Further tags

Είναι πλέον γνωστό τοις πάσοι το λογοτεχνικό έργο «Αι πεντήκοντα αποχρώσεις του χρώματος γκρί», έργο ύμνος εις τον διαστροφικό έρωτα και το ξυλοφόρτωμα των γυναικών. Ο κεντρικός ήρως λοιπόν, αναφέρει εις την συμβίαν του (αφού δεν έχει αποθάνει από το ξυλοφόρτωμα και ημπορεί αν τον ακούει ακόμη) ότι η ψυχικήν του κατάστασις χαρακτηρίζετο και ως «»fucked up« κοινώς γεγάμικέ τα ή άστα να πάνε και μάλιστα οριοθετεί και την έντασις τοιαύτης κατάστασις. . Άθελά του λοιπόν, ο εν γυναικείο κοινό Ντοριάνος Γκραίιος (Dorian Gray) ήπλασε μία νέα λέξη, δια της οποίας χαρακτηρίζεται τόσο η ιδιότητα του »fucked-up« όσο και η έντασις δια το πόσον »fucked-up« είναι κάποιος. Ούτη ελληνοποιημένη λέξη είναι: fucked-up-αλίκι, ή αλλιώς: φακταπαλίκι.

Επίμετρο: Αποτελεί άξιον απορίας διατί αι γυναίκαι προτιμούν άνδρες με φακταπαλίκι μεγίστου βαθμού αντί φυσιολογικόν ανθρώπων, αλλά δυστυχώς ο Φροϊντ δεν ευβρίσκεται ανάμεσά μας ίνα απαντήσει. Οξύμωρον σχήμα: όσο πιο fucked-up τόσο καλλίτερος...

Ευτέρπη: «Μα πες μου Φαίδων, εις τι αρέσκεσαι στον έρωτα;»
Φαίδων: «Μα εις γνωστά φακταπαλίκια: Ξυλοδαρμός μετά μαστιγίου και ράβδου καθώς και χρήσι χειροπέδων!»
Ευτερπη: Έκτακτα λέγω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η καύλα που προκαλεί η εισπνοή-βινάρισμα γάρου ή ναργιλέ και σου ευφραίνει το φυλλοκάρδι.

Όπως μας πληροφορεί εδώ ο αγαπητός sarant, το λήμμαν ετυμολογείται εκ του τουρκικού nefes (ανάσα, αναπνοή). Η φίλη και σύμμαχος γειτόνισσα με την σειρά της το δανείστηκε από το αραβικό nafas (نفس). Οι καθ' ημάς ψεκασμένοι πορτοκαλισταί το αποδίδουν στο νέφος.

Στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο, το νεφέσι λαλείται με την τούρκικη έννοια τση αναπνοής.

1.
Ο λουλάς και το καλάμι
μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι
Ο λουλάς και το νεφέσι
μ' έφεραν σ' αυτήν τη θέση
ο λουλάς και το χασίσι
μ' έφεραν σ' αυτή τη κρίση
(δημοτικό Μικράς Ασίας)

2. σε καλύπτω μέσ' τη τζούρα απ' το νεφέσι στο στενάκι κάθε πενιά είναι φωτιά στα τέλια με λόγια φαρμάκι ξεκαβατζώνομαι κι αφήνω σειρά στο γιωργάκη

3.
Για την απονιά σου Ρίτα ντερβισάκι θα γενώ
το νεφέσι θα φουμάρω τον καημό μου να ξεχνώ

  1. Νεφέσι: η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς.
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».

Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...

Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;

  1. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε: ούτε γάτα, ούτε ζημιά! μπρακ-λακριντι.

ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!

Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.

Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]

[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.

(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)

  1. Αναμνήσεις μυτιληνιού βετεράνου της Μικρασιατικής 1919-22. Ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει την συνοχή του στρατεύματος, προστατεύοντας αγαθιάρη φαντάρο από τις κοροϊδίες των συναδέλφων του (στις οποίες βεβαίως συμμετείχε μιά χαρά και ο ίδιος ο αφηγητής). Απο το βιβλίο του Τάκη Κόντου «Μικρασία τέλος», Αθήνα 1980.

- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...

  1. [...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».

  2. Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
    bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
    bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
    bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται όταν κάτι / κάποιος μας έχει ενοχλήσει πολύ, φανερώνει νεύρα και αντί να κατεβάσει κάποιος κάνα καντήλι χρησιμοποιεί αυτή την σουρεάλ έκφραση.

- Κατέβα κάτω μην τα κάνω όλα πουτάνα, γαμώ το στανιό του πίκατσου.
- Κατούρα και λίγο ρε Τάκη, αυτά στην γκόμενα σου ξέρω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πασπαλισμένη-με-μητσοτακόσκονη άτυχη στιγμή (και διηγώντας την να κλαις). Όταν δηλαδή κάτι πολύ απλό πάει θεαματικά στραβά, προσφέροντας κωμικοτραγικό θέαμα. Μιμήδια που απαθανατίζουν πάσης φύσεως επικά φέιλ — πιχί αεροπλάνα που προσγειώνονται σε λεωφόρους, καράβια που βγαίνουν στη στεριά, ξανθιές που παρκάρουν τα τουτούνια τους κι όποιον πάρει ο χάρος, γεροντομπεμπέκες που κάνουν ντάκφεϊς, κλπ — κυκλοφορούν καθημερινά από οθόνη σε οθόνη.

