Further tags

Το φέρινγκ (αγγλ. fairing) αναφέρεται σε οτιδήποτε πλαστικό το οποίο αγκαλιάζει τη μοτοσυκλέτα, δίνοντας πρωτίστως καλύτερη αεροδυναμική και, πολύ δευτερευόντως, κάποια προστασία στον αναβάτη (στην περίπτωση -μακριά από εμάς- ενός ατυχήματος). Για ακαδημαϊκούς λόγους, να αναφέρω ότι το φέρινγκ, πέραν από τις μοτοσυκλέτες, αναφέρεται και σε όλα τα μηχανοκίνητα τα οποία έχουν να κάνουν με αεροδυναμική, και ελαχιστοποίηση της αντίστασης από τον αέρα ή το νερό.

Οι γρήγορες μοτοσυκλέτες όλες αποτελούνται από φέρινγκ, μπροστινά, πλαϊνά και πίσω. Για την ιστορία, η πρώτη μηχανή που χρησιμοποίησε φέρινγκ ήταν κάποια BMW, γύρω στα μέσα του '70, και η οποία όπως ήταν φυσικό σάρωσε στους αγώνες.

Το λοιπόν (που λένε και στην Κύπρο), ο πληθυντικός του φέρινγκ, στην καγκουροσλάνγκ, γίνεται «τα φέρια», που ακούγεται και άκρως πιο ελληνικό από τον γερμανοειδή ενικό.

  1. - Ρε Μήτσο, που είναι τα φέρια της μηχανής; Χάλια είναι έτσι.
    - Τα έβγαλα, να αναπνεύσει το μωρό μου. Επίσης, σκέφτηκα να χάσω λίγο αεροδυναμική, μπας και με προλάβεις σε καμιά κόντρα.

  2. - Παλουκάρι, πόσο θα πάει να βάψω την κούκλα μου;
    - Άκου να δεις (και φάε να χεστείς).... Κάθε κομμάτι πάει κανά πενηντάρι ευρώ. Εσύ έχεις τρία φέρια, οπότε υπολόγισε, εκατόν πενήντα ευρώ, συν ένα πενηνταρικάκι τον κόπο μου.
    - Εγινε, στην αφήνω, βγάλε τα φέρια και πήγαινε τα στον φανοποιό, και κανόνισε εσύ μαζί του.
    - Μην ανησυχείς, έχω έναν δικό μου που κάνει αγγέλους...

Η υπερβολή: BMW K1 του 1988 (από xeskist, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bussola (λατ. Buxida) και στην ναυτική αργκό σημαίνει πυξίδα.

Στην καθημερινή μας ομιλία χρησιμοποιούμε την γνωστή μας έκφραση έχασα τον μπούσουλα, που σημαίνει: έχασα τον προσανατολισμό μου, δεν ξέρω τι μου γίνεται, που πατώ και που βρίσκομαι. Τα έχω χάσει γενικά ένα πράμα. Παραλληλίζουμε έτσι τον εαυτό μας με ένα πλοίο όταν χάνει την πυξίδα του (δράμα η κατάσταση δηλαδίς).

Επίσης όταν είσαι π.χ. σε ένα νέο μέρος ή νέα δουλειά και ψάχνεις να βρεις τον μπούσουλα σου, δλδ τα πατήματα σου, τον τρόπο να προσαρμοστείς.

Μετά από αρκετή έρευνα κατέληξα στο συμπέρασμα πως δεν υφίσταται κάποια σχέση με το μπουσούλισμα των μικρών παιδιών αλλά κάθε ένσταση δεκτή.

  1. Ο μπούσουλας στη ζωή Δημήτρη είναι η δική μας συμπεριφορά στην καθημερινότητα μας. Όταν ξέρουμε που πρέπει να βαδίσουμε η ΠΥΞΙΔΑ, μας βοηθάει να φθάσουμε πιο σύντομα στους στόχους μας. Να έχεις καλό Μήνα. (Από εδώ).

  2. Καλησπέρα παιδιά, sorry που ρωτώ χύμα αλλά στην αναζήτηση και τις άπειρες σελίδες εδώ έχασα τον μπούσουλα... (Από εδώ).

  3. (από συζήτηση για ελαστικά)
    Όπα όπα, γιατί έχασα το μπούσουλα... Όσο πιο μεγάλη η τιμή τόσο γρηγορότερα φθείρονται, σωστά ή μήπως όχι; (Εδώ).

(από euripidisk, 26/03/10)(από euripidisk, 26/03/10)(από euripidisk, 26/03/10)(από euripidisk, 26/03/10)ήτανε το σοκ μεγάλο έχασα τον μπούσουλα (από euripidisk, 26/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ενίοτε κομψευόμενος. Δεν τον ενδιαφέρει και τόσο το σεξ, όσο το να διαδίδει ιστορίες για το πόσο αρέσει, κ.τ.ό.

Συνώνυμα: χαλιαμπάλιας, φλιάφλιας.

- Ήρθε πάλι εκείνος ο τιριτόμπας ο Τόλης και μας τα 'πρηξε... Τον γουστάρει, λέει, η Τζίνα... - Ε, τον αρχίφλωρο!

(από Vrastaman, 27/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για ένα μάτσο ροχάλες. Για ένα κάρο ροχάλες.

Απαξία ευρέος φάσματος, όπως λέμε αντιβίωση ευρέος φάσματος.

-For a bunch of ροχάλες κατάντησε η Κατίνα έτσι πως την έκαναν οι πλαστικοί χασάπηδες... -Τα θελε μωρή ο κώλος τις αφού πήγε σε χασάπηδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.

- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!

Βλ. φακάμπλ, fuckable

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα windows vista κατά γενική ομολογία ήταν η χειρότερη έκδοση των windows που κυκλοφόρησε η καλή μας Microsoft. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι δεν κατάφεραν να αντικαταστήσουν την υπάρχουσα βάση εγκατεστημένων λειτουργικών συστημάτων Windows XP, ενώ μέχρι και σε μηχανήματα με προεγκατεστημένο το εν λόγω λειτουργικό σύστημα, υπήρχε η δυνατότητα downgrade σε Windows XP.

Έτσι στο χώρο της πληροφορικής, εμφανίστηκε ο όρος «Windows svista» ή «Windows σβήστα».

Παρόλο που, στην αρχή, η χρήση του όρου αφορούσε μόνο τη συγκεκριμένη έκδοση του λειτουργικού συστήματος, σιγά-σιγά επεκτάθηκε και ως χαρακτηρισμός άλλων αποτυχημένων προϊόντων ή υπηρεσιών που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μας -και ειδικά προϊόντων λογισμικού.

Μια εναλλακτική χρήση του λήμματος είναι και αυτή που υποδηλώνει την επανεγκατάσταση του λειτουργικού συστήματος σε κάποιον Η.Υ. λόγω διαφόρων προβλημάτων.

  1. Ρε, είσαι σοβαρός; Πήρες notebook με Windows svista;

  2. - Μήτσο, θα το τελειώσεις ποτέ εκείνο το πρόγραμμα;
    - Χέσε με. Με τόσες αλλαγές που κάναμε, έγινε windows σβήστα.

  3. - Παιδιά τι γίνεται με το server; Γιατί βγάζει λάθη; - Γιατί θέλει Windows σβήστα boss.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού σάμπλς και του σάμπλινγκ, γερουνδιακός τύπος ο δεύτερος.

Το αντίστοιχο του ψυγείου στη σύνθεση, η χρήση έτοιμων ήχων, μουσικών, σε ένα κομμάτι και η ενσωμάτωσή τους στη σύνθεση. Γεννήθηκε ως πρακτική με την ηλεκτρονική μουσική και χρησιμοποιείται σε ουδέτερα συμφραζόμενα όσο και με αρνητικές συνδηλώσεις. Το δεύτερο κυρίως σε μουσικούς κύκλους όπως το μέταλ όπου, λόγω αντιπαλότητας των μουσικών ρευμάτων (μαλακίες τούμπανα) θεωρείτο καταδικαστέα πρακτική, και θεωρείται ακόμη, αλλά τουλάστιχον όχι από το σύνολο των μεταλλάδων.

Προφέρεται sables, έτσι για τη χαρκορίλα και απαντά κυρίως στον πληθυντικό, αλλά και στον ενικό, κυρίως ως περιεκτικό ουσιαστικό. Νομίζω δηλαδή...

  1. - Τι έχεις στο έμ-πι-τρία ρε;
    - Πάροβ Στελάρα, γαμεί ο τύπος. Σάμπλες και το παράπονο του μετανάστη, δύο σε ένα.

  2. Τι πίπα το καινούργιο των Ελεκτρόνικ Μπλέντερ ρε πούστη μου...είπαμε μπλιμπλίκια και ηλεκτρονικούρες, αλλά αυτοί το λιώσανε στη σάμπλα.

(από jesus, 22/01/11)

Βλέπε και σαμπλίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.

  2. Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.

Ο όρος προέρχεται από το κονέ.

Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.

  1. Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!

  2. - Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
    - Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified