Selected tags

Further tags

Μπεκροκατανάλωσα κτηνώδεις ποσότητες αλκοόλ, έγινα κωλοτρυπίδι και μοιραίως τα έβγαλα κιόλας.

- Οδηγάω δέκα χρόνια σχεδόν και μου έχουν κάνει αλκοτέστ μόνο μια φορά Κυριακή απόγευμα! Δε θα βγούμε τώρα την Πρωτοχρονιά, να πιούμε τα άντερα μας και να την πέσουμε σε γκομενάκια; Πώς θα μπει καλά ο χρόνος; Το αν θα βγει, άλλη υπόθεση. (από εδώ)

- …επήα Μπάμπυλον τζαι ήπια τα αντερα μου, και επέρασα πιό ωραία!
(από δαχαμέ)

- ... πήγαμε σε ένα club με τρείς φίλους Ισπανούς, ήπιαμε, χορεύαμε, είχε πάρα πολύ κόσμο, γινότανε χαμός. Ήταν μία πλατεία με πολλά clubάκια, ήτανε όλοι Gay, και ξαφνικά ενώ είχα πιεί τα άντερά μου, έρχεται δίπλα μου ένας αρκούδος, ημίγυμνος, θεός…
(από εδώ)

Ότι κατεβαίνει ανεβαίνει (από Vrastaman, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο εθισμένο στην κοκαΐνη, κοκαϊνομανής.

Η κοκαΐνη (κόκα, κοκόρι, κοκορέτσι, χιόνι, πάχνη, blow, βράχος) θεωρείται η ντρόγκα του πλουσίου, το ναρκωτικό της καλής κοινωνίας. Εξ ού και οι ονομασίες Κυρία, Λευκή Κυρία, Λαίδη, Μόδα. Την τιμούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και λοιποί νταβατζήδες, μεγαλοτοκογλύφοι, μεγαλοτζογαδόροι και μεγαλοαλογομούρηδες, αθλητές, μοντέλα, τραγουδιάρες και τραγουδιάρηδες, αρτίστες, πόρνες και πούστηδες πολυτελείας. Όλο το ανφάν γκατέ, η κρεμ ντε λα κρεμ...

Οι πλέον ισχυροί και χλιδάτοι κοκάκηδες είναι τα πλατινένια ρουθούνια. Έχουν επενδύσει εκατομμύρια σ' αυτά τα ρουθούνια, όπως οι κοιλιόδουλοι στο στομάχι τους. Ο δε αστικός μύθος, θέλει τα καμένα απ' τη συνεχή χρήση ρουθούνια, να αντικαθίστανται με μεταλλικά...

Αν τον ρωτήσεις τι παρενέργειες έχει η κόκα και τι νίλα μπορεί κανείς να πάθει απ' αυτήν, θα σου απαντήσει με χαμόγελο και ψιλοειρωνικά: «Τίποτα, απολύτως τίποτα. Μπορείς να παίρνεις όσο βαστάει η τσέπη σου».

Δεν έχει και εντελώς άδικο. Σε σχέση με την πρέζα, η κόκα είναι πολύ πιο light ποτό, ενώ κι η εξάρτηση που προκαλεί δεν είναι σωματική, αλλά μόνο ψυχολογική. Εξ ου και τα ακόλουθα συνθηματικά / σλανγκικά: κοκό ή candy (που παραπέμπει σε λιχουδιά των παιδικών χρόνων), αναψυκτικό ή κοακόλα (σε σχέση με τη ζα, που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη), σκόνη της ευτυχίας.

Aπό πολλές απόψεις, ο κοκάκιας είναι το άκρως αντίθετο του πρεζάκια. Ανήκει συνήθως στα μεσαία και βάλε οικονομικοκοινωνικά στρώματα, ενώ ο δεύτερος είναι πιο λαϊκό παιδί. Θέλει να τα έχει όλα δικά του, και την πίτα χορτάτη και το σκύλο ολόκληρο, δλδ και να μαστουριάζει και να είναι κοινωνικά ευυπόληπτος, τη στιγμή που τα ζάκια είναι αυτοκαταστροφικά, χαίρονται με το ξεφτιλίκι τους και την παρακμή τους. Διαφέρουν και στο lifestyle: οι κοκάκηδες ψοφάνε για χλιδές, καταναλωτισμό, μπουζούκια, clubs, mainstream και χορευτική μουσική, ενώ τα ζάκια (πριν μπλέξουν) ήταν συνήθως αλτέρνια, αντισυμβατικοί, αντικομφορμιστές κλπ. Επίσης, οι μεν κράζουν ανηλεώς τους δε: οι κοκάκηδες κάνουν λόγο για ψοφίμια, ξέφτιλους, πεθαμένους, κατεστραμμένους, ενώ τα ζάκια (μαζί με τους συμπαθούντες αυτά) αντεπιτίθενται και τους χαρακτηρίζουν εγωιστές, παλιοχαρακτήρες, παρτάκηδες. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό περί στερεοτύπων, που θέλουν τους πρεζάκηδες «καλά παιδιά», ευαίσθητα και ψυχοπονιάρικα, που κύλησαν στην παραμύθα με ευθύνη της πουτάνας της κενωνίας...

Την σήμερον, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου τα στερεότυπα σφυροκοπούνται από παντού, τέτοιου είδους διακρίσεις και διαχωρισμοί μόνο σχετική αξία έχουν. Όλο και περισσότερα ΒουΠου (βουτυρόπαιδα Βορείων προαστείων και μη) αρχίζουν να το παίζουν τοξοτάκια, ενώ και η κόκα έχει προ πολλού ξεφύγει απ' τα στενά όρια του Κολωνακίου και μεταδίδεται ως καλπάζων καρκίνος στους λαϊκούς φτωχομαχαλάδες...

Το πορτρέτο ενός τυπικού κοκάκια.

Είναι σήμερα γύρω στα 35-40. Ανδρώθηκε τη δεκαετία του '90, διαβάζοντας μανιωδώς τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου. Ονειρευόταν λεφτά, γκόμενες, ταξίδια, σόου-μπίζνες και μπίζνες της νύχτας. Ενίοτε κατάφερε να βάλει κάποια γκαφρά στην άκρη, ώστε να μπορεί να χλιδαμπουριάζει και να το παίζει χαΐστας. Ίσως κονόμησε και στο Χρηματιστήριο το '99. Είναι πάντα πολύ λαρτζ, κιμπάρης και χουβαρντάς, κι ας τη βγάζει με δανειοδάνεια. Οδηγάει ακριβό αυτοκίνητο, ενώ στάνταρ μια-δυο φορές τη βδομάδα έχει κλεισμένο τραπέζι σε κυριλέ μπουζουκάδικο ή mega club της Παραλιακής.

Alex James, former Blur bass player (από allivegp, 20/07/09)αυτό ακριβώς κρατά ο κύριος  (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουβαλά ναρκωτικά ή άλλα παράνομα είδη.

-Μαλάκα, μπάτσοι! Κόψε δεξιά όπου βρεις!
-Φορτωμένος είσαι;
-Όχι.
-Στ' αρχίδια μας λοιπόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ του ζα (πρέζα) + ευγένεια.

Είναι η φαινομενικώς ευγενέστατη (αλλά στο βάθος υστερόβουλη) συμπεριφορά των πρεζάκηδων, διανθισμένη με χατζηαβάτικους θεατρινισμούς, που πάντα αποσκοπεί σε όφελος.

Τα πρεζάκια, όταν είναι στη ζήτα, για να πάρουνε κάνα χαρτί να πιούνε/σπάσουνε (όπως λένε), μεταμορφώνονται όπως-όπως εξωτερικώς σε κουλαριστά και καλοντυμένα άτομα, ενώ παρουσιάζουν έναν ευγενέστατο, άδολο και αναξιοπαθούντα εσωτερικό κόσμο, ταυτόχρονα πασάροντας κι ένα τετριμμένο παραμύθι (π.χ. είμαι φαντάρος, μόλις βγήκα απ' τη στενή, είναι άρρωστη η μανούλα μου, δώμου να πάρω εισιτήριο για το τραίνο, να φάω κλπ) στους περαστικούς επίδοξους σπόνσορές τους.

Βέβαια, κανείς δεν ψήνεται με τέτοιες κλαπαρχιδιές, αφού πρώτα-πρώτα ζέχνουνε από χιλιόμετρα είτε σωματίλα είτε πατσουλιά που βάζουν για να την καλύψουν, δεδομένου ότι αποφεύγουν να πλένονται, και λόγω αυτοεγκατάλειψης αλλά και διότι η ουσία προκαλεί εκφυλισμό του δέρματος που δεν ανέχεται το νερό (βλ. μελέτη γιατρών Α. Δαβαρούκα-Γ. Σουρέτη, Junky του Μπάροουζ κ.α.).

Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2004, που γίνονταν συχνά-πυκνά «σκούπες» από την ευαισθητοποιημένη Πολιτεία (sic), για να παραχώσουνε τη σκόνη κάτω απ' το χαλάκι, μη και πάρουνε χαμπάρι οι τουρίστες τα χάλια μας, τα επινοητικά πρεζόνια ντύθηκαν όλα στην πέννα με σούπερ ρούχα-κινητά και ανέμελο «τουριστικό» ύφος για να ξεγελάσουνε (δήθεν) τους μπάτσους και να μην τους τζάσουνε από Ομόνοια και πέριξ(!).

Η σκόνη αυτή όμως, μόνο κάτω απ' το χαλάκι δεν κρύβεται, του οποίου η καμπούρα όλο και διογκώνεται και κάποια στιγμή θα το αποτινάξει και θα πάμε όλοι στο διάολο...

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Σόρρι ρε φίλος, μου 'τυχε κάτι, περίμενες πολύ;
- Άμα σου πώ οτι περάσανε μέχρι τώρα καμιά εξηνταριά μαύροι και καμιά σαρανταριά πρεζάκηδες που με τρελάνανε στη ζαγένεια, πόσην ώρα λές;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται όποιος ρουφάει ψειρίζει τα ντουμάνια από αναμμένο γάρο παρακείμενης παρέας, ελλείψει δικής του ποσότητας ινδικής κάνναβης.

- Ρε μάγκες ασφαλίτης είναι αυτός;

- Μπα μη ψαρώνεις, για ντουμανόψειρα τον κόβω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατίν ονομάζουμε την αποπνικτική μίξη των ακόλουθων αερίων:

  • Σκατίλα.
  • Κωλίλα.
  • Σπρέι με άρωμα αγριοκέρασο (και μάγουλο βερίκοκο).

    Το παραπάνω συνονθύλευμα κάνει τον χρήστη της τουαλέτας, που χέζει και νομίζει ότι το σπρέι θα καταπνίξει τη σκατίλα, να κρατάει την αναπνοή του ώσπου να βγει έξω από το WC. Το καλοκαίρι ειδικά το αέριο Σκατίν δεν αντέχεται με τίποτα!

Η λέξη παράγεται από τις λέξεις: Σκατά και Σαρίν.

(Ο Παναγιώτης βγαίνει απο την τουαλέτα με γαλήνιο ύφος, σφυρίζοντας)
Τάκης: Επιτέλους βγήκες!(πάει μέσα)
Παναγιώτης: Ωχχ... θα τη μυριστεί τη δουλειά.
Τάκης: Ρε μαλάκα! Βρομάει Σκατίν εκεί μέσα! Τι το ήθελες το Γκλέιντ!

Shoko Asahara (μπουχέσας Ιάπων) (από Vrastaman, 31/07/09)Σφαγή του Κατυν (από Vrastaman, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποπνιχτική μυρωδιά ξινισμένου τυριού συνοδευόμενη από κιτρινισμένο νερό και τρίμματα φέτας από το χωριό (κάπου στην Ήπειρο... όχι απλά Ηπείρου) στο 3ο ράφι του παλιού ψυγείου Miele της γιαγιάς, με γεύση πιο πικρή απο το φετέισον του μπάρμπα-Θωμά που έχει την καλύβα απέναντι από το εκκλησάκι του χωριού... (γνωστή ως η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά). Επίσης οι πιο γραφικοί παππούδες του χωριού λένε έτσι την αλμύρα που βάζουν την φέτα για να μην χαλάσει...(δεν τα καταφέρνουν και πολύ φαίνεται).

(Ο Γιάννης και η γκόμενα του μόλις φτάσανε στο παλιό σπίτι στο χωριό... η γκόμενα έχει πάρει φρέσκο γιαούρτι και αγγούρια για να φτιάξει μάσκα για το πρόσωπο)

-Αγάπη μου που να βάλω τα πράγματα που πήραμε...;
-Στο ψυγείο αφού πρώτα το ανοίξεις και το βάλεις στην πρίζα.
-Μπλιαξ... εδώ μέσα μυρίζει απαίσια... ο πατέρας σου πριν πεθάνει δεν τελείωσε όλο το τυρί που είχε φτιάξει...
-Ναιιιι... τρελαινόταν να ανοίγει το ψυγείο και να τον πνίγει η σαλαμούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπόροι από ποικιλία κάνναβης που δίνονται ως τροφή στα πουλιά όπως και άλλοι σπόροι (νίζερ, κεχρί, λινάρι, σπόροι γρασιδιού, περίλλα, μαρουλόσπορος κ.α.). Η εν λόγω ποικιλία κάνναβης έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή και ωσεκτουτού αποφεύγεται το μαστούρωμα των πουλιών.

Ωστόσο, το λήμμα αντικαθιστά πολύ συχνά τη λέξη «κάνναβη» και μ΄αυτή τη σημασία το συναντάμε σε ρεμπέτικα τραγούδια και σε συνομιλίες μεταξύ χρηστών μαριχουάνας.

Υπάρχει δε και προσωπική μαρτυρία του γράφοντα, ο οποίος συνάντησε προ 10ετίας σε επαρχιακή πόλη της Ιταλίας μαγκρεμπέ μετανάστη να περιφέρει ένα κλουβί με ένα καναρίνι και να ρωτά με νόημα τους υποψήφιους αγοραστές αν θέλουν να το ταΐσουν.

  1. Από ρεμπέτικο τραγούδι:

Δεν θέλω μόνιμη αγκαλιά, δεν θέλω μόνιμα φιλιά
Δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και που πάω
Τi ώρα γύρισα εχθές, με ποιες αλήτευα προχθές
Τέτοια σκλαβιά δεν την μπορώ, δεν τη βαστάω
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω
Θέλει η ζωή μας αλλαγές και ας τσαντίζονται πολλές
Δεν δίνω φράγκο κάθε μια τι θα μου σούρει
Και το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν' αλλάζει τη τροφή
Κι όχι σκέτο κανναβούρι κανναβούρι
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

  1. - Φίλος ...έχω ...έχω. Έχω.
    - Μπα...
    - Έχω σου λέω. Κανναβούρι!
    - Μπα, είπαμεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα της σύριγγας στην γλώσσα των τοξικομανών. Λόγω του χρώματος και του σχήματος προφ.

- Τα 'μαθες; Ο Γιώργος έμπλεξε με την ασημένια σφήκα.
- Γάμησε τα..

Από το τραγούδι των Υπόγειων Ρευμάτων-Ασημένια Σφήκα:
...Σ' αρπάζει από τα μαλλιά η ασημένια σφήκα
βραδιές βραδιές και σε τινάζει πάνω...

- Τελευταία βρίσκω συνέχεια ασημένιες σφήκες στο παρκάκι...

(από AN21, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified