Η αγορά χασίς.
Πρέπει να ψωνίσω οπωσδήποτε, έχω πολλές μέρες να πιω και έχει και Champions League σήμερα, το τραβάει. Αλλά η άκρη μου λείπει ταξίδι ρε γαμώτο.
Η αγορά χασίς.
Πρέπει να ψωνίσω οπωσδήποτε, έχω πολλές μέρες να πιω και έχει και Champions League σήμερα, το τραβάει. Αλλά η άκρη μου λείπει ταξίδι ρε γαμώτο.
Δες και γίνομαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).
Got a better definition? Add it!
Το καθένα από τα μικρα κομματάκια στα οποία τεμαχίζεται η σοκολάτα, το ψημένο ντε, για να αναμιχθεί με τον καπνό σε τσιγάρο, μπάφο, γεμιστάκι, ναργιλέ, ή να καταναλωθεί σκέτο σε ξεροτσίμπουκο. Η μεταφορά είναι προφανής λόγω μεγέθους και χρώματος που παραπέμπουν στο γνωστό παρασιτικό έντομο.
Σπάω σε ψύλλους (να μη συγχέεται με το σπας ψύλλο): η διαδικασία κατακερματισμού με το νύχι του προς πόση τεμαχίου.
Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε σαπίσουνε στο ξύλο,
don't worry, be happy...
Got a better definition? Add it!
Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.
Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.
Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο
ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι.
(Αφοί Κατσιμίχα)
Got a better definition? Add it!
Απομεινάρια χόρτου (το λένε και μαύρο) τα οποία, ρε πούστη μου δε φτάνουν για να στρίψεις ένα κανονικό γάρο, ούτε καν μονοφυλλάκι ρε διάολε.
Αναζητούνται μετά μανίας σε περιόδους σταλίας, οπότε και ανακαλύπτονται σε παλιά σακουλάκια με stuff. Σε περιπτώσεις προχωρημένης σταλίας, την τιμητική τους έχουν παλιοί σβησμένοι μπάφοι σε τασάκια, σακούλες σκουπιδιών, κάτω απ' το χαλί (όπου παραχώθηκαν βιαστικά λόγω ντου της μαμάς) κ.λπ.
Εν συνεχεία τα μπαφοαποτσίγαρα ανατέμνονται, τους αφαιρείται η τζιβάνα, και ο λαλημένος πότης συλλέγει με ευλάβεια τα μικροσκοπικά πράσινα τεμάχια. Τότε ανοίγονται δύο επιλογές: είτε θα τα χώσει σε κανένα άθλιο μονοφυλλάκι, είτε θα παίξει τσαγάκι! (ναι, υπάρχει κι αυτό).
Got a better definition? Add it!
Η δόση της πρέζας, και συνεκδοχικά και η πρέζα η ίδια, όχι όμως ως «η» αλλά «μια» ψιλή.
Να πάω απ' του Τάκη, μπορεί
Καμιά ψιλή να βρεθεί
Πού να γυρίζεις
Πού να γυρίζεις.
(Π. Σιδηρόπουλος)
Δες και ψίλος.
Got a better definition? Add it!
Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.
— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
— Μέσα.
Δες και μπριζολάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χασίς. Η αποξηραμένη και συμπιεσμένη ρητίνη που προέρχεται από κατεργασία της ινδικής καννάβεως. Το μαύρο καθαυτό. Σε αντιδιαστολή με τη φούντα (που είναι από πράσινη μέχρι καστανόχρυση-golden brown) και το λάδι.
Got a better definition? Add it!
Το τσιγάρο. Το απλό κανονικό, τσιγαράκι, απ' το περίπτερο. Πακέτου ή στριφτό, δεν έχει σημασία.
Χρησιμοποιείται όταν στον χώρο παίζεται μπάφκετ και κάποιος που είναι και κανονικός καπνιστής (και όχι μόνον πότης) αποφασίζει να κάνει και ενα απλό, άδειο τσιγάρο.
(Ούτε 5 λεπτά αφότου έσβησε ο έκτος γάρος, σκύβει μετά κόπων ο ένας και πιάνει καπνό και χαρτάκια.)
- Α μπράβο ρε μάγκα, και σκεφτόμουνα ποιος σηκώνεται τώρα να κολλήσει τσιγάρο...
- Όχι ρε μαλάκα, χαλάρωσε. Ένα ψεύτικο θα κάνω για την πάρτη μου.
- Ααα. Ε, στρίψε μου και εμένα ένα ρε συ!
- Ρε, δε γαμιέσαι;
Got a better definition? Add it!
Το βιομηχανικό τσιγάρο. Το «άδειο»... το «σκέτο»! Είναι αρχοντοσλάνγκ για χασίστες και φουντικούς...
- Δώσε ένα ψεύτη να καπνίσω μέχρι να γίνει το μαντοκου...
- Αρκούδες έχουν τα περίπτερα;;;
- Αρκούδους...
Got a better definition? Add it!