Κάτι που συνεπεία επιμελούς πειράγματος κατέστη ούμπερ τυμπανιαίο, γαμάω μανούλες, κιέτσ'. Συνήθως τουμπανιζέ αποκαλούνται τα κωλοφτιαγμένα auto/moto και τα υπερτούμπανα γκομενικά.

Εκ του τούμπανο και του γαλατικοπρεπούς γαμοσλανγκοτέτοιου .

1.
- Είναι πραγματικά πανέμορφη!! Να το χαίρεσαι με υγεία!
Χρόνια σου πολλά και ότι επιθυμείς!!
- niiiiiiiiiice ... τελικά το λευκό είναι το πιό ΤΟΥΜΠΑΝΙΖΕ χρώμα ... P.s. H πινακίδα μπροστά που μπαίνει ;;;;;;;

2.
- Κινητηρας τουμπανιζε απο ΕR6, πλαισιο χωροδικτυωμα και διαφορα αλλα εχουν επιτρατευτει για το εγχειρημα.
- Kαλο...95 κιλα δλδ πιο ελαφρυ απο παπακι με 95 αλογα,μαλλον καλα θα παει :-)

3.
Κρανίδι είμαι! Έχουμε ωραία μέρη εδώ για εξορμήσεις 4Χ4. Κανονίστε και θα σας βγάλω διαδρομή τουμπανιζέ!! Θα πάρετε λάσπη και για το σπίτι.

4.
- Aγορά Laptop τουμπανιζέ version - Ωστόσο, επειδή αναφέρεις τη λέξη τουμπανιζέ, θα σου πρότεινα να προσανατολιστείς σε ένα alienware laptop.

  1. - Δες τουμπανιζέ η Λάουρα, φέτες οι κοιλιακοί!

Τουμπανοϊνσέψιο (από Khan, 05/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πάνω από δυο μεγάλες κατηγορίες φλαταδούρας.

Το λεπόν:

Φλαταδούρα τση γης και τση θάλασσας, ισάδι

Φλαταδούρα τση ανατομίας και του πνεύματος

Φλαταδούρα ως τεχνικό χαρακτηριστικό

  • Το επίπεδο παπούτσι, το αντί-γκαυλοτάκουνο.
  • Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις επίπεδες τηλεοράσεις από τους ελάστιχους εναπομείναντες μερακλήδες νοσταλγούς των αναλογικών CRT.

Φλαταδούρα τ. κολλήσαμε στα γίδια και τα γίδια

  • Η έλλειψη μεταβλητότητας στο ταμπλό του χρηματιστηρίου.
  • Η έλλειψη διακύμανσης σε ένα διάγραμμα που απεικονίζει δεδόμενα.

Εκ του αγγλικάνικου *flat *(συγγενεύει ετυμολογικά με το πλατύς) και του γαμοσλανγκοτέτοιου ***–δούρα*** (βλ. σκαταδούρα, φρεσκαδούρα, κ.ταλ.).

Σ.ς.: ο ανά οθόνης ορισμός οφείλει τα μάλα στην ανάρτηση τση Ζαζούλας στα Lexilogia. Ασίστ από Δ.Π.: δεινόσταυρος.

1.
Ωραία πλάνα αλλά δεν νομίζω οτι το μηχανάκι το έχει πολύ με το χώμα. Σε φλαταδούρα ακόμα και harley πάει

2.
Φλαταδούρα μεν , αλλά ....τούμπα στο τέλος

3.
Ορμώμενος από αυτό που είπες οτι τα ψαλίδια έπρεπε να μπουν στη φλαταδούρα, θες να πεις οτι τα ψαλίδια βρίσκονται σε κλίση 2,5% :shock: ... Ναι, τα ψαλίδια είναι στη κατηφόρα της γέφυρας του Κηφισού προς το Ρουφ
(συζήτηση σιδηροδρομανθρώπων)

4.
Το πέρασμα απέναντι στη Νάξο αποκτά ενδιαφέρον, αφού η φλαταδούρα της μπονάτσας δίνει τη θέση της στα κακοτράχαλα κοφτά κύματα του μαΐστρου.

5.
Τι να κάνω; Κότσο, ημίψηλο τακούνι (ούτε φλαταδούρα ούτε στιλέτο) και ντε πιες συνολάκια; :smoking:

6.
Ένα εξαιρετικά γλυκό παιδί που είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί με τόσο τούμπανο φυσικά προσόντα που θα έκαναν μέχρι και την Salma Hayek να αισθανθεί φλαταδούρα μπροστά της.

7.
Άκουσα να με λένε “φλαταδούρα” από το αγγλικό “flat”, ότι δηλαδή τα κάνω όλα επίπεδα”, είπε και προσθεσε: “Εγώ τους κρατάω τους αρνητικούς τίτλους γιατί δεν θέλω να πετάω στα σύννεφα”
(Ζέτα Μακρυπούλια)

8.
Σας έλειψαν οι CRT τηλεοράσεις; Μήπως ώρες-ώρες ξυπνάει ο hipster που κρύβετε μέσα σας και ομολογεί πόσο πολύ σιχαίνεστε τη «φλαταδούρα» που έχετε στο σαλόνι σας; Κάπου εκεί στη μακρινή Κορέα, η LG σας κλείνει το μάτι και βροντοφωνάζει πως οι CRT υπάρχουν ακόμη

9.
Φλαταδούρα η συνεδρίαση σήμερα, στο συν μηδέν κόμμα μηδέν ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται εν είδει επιρρήματος, για να περιγράψει μια έξτρα πρίμα γκουντ κατάσταση, μια φάση τριφασικιά και ανεβαστικιά, ένα τρελό σκηνικό κλπ.

Συνώνυμα: τζετ, τζιτζί, τζάμι, και γαμώ, καύλα, πένα, τούμπανο, πάουερ, δύναμη, ζάχαρη, μέλι, κομπλέ... και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Παράγωγο επίθετο: γκαζιάρικος

Πολύ γκαζιάρικο μωρό η Πόπη.

Γιατί γκάζι;

Μα φυσικά διότι έχει μόνο θετικές συνδηλώσεις, σε αντίθεση πάντα με το φρένο:

Έκανα χτες βράδυ κίνηση να τη γαμήσω αλλά μου 'βαλε φρένο.

Το γκάζι ταυτίζεται με την Ενέργεια, τη Δύναμη. Στη φράση μου έχωσε γκάζια, παραδεχόμαστε πως υπομείναμε αγόγγυστα τον υπέρτερο δυναμισμό του νουθετούντος ημάς.

Το γκάζι, όπως και το Αυτοκίνητο, είναι ένα παντοδύναμο σύμβολο του βιομηχανικού πολιτισμού, ίσως και της ίδιας της ιδέας της Προόδου, σύμφυτης με αυτόν. O φίλος μου ο Βίκας με είχε προτείνει παλαιότερα το σχετικό Ο Μύθος της Μηχανής του Lewis Mumford, το οποίο ακόμη δεν αξιώθηκα να διαβάσω :(

Συναφές πανίσχυρο σύμβολο του βιομηχανισμού είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, βλ. σχετικά το σαββοπουλικό «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα». Εξ ου και ο Pierre Bourdieu έχει προτείνει, ενάντια στη φρενίτιδα του τεχνικού πολιτισμού, «να κατεβάσουμε τους διακόπτες».

Αυτά όσον αφορά το γενικόν του πράγματος. Ειδικά όσον αφορά τον Έλληνα, για τον οποίο το αμάξι του είναι το υπέρτατο φετίχ, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ταυτίζει την καλοπέραση με το γκάζι. Ο έλληνας είναι ακόμη δέσμιος του μυθικού αφηγήματος της Προόδου, εξακολουθεί εν πολλοίς να θαυμάζει με παιδική σχεδόν αφέλεια τα μεγάλα τεχνικά επιτεύγματα του Πρώτου Κόσμου - ίσως γιατί ο ίδιος ούτε καν με αυτά. Ο έλληνας αντιμετωπίζει το μεταμοντέρνο και τις σχετικές επιφυλάξεις και σκεπτικισμό απέναντι στην Πρόοδο ως εξωτικά φρούτα, από τα οποία θέλει να δοκιμάσει μια σταλιά έτσι για τα νεφρά, αλλά ως εκεί, μην το παραχέσουμε κιόλας: η Άννα Βίσση, το 4Χ4 και το τζακούζι παραμένουν σταθερές αξίες στη ζωή του. Ο έλληνας είναι ακόμη βαθύτατα μοντέρνος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ήτοι, με σημερινούς όρους, βαθύτατα οπισθοδρομικός.

- Για πε, τι κάνατε τελικά χτες, βγήκατε;
- Πού να στα λέω, μαζεύτηκαν όλοι οι πεθαμένοι, που 'χαμε να τους δούμε από του Αγίου Πούτσου ανήμερα! Κώστας Παγκράτι, Σπυράκλας, Κουνούπι, Πεταλούδας, ο Φίλιππας ο καπετάνιος, πανικός σου λέω, τα πάντα όλα! Αράξαμε Πανόρμου, ήπιαμε τον κώλο μας, κλάσαμε στο γέλιο, γενικώς την περάσαμε γκάζι. Μαλακία σου που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό lag (αργοπορώ, καθυστερώ, μένω πίσω, χασομερώ, χρονοτριβώ και γενικά ακολουθώ με διαφορά φάσης).

Συντάσσεται πολύ συχνά με ποσοτικά επιρρήματα και τα: αισχρά, τρελά, άπειρα, τίγκα.

Χρησιμοποιείται:

  • Κυρίως για Η/Υ (και σχετικά συμπράγκαλα π.χ. ποντίκια, εικόνα στην οθόνη), δίκτυα Η/Υ, ήχο που ανεβαίνει ή κατεβαίνει απ’ το νέτι αλλά και κινητά (συχνότατα στο πρώτο πρόσωπο αντί του τρίτου), σημαίνοντας πως το πρόγραμμα που χρησιμοποιεί ο χρήστης, το παιχνίδι που παίζει ονλάιν ή η σύνδεση του δικτύου (μπορεί και να μην είναι απαραίτητα το νέτι) κολλάει, ανταποκρίνεται αργά ή άσχημα μ’ αποτέλεσμα να συφιλιάζεται ο χρήστης. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μικρή RAM, φορτωμένο επεξεργαστή, χαμηλή ποιότητα σύνδεσης πρόβλημα στην κάρτα γραφικών, μη ενημερωμένο λογισμικό κλπ. Κυκλοφορεί και το τρώω λαγκ με την ίδια έννοια.
  • Επίσης, σε σχέση με μηχανές κάθε είδους αλλά κυρίως με κινητήρες αγωνιστικών αυτοκινήτων, οπότε σημαίνει πως καθυστερεί ή δεν γίνεται ομαλά η μετάβαση από μια ταχύτητα σε ψηλότερη, πως η απόδοση δεν είναι ικανοποιητική.
  • Λιγότερο, με πρόσωπα, οπότε σημαίνει πως το άτομο (περισσότερο συγκυριακά παρά μονίμως) κολλάει, δε στροφάρει, τα χάνει, κωλώνει, δεν αντιδρά όπως πρέπει λόγω συναισθηματικής φόρτισης, αφηρημάδας, κούρασης, φόβου.
  • Σπάνια, με ιστορίες, διηγήσεις, άρθρα, οπότε σημαίνει πως κάτι μπάζει, δε στέκει, δεν έχει συγκρότηση, δεν κυλά μ’ αποτέλεσμα να μην πείθει.

1α. «…έχω E8400 στα 3.4ghz 6gb ram και 5770 κάρτα γραφικών παίζω σε 1980 (όλα φουλ εκτός antiliasing) και λαγκάρω άσχημα το cpu χτυπά όλο 100αρια...., λαγκάρει κάνεις άλλος; όχι λαγκ ονλαιν και στο campaing που παίζω λαγκάρω. Τώρα που το δοκίμασα και με 1280 λαγκάρω....» (αγορασμένο)

1β. «Τώρα εγώ φαντάζομαι να έχω κινητό με windows mobile και να λαγκάρει μέχρι να δείξει το μήνυμα και να πεθάνω από τις μ******ς της microsoft.» (αγορασμένο)

2α. «…από 1η σε 2α βλέπω λαγκάρει λίγο και αργεί να φουσκώσει αν δεν κάνω λάθος το παρατήρησα και εγώ...Λογικό το άγχος όλοι άνθρωποι είμαστε και όλοι πάντα θέλουμε να είμαστε νικητές…» (αγορασμένο)

2β. «…Επιπλέον στο dyno μετράς με μια σχέση και όχι όλες όπως σε μια κόντρα, που σε κάθε αλλαγή λαγκάρει το αμάξι λόγω ανοιχτού τύπου σκάστρα και χάνεις δύναμη…» (αγορασμένο)

3α. «…ποιο αστείο; …ναι τώρα που το ξαναδιάβασα με άλλο σκεπτικό, τώρα το κατάλαβα...γαμώτο ήταν καλό... εντάξει λαγκάρω λίγο. Πειράζει;;;» (αγορασμένο)

3β. «–Γιατί δεν έρχεσαι εσύ ρε κότα; Κάθε βράδυ στην πλατεία θα με βρεις. Αν έχεις κότσια πέρνα να σου γαμήσω ό,τι έχεις.
– Σταμάτα να δέρνεις γιατί λαγκάρω.» (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

  1. «…Το άρθρο λαγκάρει. Αφ' ενός, περιέχει ένα μάτσο μπούρδες, όσον αφορά την χρήση της γλώσσας, την λεξοπλασία, κτλ. Αφ' ετέρου, η πλειονότητα των χρηστών έχει εγκαταλείψει…» (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Πονηρόσκυλο, αυτό που κάνουν οι μοτοσυκλέτες στην μία ρόδα, και τα σκυλιά στα δύο πόδια (κάτι παραπάνω θα ξέρει). Επίσης: Το να στέκεται κάποιος ακίνητος μπροστά σε κάποιον (συνήθως ιεραρχικά ανώτερο) και να δείχνει απόλυτη πειθαρχία και φόβο.

Ετυμολογία: σούζα < ιταλικό suso < λατινικό επίρρημα su(r)sum = κίνηση από κάτω προς τα πάνω < subversum (σουπίνο) < subvertere = αναστρέφω, ανατρέπω < sub (= υπό) + vertere στρέφω, τέρπω.

Να μην συγχέεται με το τσούζει Σούζη;. Ή μήπως να συγχέεται;

Η πεθερά τους έχει όλους σούζα στο σπίτι! Δεν τολμά κανείς να της φέρει αντίρρηση!

John Philip Susa / Washington Post (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψυγείο του αυτοκινήτου (radiator). Το λένε εις την Τζίμπρον. Τη μίζα τη λένε στάρτερ (starter). Καλά, μη σας πω κι ότι το τιμόνι το ΄χουνε δεξιά, όπως England. Αυτό το ξέρετε!!!

Θέλετε και παράδειγμα ρε; Αυτοκίνητο έχετε, τα ξέρετε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified