Selected tags

Further tags

Νεόκοπο σύνθημα του ευρύτερου αναρχικού / αντιεξουσιαστικού χώρου, εντοπίζεται σε τοίχους ως γκραφίτι (ο υποφαινό π.χ. το έχει τσεκάρει στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη) αλλά και στο νετ. Πρόκειται περί ενός ιδιότυπου λεξιπλαστικού λογοπαιγνίου, που είναι τρόπον τινά η αντιστροφή του all time classic «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», συνθήματος με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές (λέμε τώρα) νέων με εξεγερσιακά φρονήματα.

Ερμηνευτικά, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως οι ήρωες, δηλ. όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν μια εθνικοπατριωτική ιδεολογία με έμφαση στις ανδραγαθίες, τους ηρωισμούς και την αυτοθυσία προς υπεράσπιση της πατρώας γης, είναι η δεξαμενή μέσα από την οποία οι εξουσιαστές στρατολογούν τα ένστολα μαντρόσκυλά τους. Και γενικότερα: ο εθνοκεντρισμός και η έμφαση στα και καλά υψηλά ιδεώδη, συντηρούν τη μπατσοκρατία και την αστυνομικοποίηση της ζωής μας. Διότι μπάτσοι δεν είναι μόνο αυτοί που μας δέρνουν στους δρόμους. Ο καθένας από μας (άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο) έχει έναν εικονικό μπάτσο μέσα στο κεφάλι του, ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του πραγματικού μπάτσου. Όσο δεν ξεριζώνεται, όσο δεν σπάει αυτό το είδωλο, τα real μπατσόσκυλα θα πολλαπλασιάζονται. Εξ ου και το σοφό: «Σκότωσε το μπάτσο που κρύβεις μέσα σου». Ο περιλάλητος «φιλήσυχος πολίτης» ή «νοικοκυραίος», που πιστεύει σε «αξίες», «αρχές» και «ιδανικά», που διαβάζει αθλητική εφημερίδα και αποθεώνει «την παρέα του Ζαγοράκη που μας έκανε περήφανους», που έχει «υψηλά πρότυπα» (όλα κατασκευασμένα από την τηλεόραση): αυτός είναι ο πραγματικός μπάτσος.

Όμως πέρα απ' αυτά, το εν λόγω σύνθημα είναι άκρως ενδιαφέρον για το λεπτό χιουμοράκι του και την παιγνιώδη διάθεση που κομίζει. Ο επινοητικός εμπνευστής του δεν διστάζει να παίξει με τα στερεότυπα, να τα παραφράσει δημιουργικά και τρόπον τινά να τα «εκσυγχρονίσει». Όπου στερεότυπο, βλέπε εκ νέου το γηραιό και σεβάσμιο «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», που διατηρεί ακέραιη τη γοητεία του κλασικού. Όπως όμως ο Marcel Duchamp δεν δίστασε να φτιάξει τη δική του μυστακοφόρο Μόνα Λίζα (χωρίς η αυθεντική να χάσει τπτ από την αξία της) έτσι και τα παραδοσιακά συνθήματα μας προκαλούν να τα παραποιήσουμε, αποδεικνύοντας έτσι το αειθαλές τους. Μια τυπικά μεταμοντερνιάρικη πρακτική: ο ευρύτερος «αναρχικός» χώρος βιώνει συνειδητοποιημένα τις αντιφάσεις του, στοχάζεται και σχολιάζει τον εαυτό του, αυτοσαρκάζεται και αυτοϋπονομεύεται. Οι άνθρωποι αυτοί είναι μια κάποια λύσις (;) Ειλικρινά δεν ξέρω.

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗ ΜΠΑΤΣΙΝΗ

Άλλη μια αντιστροφή σε σύνθημα (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το safe mode είναι ένας απλουστευμένος τρόπος εκκίνησης του λειτουργικού συστήματος όταν υπάρχει πρόβλημα στην κανονική λειτουργία ενός υπολογιστή. Ευρισκόμενος σε safe mode ο υπολογιστής λειτουργεί υποτυπωδώς, καθώς δεν έχουν φορτωθεί drivers, κάρτες γραφικών κ.ο.κ., επιτρέποντας τουλάστιχον στον πληροφορικάριο να τρέξει τα διαγνωστικά του κιέτσ'.

Σλανγκιστί, κάποιος λειτουργεί σε σέηφ μοντ όταν λόγω κούρασης, καταχρήσεων ή άλλων κακουχιών βρίσκεται αλλού γι' αλλού, είναι καμένος, ή / και έχει χτυπήσει ο σκληρός του με αποτέλεσμα να άγεται άκομψα και να εκφράζεται συγκεχυμένα.

- Κουκλίνι, μην με παρεξηγείς που σε προσπέρασα, τώρα είδα το σχόλιό σου. Τέτοιες ώρες λειτουργώ σε safe mode!
(εδώ)

- Δεν είμαι συγκεντρωμένος αρκετά ώστε να σκεφτώ να αναλύσω και να απαντήσω, λειτουργώ σε «safe mode»
(εκεί)

- Μη γελάς ρεεεεεεεεε Αγουροξυπνημένος και άρρωστος. Λειτουργώ σε safe mode...
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/02/10)(από Vrastaman, 11/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα, επειδή μετά το βάρεμα σου αφήνει μια αίσθηση ανατριχίλας και μηρμυγκιάσματος ένα πράμα.

-Mε τη μαλλιαρή δεν ξεκόβεις εύκολα, αλλά που να καταλάβεις εσύ, είσαι καθαρός. Μετά το τρίτο - τέταρτο βάρεμα, θα με θυμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλάδος μπλε χαπάκι μπορεί να παραπέμπει, για το ευρύ κοινό, σε διεγερτικά χάπια τύπου βιάγκρα, κουλουπές χημείες αποκατάστασης της πεσμένης ανδρικής σεξουαλικότητας...

Για τους ψαγμένους, όμως, δηλαδή, για αυτούς που ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους πολεμώντας με απόκρυφα θηρία, άγνωστες τεχνολογίες και «το σύστημα», γενικότερα, για όσους σηκώνονται από καναπέδες-ντιβάνια-συνειδησιακά φέρετρα, το «παίρνω το μπλε ή το κόκκινο χαπάκι» είναι ένα μούρλια «ματριξο-σλανγκ», ευρύτατα διαδεδομένο σε οργανισμούς, ομάδες και έντυπα ακτιβισμού, εναλλακτικών θεωριών, κουλουπού.

Αναλυτικότερα, παίρνω το μπλε χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει συμβιβάζομαι, υπαναχωρώ, μπαίνω στη γυάλα των ονείρων μου για ασφάλεια και συνειδησιακό θάνατο, στήνω κωλαράκι, τα κάνω γαργάρα, γίνομαι λαγός, «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε (σλουρπ)», «πάτερ, την ευχή σας (χλατς)»....

Αντίθετα, παίρνω το κόκκινο χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει δεν ανέχομαι, αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου, επαναστατώ, υψώνω ανάστημα, «ξέρεις ποιος είμαι γω ρεεεε;», κ.α. διότι είμαι και γω ένας Νήο του δημόσιου φορέα, του ρεπορτάζ, του τουρισμού, του παραγοντισμού, κουλουπού, γενικότερα, του επιπέδου δράσης μου...

  1. - Είδες η λουκρητία ο Θωμάς; Εκεί που τον έκανες καλά κι έβαζε τα κλάμματα μας το γύρισε σε Ηρακλής! Τον έκανε τ' αλατιού το μάστορα!
    - Τι Ηρακλής; Αυτός πήρε το κόκκινο χάπι κι έγινε Νήο! Άλλαξε διάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνουλού είναι η γυναίκα που απολαμβάνει την γεύση, την αίσθηση και τις ζαλάδες του καπνού σαν άντρας ανατολίτης.

Συνήθως είναι και ριζοσπαστικό θηλυκό, γιατί δεν ακολουθεί τα όσα προστάζουν τα στερεότυπα.

όπως λέει και το άσμα:
«Βρε καπνουλού μου όμορφη, σ' αρέσει το ντουμάνι»

Καπνουλού μου όμορφη (από Khan, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύγχρονη εκδοχή του «ότι θυμάμαι χαίρομαι».

Το έναυσμα το έδωσε ο Α. Ρουμελίωτης στο ..χμ.. άρθρο του στην Ε (π.χ. εδώκαι το πραγματικό μέγεθος το αποκάλυψε ο πόστερ Θανάσημος εδώ!

Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε

Τον λαό χαιρέτησε ο αντί-πρόεδρος της κυβέρνησης κ. Πάγκαλος ο οποίος έβγαλε έναν μνημειώδη λόγο:

- «Όλοι οι Γερμανοί τον παίρνουν και γέρνουν!» αναφώνησε απ’ το μπαλκόνι

- “Ναιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαι!!!” απάντησε το πλήθος παραληρώντας

- «Μας κλέψανε λεφτά! Μας κλέψανε χρυσό! Μας κλέψανε ασήμι! ΜΑΣ ΚΛΕΨΑΝΕ ΝΙΚΕΛΙΟ!!!» συνέχισε ακάθεκτος ο κ. Πάγκαλος

- «Πάει το Νικέλιο!» αναφώνησε απελπισμένη μια γηραιά διαδηλώτρια, έφερε το χέρι της στο μέτωπο και λιποθύμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Albanozi (;) > nozi = νόζι.

Με την λέξη αυτή περιγράφουμε δυο πράγματα.

  1. Τον άνθρωπο που κατάγεται από την γειτονική Αλβανία. Δεν είναι ρατσιστικό και μπορεί να ειπωθεί ελεύθερα.

  2. Τον μπάφο εξ Αλβανίας. Συνήθως χείριστης ποιότητας, κατουρημένος, ξερός, αλλά με ένα μεγάλο ατού: την τιμή του, αφού μπορούμε να βρούμε και με 3 ευρώ το τζι. Αυτό το κάνει ιδιαίτερα δημοφιλές σε νεαρά άτομα που δεν έχουν μεγάλο budget.

  1. - Ο Κλόντι ο νόζις που πήγε;
    - Πήρε τον Έντρι και πήγαν για κάποια δουλειά μου είπαν...

  2. Κλόντι: -Έφερα νόζι σήμερα... Έλα να πιούμε!
    Έντρι: - Ο τεκίφσα κούρβεν μαμαπίδιν! Πράμα από πατρίδα!

βλ. και αλβανό, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), albanian haze

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified