Στη γηπεδική διάλεκτο σημαίνει επεισόδια μεταξύ οπαδών αντίπαλων ομάδων ή οπαδών και αστυνομίας.
Στη γηπεδική διάλεκτο σημαίνει επεισόδια μεταξύ οπαδών αντίπαλων ομάδων ή οπαδών και αστυνομίας.
Got a better definition? Add it!
1) Κανονικά (και λεξικογραφημένα), αύρα λέγεται ένα ελαφρά θωρακισμένο αστυνομικό όχημα, που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή πλήθους. Αναφέρεται συχνά ως «της χούντας» (τότε τις είχαν για περιπολίες -για να μη γαμάνε το οδόστρωμα με τα τανκς κάθε τρεις και λίγο), αλλά ήταν σαφώς και της «δημοκρατίας».
Τα πρώτα μοντέλα (βρετανικής κατασκευής και προελεύσεως, αρχικά για στρατιωτική χρήση γύρω στον Α' Παγκόσμιο) δρούσαν και πριν την επταετία, ενώ το 1975 αντικαταστάθηκαν από κάτι καινούργια βελγικά, που γνώρισαν μεγάλες δόξες στις διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης. Αποσύρθηκαν οριστικά το 1981, τουλάχιστον απ' τους δρόμους. Τελευταία χρήση τους ήταν στη φύλαξη του αεροδρομίου.
Ο Τριαντάφυλλος εικάζει ότι «ίσως [λέγεται έτσι] επειδή είναι ελαφρύτερο από τα θωρακισμένα με ερπύστριες». Ο δε Μπάμπης δίνει την περιγραφή «οχήματα για την ταχεία μεταφορά αστυνομικής δύναμης». Μπορεί να λέει έτσι το προσπέκτους, αλλά οι αύρες δεν ήταν ταξί. Το ατού τους ήταν, πρώτον, ότι μπορούσαν να γκαζώσουν ατρόμητα μέσα από πλήθος και οδοφράγματα. Και δεύτερον, ότι δυο-τρεις μπάτσοι μπορούσαν άνετα να κατσικωθούν εκεί πάνω και να εκτοξεύουν δακρυγόνα, εν κινήσει άμα λάχει. Αυτά για τις παλιές αύρες.
2) Σήμερα όμως, αύρα λέμε ένα εντελώς διαφορετικό αστυνομικό όχημα: το κανόνι νερού (ή υδροβόλο, ή «Αίαντας» κατά την αστυνομική επιχειρησιακή ορολογία). Πάλι ελαφρά θωρακισμένο, αλλά πολύ μεγαλύτερο, ρίχνει νερό υπό πίεση -ακούγεται ακίνδυνο, αλλά να μη σου τύχει. Καινούργιο φρούτο στην Ελλάδα, έχει γράψει ιστορία σε άλλες χώρες (π.χ. στην Αμερική ενάντια σε μαύρους διαδηλωτές, στα ηρωικά σίξτιζ).
Εδώ σε μας πρωτοεμφανίστηκε στην Κερατέα, τώρα συχνάζει και στο Σύνταγμα ή όπου έχουμε ντράβαλα τέλος πάντων. Το μοντελάκι είναι ισραηλινό, και οι δυνατότητές του πολλές: διασκορπίζει πλήθος, καθηλώνει τους ευκίνητους, ενώ θεωρητικά επιτρέπει τη μίξη νερού με χημικά ή δακρυγόνο (κοινή πρακτική στη Γαλλία), ή με μπογιά («δεν ήμουν στη διαδήλωση, κυρ-αστυνόμε!» «αφού είσαι ροζ, ρε!»). Και φυσικά, τρομοκρατεί.
3) Τέλος, να σημειώσουμε ότι η λέξη αύρα δεν εξαφανίστηκε απότομα το '81 (που αποσύρθηκαν οι αύρες της μεταπολίτευσης), για να επανέλθει ως δια μαγείας το 2010. Ενδιαμέσως, χρησιμοποιήθηκε στον λαϊκό λόγο για να περιγράψει κάθε μυστήριο αστυνομικό όχημα (τζιπάκια, βανάκια, κλούβες, ό,τι), άλλοτε λόγω άγνοιας και άλλοτε μεταφορικά. Με αποτέλεσμα ένα τεράστιο μπέρδεμα αφενός, και να μείνει ζωντανή η λέξη αφεδύο -ώστε να πάρει καινούργιο σημαινόμενο 30 χρόνια μετά, που χρειάστηκε.
Πηγές: Ιός, Ελευθεροτυπία, Θεοδοσίου, βικούλα, Χότζας, deinosavros, jesus.
(1976)
Και βγαίνουν, που λες, οι αύρες, παίρνουν το οδόφραγμα της Πατησίων παραμάζωμα, σκορπίζει ο κόσμος, πέφτουν δακρυγόνα, της πουτάνας, μας κυκλώσανε, άστα. Μιλάμε για πολύ ξύλο.
(2012)
Δείτε τη φωτογραφία που ανέβασε το Prezatv στο Twitter με την αύρα να ρίχνει νερό πάνω στους διαδηλωτές!
(1998)
- Ωχ, κατεβάσανε αύρα!
- Πού, πού;
- Εκεί, εκεί!
- Αυτό είναι κλούβα, γαμώ την ασχετοσύνη σου.
- Ό,τι και να 'ναι τρέχα!
- Φάε ένα μάχιμο...
Η «τεθωρακισμένη ίλη εφόδου» που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1947, ως συνέχεια της περιβόητης κατοχικής μονάδας του Μπουραντά, μετασχηματίσθηκε μεν το φθινόπωρο του 1960 σε «Μηχανοκίνητον Υποδιεύθυνσιν» (και την επόμενη χρονιά διαφημίστηκε -ως «Τμήμα Κρούσεως»- στα επίσημα «Αστυνομικά Χρονικά»), η δύναμή της όμως περιοριζόταν σε κάποιες απαρχαιωμένες «αύρες» βρετανικής προέλευσης. «Σε μερικά απ' αυτά τα οχήματα, δεν έστριβαν καν τα τιμόνια για να φέρουμε βόλτα γύρω-γύρω την Ομόνοια», θυμάται ο κ. Ψυχογιός.
(Ιός - «Πώς έφτιαξα τα ΜΑΤ»)
AVRA MOWAG πρώην Ε.Α. πωλείται. Είναι πλήρως ανακατασκευασμένη και λειτουργική (Ground up restoration). Συνοδεύονται με μεγάλο στοκ ανταλλακτικών αλλά και ειδικά εγχειρίδια για το όχημα. Η τιμή της είναι 22.000 ευρώ και δίνει πληροφορίες ο Χρήστος.
(επωλήθη...)
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γερμανικές είναι οι σφαλιάρες που δίνουμε όχι με την παλάμη μας, αλλά με την αντίθετη πλευρά του χεριού μας. Οι ανάποδες δηλαδή. Προέρχεται πιθανόν από την τάση που είχαν οι Γερμανοί στην κατοχή να δίνουν τέτοιου είδους χαστούκια σε πιτσιρίκια, μιας και δεν πονάνε τόσο πολύ όσο οι κανονικές.
Και που λες φιλαράκι, είχα βγει εχτές με την Ευτέρπη και έπαιζε μπάλα έναν φλωράκο απέναντι... Έτσι είσαι μωρή καριόλα λέω... Εεε μόλις γυρίσαμε σπίτι έφαγε τις γερμανικές της και έστρωσε.
Got a better definition? Add it!
Από μπλε και χακί αποτελούνται τα κοινώς λεγόμενα ΜΑΤ, δηλαδή οι αστυνομικοί που είναι επιφορτισμένοι με τη διατήρηση της τάξης μέσω της καταστολής πλήθους (ή, για να το κάνουμε πιο λιανά, ματατζήδες είναι οι μπάτσοι που σπάνε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις. Δια ροπάλου.). Ο διαχωρισμός παραπέμπει προφανώς στο χρώμα της στολής.
Τα μπλε ανήκουν στην ΥΜΕΤ (Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης) και είναι βοηθητικό σώμα. Σε φουλ εξοπλισμό, φέρουν όπλο, γκλομπ, ασπίδα και κράνος. Συνήθως τούς κατεβάζουν όπου δεν προβλέπεται πολύ ξύλο, ή για ελιγμούς (περικυκλώσεις, αποκλεισμούς εισόδων / εξόδων και άλλα στρατηγικά), ή απλώς για καβάντζα. Πληθυντικός: τα μπλε, οι μπλε ή οι μπλέδες.
Τα χακί, οι κατεξοχήν ματατζήδες, ανήκουν στην ΥΑΤ (Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης). Ο εξοπλισμός τους περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω, αλλά και αλεξίσφαιρα γιλέκα, αντιασφυξιογόνες μάσκες, περικνημίδες και λοιπά προστατευτικά, δακρυγόνα και κρότου-λάμψης. Αυτωνών η εκπαίδευση είναι για πιο χάρντκορ καταστάσεις. Γι' αυτό και αν ψάξεις για φωτογραφίες με «ΜΑΤ», «καταστολή» κλπ, εννιά στις δέκα θα σου βγάλει χακί στολές. Πληθυντικός: τα χακί, οι χακί ή οι χακήδες. Σπανιότερα, λέγονται και πράσινοι.
Να μη συγχέονται με τους εκαμίτες, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την καταστολή πλήθους -αυτοί είναι καθαρά κομάντα. Παλιότερα, οι πρωτάρηδες τους μπέρδευαν (έβλεπαν τα χακί σε πλήρη εξάρτυση, ένα ομολογουμένως σχιακτικό θέαμα, και λέγανε αμάν! μας την πέσαν τα ΕΚΑΜ!) -αλλά έκαναν λάθος, διότι τα ΕΚΑΜ δεν είχαν κανένα λόγο να βρίσκονται σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Απ' τα δεκεμβριανά και μετά, τίποτα πλέον δεν αποκλείεται. Άντε με το καλό, να κατεβάσετε και στρατά στους δρόμους, να μην κοροϊδευόμαστε τέλος πάντων.
Δες και: καπελάκιας.
Είμαι στα ΥΜΕΤ (μπλε με ασπίδες) και θέλω να θίξω το θέμα της προτροπής του κόσμου προς εμάς να ενωθούμε με το πλήθος ώστε αυτό νικηφόρο να μπει μέσα στην βουλή...
Διμοιρίες έχουν περικυκλώσει την ΑΣΣΟΕ από απόσταση, μια μπλε Δεριγνύ και Πατησίων από την μεριά της καθόδου, κλούβα με χακί στην πλατεία Βικτωρίας ακριβώς έξω από τα πρώην FLOCAFE. Οι μπλέ είναι σε στάση αναμονής σε σχετική ετοιμότητα.
Πριν λίγο εισέβαλαν μπάτσοι στον χώρο του σχολείου. Απέναντι έχει κλούβα με μια διμοιρία χακήδες, δυο περιπολικά και ασφαλίτικα.
(όλα απ' το νέτι)
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το στρίψιμο ανδρικής ρώγας. Πονάει...
- Τι είναι ροζ και γυρίζει; (πλησιάζοντας τον άλλον χαλαρά).
- Τι; (αφηρημένος)
- ΓΙΟΥΡΟΒYΖΙΟΝ!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο η φράση χρησιμοποιείται:
- Η κατάσταση με τα ΜΜΕ είναι γνωστή. Ακόμα και να αλλάξει χωρίστρα ο Σαμαράς θα το κάνουν θέμα. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει και αντίλογος από τα στελέχη της ΝΔ.
- Βασικά, αν δεν μου αρέσει το εισόδημά μου ή έχω πρόβλημα με τη χωρίστρα του υπουργού, θα κλείσω δέκα κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με το ΙΧ μου (θα αλλάζω δρόμο ανά ώρα) και να πάτε όλοι να πνιγείτε.
- Το αίτημα των αγροτών να αλλάξει η χωρίστρα του υπουργού, να την κάνει αριστερά δλδ είναι αδιαπραγμάτευτο.
- H Amy είχε γίνε κουφέτο να το πιπιλίσεις με κάποια φιλενάδα της και εκεί που τα κορίτσια ήταν έτοιμα να ρουφήξουν τη σκόνη από τις γωνίες του δωματίου, μπουκάρει το χαμαντράκι της Amy, με ορέξεις και για τις δυο κορασίδες. Τότε είναι που η Amy του χυμάει με σκοπό να του αλλάξει τη χωρίστρα. Καυγαδάκι το είπαν μετά.
(όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαστούκι, σφαλιάρα. Εις την αργκό της συμπρωτευουσιάνικης ημι-trash οπαδικής τηλεόρασης (Μαρμίτα).
Άμα φας κανένα πλακόνι με το δαχτυλίδι του συγχωρεμένου του παππού, θα σου πω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Στη συνδικαλιστική αργκό, είναι η μορφή αγώνα που συνίσταται στη βίαιη, θορυβώδη είσοδο συνδικαλιστών μέσα στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή, αρμόδιου Υπουργού ή άλλου κυβερνητικού αξιωματούχου. Μπούκες κάνουν κατά καιρούς οι οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου και οι φοιτητές στα γραφεία των Πρυτάνεων και των προέδρων των Σχολών, οπότε παίζει και χτίσιμο της πόρτας του γραφείου.
Φαινομενικός σκοπός της μπούκας είναι η διατράνωση της αντίθεσης στα σχέδια ξεπουλήματος του δημόσιου αγαθού (της υγείας, της παιδείας, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών κ.α. πολλά), αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιχνίδι εντυπώσεων στα πλαίσια της εξασφάλισης ανταλλαγμάτων που όταν παρασχεθούν, μπουκώνουν τους μπουκαδόρους και τους κάνουν να το γυρίζουν τρελίτσα.
Πιθανώς να ετυμολογείται από το ιταλ. bocca = στόμα (π.χ. nella bocca del' luppo = στο στόμα του λύκου), απ΄όπου προέρχεται και η μπουκιά (βλωμός, ελληνιστί).
Θα κατεβούμε σε όσες πορείες και μπούκες χρειαστεί, προκειμένου να εμποδίσουμε τις αντεργατικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης.
Ενώ ήταν μαζί μας σε όλους τους αγώνες και τις μπούκες, τώρα που εκλέχτηκε Νομαρχιακός Σύμβουλος κάνει πως δεν μας ξέρει.
Τρεις αγωνιστικές αποκλεισμός της έδρας του Πυρσού Γρεβενών η ποινή για τη μπούκα των οπαδών του στον αγώνα με τον Καμβουνιακό.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Με τον όρο «μπατίνι» κάποιος εννοεί το ξύλο που ρίχνει ή τρώει.
Επίσης είναι συνώνυμο με τα στειλιάρι ή φάπα / καρπαζιά.
Ρε έπεσε μπατίνι χτες έξω από το γήπεδο.
Πάψε, θα φας μπατίνι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Kρατώ κάποιον απ' τη μέση του παντελονιού (πισινό) και τον πηγαίνω όπου θέλω εγώ. Συνήθως συνοδεύεται με λαβή ελέγχου (πχ. κεφαλοκλείδωμα) απ' το άλλο χέρι. Εναλλακτικά, βρίσκομαι πίσω από κάποιον και τον κάνω ό,τι θέλω.
Ο πορτιέρης σήκωσε τοn μεθυσμένο και τον πήγε κωλοφεράντζα έξω απ' το μαγαζί.
Got a better definition? Add it!