Εκ της αμερικλανιάς epic fail. Βλ. επίσης: επικό, fail.

1. Πιο επικό φέηλ από την «άμεση μετάφραση» της νόβα στα όσκαρ γίνεται; Δε γίνεται.

2. Γράψαμε και μεις θρησκευτικά σήμερα και ναι ήταν επικό φέιλ! Τα θέματα ήταν πολλά έπεσαν όλα τα αντισος και αυτό το μούκτι ακόμα δεν κατάλαβα τι είναι!!! Αλλά εντάξει θρησκευτικά ποιος νοιάζεται ένα 17-18 θα το πάρω! Πάμε τώρα γερά για άλγεβρα τη Δευτέρα και χημεία γενικής της Τρίτη!!!

2. Βερολίνο ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ να πας Χριστούγεννα.Κωνσταντινούπολη Χριστουγεννιάτικα νομίζω είναι επικό φέιλ.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπιθάγκουρας: Κολοκοτρώνης ή Κωλοκοτρώνης. Το αρβανίτικο παρατσούκλι των Κολοκοτρωναίων προτού μεταφραστεί στα Ελληνικά.

μπίθα = κώλος, γκούρα = πέτρα

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δανδράκη, Εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα 1954

το γένος του μπιθάγκουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πυρκαγιά, το ολοκαύτωμα, η φούντωση, η φλόγα, η καψούρα. Τουρκογενής σλανγκιά που σώζεται μάλλον μόνο σε λαογραφικά πλαίσια.

Εκ του τουρκικού yangın (πυρκαγιά).

♪♫ Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε και `γινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι ♪♫ (παραδοσιακό)

  1. ♪♫ Κλάψτε τώρα ντερβισάδες
    δεν θ’ ανάψουν οι λουλάδες
    Θα γινότανε γιαγκίνι
    με μαυράκι κι ηρωίνη ♪♫ («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

  2. ♪♫ Μη με ρωτάτε βλάμηδες γιατί όλο συλλογιέμαι,
    καρα-γιαγκίνι μες στην καρδιά έχω και τυραννιέμαι,
    ααχ! φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω.♪♫ («Το Ερηνάκι», αγνώστου)

4.
♪♫Ο σεμπτάς σου μ' άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιούλ μπαξέ κυρά μου ♪♫
(Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης, Τουρκοκρητικός τραγουδιστής)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που γεννήθηκε στα πλακόστρωτα της Κομοτηνής, όπου ο σχολιασμός των γυναικών είναι πρόσφορη ασχολία αναψυχής ανάμεσα στον αρσενικό πληθυσμό, δεδομένου του υπερβολικά μεγάλου υλικού προς συζήτηση και σύγκριση.

Η σύνθετη λέξη περιγράφει τον παραγοντίσκο φοιτητή Νομικής που κρατά στο μυαλό του αρχείο για όλες τις κοπέλες που περιφέρονται στον δακτύλιο Azzuro-Mocca-Theatro-Lobby-Ηχοδρόμιο και ξέρει τα πάντα για αυτές, ενώ σε μεγάλα φόρτε φιδεμπορίας, θα παρουσιάσει εκ παραδρομής και κάποιες περιπέτειες φορτωτικής με μερικές εξ αυτών. Τα συνθετικά του όρου αντανακλούν την άρρωστη εμμονή του να ασχολείται με την αρχειοθέτηση / συγκερασμό δεσποινίδων, αντί να διαβάζει Ατομικό Εργατικό καθώς και να φλομώνει την φραπεδοπαρέα με ιστορίες που κανείς δεν πιστεύει.

Νίκος: Ποια είναι η κωλάρα στο ποδήλατο;
Πάνος: Πού; Δεν βλέπω καν.
Άλεξ: Η Κατερίνα, από Σάμο, Κοινωνική Διοίκηση, χρωστά τέσσερα μαθήματα για το πτυχίο, συχνάζει Square, την πετυχαίνω κάθε πρωί να βγάζει το Ντάσχουντ της, ονόματι Λουκ, βόλτα, μένει πίσω από το Σπαθί και στο τελευταίο μπιτς πάρτυ φασωθήκαμε πίσω από την ανθισμένη την αμυγδαλιά.
Νίκος & Πάνος (με μια φωνή): Ίσα ρε καγκεμπήχτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σόμπα (από τα ιταλιάνικα).

  2. Χαρακτηρισμός για τον πολύ ζεστό και υγρό, άρα αποπνικτικό καιρό / ατμόσφαιρα (βλ. παράδειγμα).

- Τρελή ζέστα σήμερα, τάχω παίξει.
- Νταξ, αλλά ξερή, φυσά βοριάς, δεν είναι σαν τη στούφα που είχε πλακώσει τις προάλλες.

Ωδή στη στούφα (από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published