Further tags

φακ γέα, χελ γέα

Άρτι ελληνοποιηθείσες αμερικλανιές, ανακράζονται σε διθυραμβικές στιγμές αυτοεπιβεβαίωσης, συχνά συνοδεία χορευτικών κινήσεων ή σπασμών του σώματος.

Εκ των fuck yeah και hell yeah.

Βλ. επίσης: Ὦ Γαῖα!

Σλανγκασίστ: Σούλτω. Αφιερούται με αγάπη στον Vikar.

1.
Φακ γέα μπίτσεζ, εμένα που με βλέπετε, τα 'χα με τη Βουγιούκλω

2.
αφου ο πρωθυπουργος εξηγγειλε ΔΩΡΕΑΝ WIFI (φακ γέα!!!!) λογικο ειναι μετα να εχει email ολος ο κοσμος.

3.
Σε άλλα νέα, επιστρέφει το Commander Mode (χελλ γέα!), θα υπάρχει Battle Recorder (επιτέλους) και ίσως να υπάρχει η δυνατότητα να παίζεις σαν γυναίκα στρατιώτης!

4.
Αγαπημένη Γαλλιδάρα θεά, λίγο ρετρό, λίγο παιχνιδιάρα, πεθαίνω, λιώνω, ασιατικής καταγωγής και με φακίδες (χελ γέα), λουλούδια στα μαλλιά σχεδόν πάντα και παριζιάνικες γειτονιές για φόντο.

Σόρρυ, κάτι σε Βαρουφάκη δεν βρήκα (ακόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.

  1. Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)

  2. Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)

  3. Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
    (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το εγγλέζικο «I don't know», «δεν ξέρω». Μαγκιόρικη έκφραση, προφέρεται αγρόσυρτα και σταθερά, με σιγουριά, όχι επιθετικά. Δείχνει αδιαφορία, απαξίωση για τις μικρές (στη ματιά του ομιλητή) λεπτομέρειες, ξεγνοιασιά, και αναδίνει μια ζεστασιά για τη ζωή και τα σημαντικά πράγματα σε αυτή. Γιατί η άγνοια είναι ευτυχία.

- Και τι θα γίνει λες; Θα πιάσουν τόπο οι σπουδές και τα χαρτιά μας ή τσάμπα παιδευόμαστε τόσα χρόνια; Θα βρούμε καμιά δουλειά σχετική ή θά 'μαστε συνέχεια από 'δω κι από 'κει;
- Αρονόου...

(από marooned, 30/01/12)Πάντα ξεκάθαρος στα μηνύματά του ο Ozzy (από marooned, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του έχω χάσει επεισόδια, ήτοι είμαι εκτός των πραγμάτων, χωρίς ενημέρωση, εδώ και πάρα, πάρα, πάρα πολύ καιρό.

Από το αγγλικό season (στην προκειμένη, κύκλος επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς).

- Κολλητή τα μαθες; Η Λίτσα χώρισε!
- Καλά, έχεις χάσει σήζον μου φαίνεται. Τα 'φτιαξε με τον Μπάμπη τον σιδερά!
- Σοβαρά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Cabernet Sauvignon. Ποικιλία κόκκινου κρασιού που απαντάται στην greek ταβέρνα, ενίοτε αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Μενού
Αγιορείτικο 14 ευρώ
Σοβινιον Μπλαν 24 ευρώ
Καμπερνέ Αχαρνών 16 ευρώ
...
Ταβερνέ Σοβινιόν 5 ευρώ

..προφανής η επιλογή

(από Vrastaman, 28/02/11)(από Vrastaman, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified