν από χασικλήδες στη φυλακή ή από κατατρεγμένους στη δικτατορία. Όταν μεγαλοπιαστήκαμε, κάναμε τον Καρβέλα συνθέτη και το Φοίβο περιζήτητο.
    Παρότι η Αθήνα του 2011 δεν έχει την οριτζιναλιά του Μάντεστερ του 1980 ή της Νέας Ορλεάνης του 1910, έχω μια αίσθηση και μια κρυφή ελπίδα ότι σιγά σιγά ο Έλληνας μαθαίνει να αναγνωρίζει την ψευτιά και την ευκολία και αρχίζει να εκτιμά αυτό που αποκτάται δύσκολα. Αλλά είναι αυτό τελικά που μένει. Στην τέχνη και στη ζωή. (Εδώ).

  2. αν θελεις οριτζιναλια,τοτε θα πληρωσεις σε ολα τα επιπεδα......(Εδώ).

  3. και η πατατούλα οριτζιναλιά και το μισόκιλο χυμα λευκο 1.20 !!!!!!!!!! αναψυκτικό κουτι νομίζω 0,80. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Extravaganza: από τα λατινικά στο μεσαίωνα: extra (=πέρα από, έξω, εκτός) + vagari (από το ρήμα vagor = αναρωτιέμαι, περιπλανάμαι, είμαι ανήσυχος).

Αρχικά υπήρχε το extravagant (τέλη του 14ου αιώνα) που συναντάται σε καταστατικά (νόμους) εκκλησιαστικών εξουσιών (δες).

Πρώτη γνωστή καταγραφή: 1754, με αναφορά σε περίεργη συμπεριφορά, επίσης το 1794 σε μια μη ρεαλιστική γραφική αναπαράσταση. (δες).

Περιπλανιέμαι έξω από τα όρια, σύνορα ή αλλιώς, το βλαχαδερό (μεσαιωνιστί).

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην τέχνη και ειδικότερα για μουσικές ή θεατρικές συνθέσεις ή παραγωγές που χαρακτηρίζονται από χαλαρή δομή, μια επιπολαιότητα, περίτεχνα κοστούμια και σκηνικά. Ακόμα η έκφραση χαρακτηρίζει λογοτεχνικά ή μουσικά έργα που διέπονται από ακραία ελευθερία του ύφους και της δομής και συνήθως από κωμικά στοιχεία.

Μεταφορικά οποιαδήποτε πλούσια ή πολυτελής εμφάνιση, εκδήλωση, συνάθροιση, που έχει ένα καρακιτσαριό για την πάρτη της μαζί με μια ναρκισίζουζα τάση για αυτοπροβολή. Κάτι υπερβολικό, μη ρεαλιστικό, κάτι που στο Ελλαδιστάν ο κάθε φανφαρόζος έχει σε μεγάλη υπόληψη.

  1. Κομμένες λοιπόν οι φανφάρες, οι εξτραβαγκάντζες και οι υποσχέσεις των προηγούμενων ετών.(δες)

  2. ...το πόσο «απλά» και χωρίς εξτραβαγκάντζες ερμηνεύονται οι ρόλοι είναι παροιμιώδες. (δες)

  3. Εξτραβαγκάντζες του τύπου «να έχει και μια ρίγα άσπρη στο πέτο μάστορα;» ή τέσσερα κουμπιά αντί για δύο (άντε τρία) ή μια «τόση δια μικρή γυαλάδα στην ύφανση για να σπάει η μουντρούχα της μαυρίλας» , είναι επιβεβλημένες μόνο σε όσους θέλουν να κάνουν τον κονφερασιέ σε κανένα τσίρκο ή τον πορτιέρη στον Σαράφη στα Τρίκαλα, Σαράφη στο Παρίσι κτλ.. (δες)

(από VAG, 30/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση της αμερικλανιάς long walk ή perp walk, η απόσταση δηλαδή που είναι αναγκασμένος να διανύσει ένας κατηγορούμενος ή κρατούμενος φορώντας (ή όχι) χειροπέδες, συνοδεία των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να παρουσιαστεί στον ανακριτή ή να διαβεί το κατώφλι του σωφρονιστικού καταστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι εκτεθειμένος σε κάμερες, φωτορεπόρτερ, και λοιπούς παριστάμενους που μάλιστα τον λούζουν και με διάφορα κοσμητικά. Αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για απόσταση ολίγων μέτρων, εντούτοις (του) φαίνεται ότι διαρκεί μια αιωνιότητα.

- Το περιπολικό μόλις πέρασε το κατώφλι των φυλακών και ο Άκης είναι έτοιμος για τη μακριά του βόλτα.

Η μακριά βόλτα του Άκη. Το παραληρηματικό μπινελίκωμα από παριστάμενο με αυθεντική λαϊκή φωνή, ξεκινά στο  0:33 (από allivegp, 17/04/12)To μακρύ ζεϊμπέκικο του DSK (από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified